Τετάρτη, 9 Φεβρουαρίου 2011
Γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις και Αριστερά
ΠΗΓΗ: Aformi-site
του Άγγελου Κ.
Πριν από κάποιο διάστημα πληροφορηθήκαμε ότι με αιφνιδιαστική απόφασή του ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου:
«[…] ανακοίνωσε κατά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, ότι η ελληνική κυβέρνηση θα ασκήσει τη δυνατότητα παρέμβασης στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στην εκκρεμή διαφορά Γερμανίας-Ιταλίας για καταβολή αποζημιώσεων λόγω των σφαγών και των καταστροφών κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής»
Συμπλήρωσε επίσης ότι:
«“Αντιλαμβανόμαστε όλοι την σοβαρότητα και σημασία αυτού του θέματος καθώς και τον ιδιαίτερο συμβολισμό του”.
“Τιμούμε εμπράκτως τη μνήμη όσων θυσιάστηκαν για την πατρίδα”».[1]
Όπως έχουμε επανειλημμένα γράψει σε αυτό το σάιτ, ο εθνικισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο του κάθε τσαρλατάνου. Η κυβέρνηση των νεοφιλελεύθερων μισθοφόρων, της παραγραφής όλων των αδικημάτων που σχετίζονται με την καταλήστευση χρημάτων του δημοσίου (πρόσφατη είναι και η παραγραφή των αδικημάτων για το σκάνδαλο Βατοπεδίου[2]) βρήκε ένα θέμα για να αποσπάσει τη συναίνεση της «κοινή γνώμης» και δυστυχώς και των κομμάτων της Αριστεράς:
«Ως θετικό γεγονός χαρακτήρισε το ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς και επικεφαλής του «Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα» Μανόλης Γλέζος τη δήλωση του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου ότι η Ελλάδα θα παρέμβει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στη διένεξη μεταξύ Γερμανίας – Ιταλίας, που αφορά την καταβολή γερμανικών αποζημιώσεων στα θύματα του Διστόμου από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής».[3]
Σύμφωνα με τον Μ. Γλέζο οι γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις αγγίζουν αυτή τη στιγμή τα 162 δισεκατομμύρια ευρώ (χωρίς του τόκους!).[4] Ο πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας δήλωσε μετά από συνάντηση με το «Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα»:
«Εδώ δεν τίθεται μια διαδικασία διαπάλης ανάμεσα στους Έλληνες και στους Γερμανούς, αλλά μια διαδικασία διεκδίκησης της δικαιοσύνης και της ηθικής απέναντι στις σημερινές κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ελλάδας, που κουκουλώνουν μια ιστορία που πράγματι είναι ιστορία πολλών χρόνων.
[…]
Πιστεύουμε ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις και η σημερινή κυβέρνηση αντί να δίνει κάτω από το τραπέζι εγγυήσεις για αγορά εξοπλιστικών προγραμμάτων σε αντάλλαγμα υποστήριξης από την πλευρά των Γερμανών στη δύσκολη οικονομική κατάσταση που βρισκόμαστε οφείλει με σθένος να υψώσει το ανάστημά της και να διεκδικήσει αυτά που μας χρωστάνε».[5]
Το ΚΚΕ στο θέμα αυτό είναι ακόμα πιο επιθετικό υπέρ των «εθνικών δικαίων». Διαβάζουμε στο Ριζοσπάστη:
«Η κυβέρνηση έχει χρέος απέναντι στον ελληνικό λαό να διεκδικήσει τις πολεμικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο από τη Γερμανία. Ας αφήσει τα παιχνίδια εντυπώσεων και τα μυστικά παζάρια.
[…]
Πίσω από τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες κρύβεται ότι:
1) Η κυβέρνηση εγείρει αποσπασματικά μόνο το θέμα των αποζημιώσεων για τις θηριωδίες των ναζιστικών στρατευμάτων στο Δίστομο και «θάβει» συνειδητά το ζήτημα της επιστροφής του κατοχικού δανείου, τα ποσά που προκύπτουν από τη Διεθνή Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (1946), την επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών κλπ. (αποζημιώσεις συνολικού ύψους 164 δισ. ευρώ χωρίς τους τόκους).
2) Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν αυτή που το 2002 – με υπουργό Εξωτερικών το σημερινό πρωθυπουργό – απαγόρευσε με απόφαση του τότε υπουργού Δικαιοσύνης Μ. Σταθόπουλου την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου που βρίσκονται στην Ελλάδα».[6]
Μετά από όλα αυτά είναι νομίζουμε αναγκαίο να θυμηθούμε ποιά ήταν ιστορικά η θέση της επαναστατικής μαρξιστικής Αριστεράς στο ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων. Να υπενθυμίσουμε τι συμβαίνει στην πράξη όταν υποχρεώνονται κράτη να πληρώσουν πολεμικές αποζημιώσεις. Και επιπλέον θα υπενθυμίσουμε εγκλήματα του ελληνικού καπιταλισμού -«Καλάβρυτα και Δίστομα» που διέπραξε το ελληνικό κράτος σε βάρος άλλων εθνοτήτων. Οι ίδιες φωνές που υπερασπίζονται το δικαίωμα του ελληνικού κράτους να διεκδικήσει πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία δεν επιδεικνύουν την ίδια ευαισθησία όσον αφορά τα δικαιώματα αποζημίωσης των θυμάτων του ελληνικού μιλιταρισμού.
Αριστερά και πολεμικές αποζημιώσεις
Τη θέση της επαναστατικής Αριστεράς στο θέμα την έχουν αναπτύξει θεωρητικά και πρακτικά ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου.
«Η δίκαιη η δημοκρατική ειρήνη, που τόσο διψάει γι’ αυτή στις εμπόλεμες χώρες η συντριπτική πλειοψηφία των εργατικών και εργαζομένων τάξεων που εξαντλήθηκαν, καταπονήθηκαν και βασανίστηκαν από τον πόλεμο, η ειρήνη που απαιτούν με τον πιο αποφασιστικό και τον πιο επίμονο τρόπο οι ρώσοι εργάτες κι αγρότες απ’ την ώρα πού ανέτρεψαν την τσαρική μοναρχία, η ειρήνη αυτή, δεν μπορεί — κατά την άποψη της κυβέρνησης — παρά να έρθει άμεσα, χωρίς προσαρτήσεις (δηλαδή χωρίς καταλήψεις ξένων εδαφών, χωρίς υποδούλωση ξένων εθνοτήτων) και χωρίς πολεμικές αποζημιώσεις».[7]
Παρά τις φοβερές καταστροφές που είχε υποστεί η Ρωσία στον πόλεμο, παρά την ταπεινωτική συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ (Μάρτιος 1918) που υποχρεώθηκε να υπογράψει η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων με τη Γερμανία,[8] όταν τελικά ηττήθηκε η Γερμανία οι μπολσεβίκοι έμειναν πιστοί στις αρχές τους. Κατήγγειλαν τη συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) ως ληστρική και σε βάρος του γερμανικού λαού.
Ο λόγος ήταν απλός: Την ευθύνη για την έκρηξη του πολέμου την είχαν όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές και όχι μόνον οι ηττημένοι. Τις αποζημιώσεις τις πληρώνει ο λαός και όχι οι καπιταλιστές. Ο Λένιν έγραφε:
«Με τη συνθήκη των Βερσαλλιών η Γερμανία δεν μπορεί να υπάρχει οικονομικά, αλλά και καμιά ηττημένη χώρα, […] δεν μπορεί να ζήσει με τους όρους που καθόρισε η συνθήκη των Βερσαλλιών.
[..]
Η ειρήνη των Βερσαλλιών δημιούργησε τέτοια κατάσταση που η Γερμανία δεν μπορεί να ονειρεύεται ανακωχή, να ονειρεύεται ότι δεν θα την λεηλατήσουν, δεν θα της αφαιρέσουν τα μέσα ύπαρξης, ότι ο πληθυσμός της δεν θα καταδικαστεί στην πείνα και στο μαρασμό».[9]
Ο Eric Hobsbawm γράφει για τις τεράστιες πολεμικές αποζημιώσεις που υποχρεώθηκε η Γερμανία να πληρώσει:
«Στη διάσκεψη ειρήνης των Βερσαλλιών (1919) επιβλήθηκαν στη Γερμανία “ως επανορθώσεις” τεράστια αλλά απροσδιόριστα ποσά, τα οποία έπρεπε να πληρώσει για το κόστος του πολέμου και τις ζημίες που προκάλεσε στις νικήτριες δυνάμεις. Για να δικαιωθεί αυτή η απόφαση, στη συνθήκη ειρήνης περιλήφθηκε επίσης μια ρήτρα που θεωρούσε τη Γερμανία ως τη μόνη υπεύθυνη για τον πόλεμο (η αποκαλούμενη ρήτρα της «ενοχής του πολέμου»), η οποία και ιστορικά αμφίβολη ήταν και αποδείχτηκε ότι αποτέλεσε δώρο στο γερμανικό εθνικισμό.
[…]
Το 1921 το ποσό καθορίστηκε σε 132 δις χρυσά μάρκα, δηλαδή 33 δις δολάρια τότε, που καθένας γνώριζε πως ήταν απλώς καθαρή φαντασίωση. […] ισοδυναμούσαν με μιάμιση φορά το εθνικό εισόδημα της χώρας [της Γερμανίας] το 1929».[10]
Το ότι η συνθήκη αποτέλεσε «δώρο στο γερμανικό εθνικισμό» είναι απολύτως ακριβές. Διευκόλυνε τη μαζικοποίηση του ναζιστικού κόμματος, δίνοντας ιδεολογικά επιχειρήματα στο ναζιστικό εθνικισμό. Η παραχώρηση εδαφών στην Πολωνία (ο «Πολωνικός Διάδρομος» που χώριζε την Ανατολική Πρωσία από την υπόλοιπη Γερμανία) αποτέλεσε το πρόσχημα για το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η αρπαχτικότατα των νικητριών δυνάμεων έναντι της Γερμανίας βρισκόταν σε ευθεία αντίθεση με τις μπολσεβίκικες θέσεις ενάντια στην ειρήνη των Βερσαλλιών, εναντίον των προσαρτήσεων και αποζημιώσεων που στραγγάλιζαν οικονομικά τον γερμανικό λαό. Αυτό έδινε το δικαίωμα στον Λένιν να ισχυρίζεται:
«Είναι αυτονόητο ότι η Γερμανία ένα μόνο μέσο έχει για να επιζήσει, και αυτό είναι η συμμαχία με τη Σοβιετική Ρωσία προς την οποία στρέφει τα βλέμματα της».[11]
Αυτή η στάση της μπολσεβίκικης ΕΣΣΔ εκτιμήθηκε από τη γερμανική εργατική τάξη και συνέβαλλε αποφασιστικά ώστε το γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το KPD, να γίνει το μεγαλύτερο ΚΚ του κόσμου. Μέχρι το 1923 η επιρροή των κομμουνιστών αυξανόταν σε τέτοιο βαθμό που η δυνατότητα προλεταριακής επανάστασης στη Γερμανία φάνταζε δυνατή. Στα μετέπειτα χρόνια η επιρροή του KPD συνέχιζε να μεγαλώνει. Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1932 το κόμμα απέσπασε το 16,9% των ψήφων.
Σταλινική Ρωσία και αποζημιώσεις
Η σταλινική Ρωσία όχι μόνο εγκατέλειψε τις αρχές του μπολσεβικισμού στο θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων αλλά και ζήτησε τερατώδεις αποζημιώσεις όχι μόνο από τη Γερμανία αλλά και από την Ρουμανία και την Ουγγαρία!
Η Ρωσική κυβέρνηση απαίτησε πολεμικές αποζημιώσεις ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων (αστρονομικό ποσό για την εποχή) από τη Γερμανία. Η οικονομία της ανατολικής Γερμανίας λεηλατήθηκε με δυο τρόπους: ο ένας τρόπος ήταν μέχρι το 1946 -οι Ρώσοι γραφειοκράτες διέλυαν ολόκληρα εργοστάσια και τα μετέφεραν στη Ρωσία. Ο άλλος τρόπος, μέχρι το 1954, ήταν η δημιουργία Ρωσικών εταιρειών (γνωστών ως sags) που απέκτησαν ιδιοκτησιακά δικαιώματα σχεδόν σε ολόκληρη τη βαριά βιομηχανία της ανατολικής Γερμανίας.[12]
Η Ρουμανία υποχρεώθηκε σε τερατώδεις αποζημιώσεις από το ρώσικο κρατικό καπιταλισμό. Υπολογίζεται ότι περίπου δυο δισεκατομμύρια δολάρια ήταν το τίμημα των πολεμικών αποζημιώσεων που πλήρωσε η Ρουμανία στη Ρωσία την περίοδο 1944-48 (αποτελούσαν το 84% του εθνικού εισοδήματος της Ρουμανίας εκείνης της περιόδου). Στις αποζημιώσεις συμπεριλαμβάνονταν ολόκληρος ο πολεμικός στόλος της Ρουμανίας, τα περισσότερα εμπορικά πλοία, ο μισός σιδηροδρομικός εξοπλισμός, ένα μεγάλο μέρος του εξοπλισμού της βιομηχανίας πετρελαίου.[13]
Η Ουγγαρία επίσης πλήρωσε στη Ρωσία πολεμικές αποζημιώσεις. Στα 1948 το 25,4% του κρατικού προϋπολογισμού κατευθύνονταν προς τις ρωσικές αποζημιώσεις, το 1949 αντιστοιχούσαν στο 9,8%.
Ακόμα και χώρες που δεν είχαν συμμαχήσει με τη ναζιστική Γερμανία δεν κατάφεραν να αποφύγουν τη ρωσική λεηλασία. Από την Τσεχοσλοβακία μεταφέρθηκαν στη Ρωσία 60 βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το 25-30% των επιχειρήσεων στο γερμανικό κομμάτι που προσαρτήθηκε στην Πολωνία μεταφέρθηκαν στη Ρωσία.[14]
Το τίμημα των πολεμικών αποζημιώσεων που απαίτησε η Ρωσία ήταν τρομακτικό για τους λαούς της ανατολικής Ευρώπης. Στα δεινά του πολέμου και των καταστροφών που είχε προκαλέσει προστέθηκαν οι πολεμικές αποζημιώσεις. Ο Ερυθρός Σταυρός της εποχής αναφέρει για τη Ρουμανία:
«Είναι δύσκολο να μεταφέρει κάποιος τη δυστυχία που υποφέρει ο ρουμανικός πληθυσμός στα 1947. Ο λιμός κυριαρχεί σε ολόκληρα τμήματα της χώρας, σε κάποιες περιοχές οι άνθρωποι τρέφονται με χορτάρι, φλοιούς από δένδρα και ακόμα με πηλό… η βρεφική θνησιμότητα φτάνει το 80%».[15]
Αυτοί που επίσης πλήρωσαν πανάκριβα την εκδικητική μανία του νικηφόρου σταλινισμού ήταν οι γερμανικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν σε περιοχές της ανατολικής Ευρώπης και οι οποίες προσαρτήθηκαν στις νέες χώρες του κρατικού καπιταλισμού. Κάπου δεκατρία εκατομμύρια Γερμανών απελάθηκαν από εδάφη της Γερμανίας που προσαρτήθηκαν από τις Πολωνία, Ρωσία, Τσεχοσλοβακία και από εδάφη της ανατολικής Ευρώπης όπου ήταν εγκατεστημένοι επί αιώνες.[16] Και όχι μόνο οι Γερμανοί, αλλά ακόμα και οι Ουκρανοί έπεσαν θύματα του σταλινισμού:
«Η δήμευση γερμανικών περιουσιών πήρε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις στην Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία. Μεγάλα κτήματα και χιλιάδες αστικά ακίνητα εγκαταλείφθηκαν και έγιναν διαθέσιμα για μετεγκατάσταση, μέτρο με το οποίο οι κυβερνήσεις εξαγόραζαν τη λαϊκή υποστήριξη, καθώς απευθύνονταν τόσο στο εθνικιστικό αίσθημα όσο και στο οικονομικό συμφέρον. Μερικές φορές η έξωση των Γερμανών αποτελούσε μέρος ενός πιο συντονισμένου σχεδίου για το ξερίζωμα των μειονοτήτων από τη χώρα. Μετά τους σκληρούς αγώνες αλληλοεξόντωσης των χρόνων του Μεσοπολέμου και της γερμανικής κατοχής, οι Πολωνοί εκδικήθηκαν επίσης την πολυάριθμη ουκρανική μειονότητα, εξαναγκάζοντας 480.000 να φύγουν προς τη Σοβιετική Ένωση• το 1947, γύρω στους 150.000, που είχαν γλιτώσει από τις προηγούμενες εκτοπίσεις, μετεγκαταστάθηκαν δια της βίας στα δυτικά της χώρας».[17]
Να λοιπόν τι συμβαίνει όταν κυριαρχούν οι ιδέες των αποζημιώσεων και των προσαρτήσεων μετά από έναν πόλεμο. Το τίμημα τελικά το πληρώνουν οι εργαζόμενοι ενώ τα εθνικά μίση αυξάνουν κατακόρυφα…
Ο γερμανικός λαός πλήρωσε πανάκριβα τη ναζιστική περίοδο. Χρόνια πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου οι πρώτοι που υπέφεραν από το ναζισμό ήσαν οι Γερμανοί εργαζόμενοι. Περισσότεροι από 800.000 Γερμανοί σοσιαλιστές, κομμουνιστές, συνδικαλιστές και άλλοι στοιβάχτηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, αποτελώντας τους πρώτους κρατούμενους προς εξόντωση. Μετά τον πόλεμο και την ήττα της Γερμανίας η ληστρική συμπεριφορά των νικητών οδήγησε στο ξεζούμισμα των γερμανών εργαζομένων. Η νέα μεταπολεμική Γερμανία αναδημιουργήθηκε από τον ιδρώτα και το αίμα των εργαζομένων της. Δεν είναι δυνατόν από αυτούς να τους ζητηθεί, σχεδόν εβδομήντα χρόνια αργότερα, να πληρώσουν για δεύτερη φορά. Και μάλιστα ποιους; Τους Έλληνες καπιταλιστές!
Θα πρέπει να πληρώσει και η Ελλάδα
πολεμικές αποζημιώσεις;
Η υποκρισία όσων είναι λαλίστατοι και κραυγάζουν για πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία στην Ελλάδα υπογραμμίζεται από το εξής γεγονός:
Δεν επιδεικνύουν την ίδια ευαισθησία για τα θύματα του ελληνικού καπιταλισμού, για τα Καλάβρυτα και τα Δίστομα που δημιούργησε ο ελληνικός μιλιταρισμός. Καμιά καπιταλιστική χώρα δεν είναι αθώα εγκλημάτων κατά άμαχου πληθυσμού, και φυσικά, ούτε η Ελλάδα.
Ας θυμηθούμε ορισμένα από τα εγκλήματα του ελληνικού καπιταλισμού. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13 είναι διάσπαρτοι από εγκλήματα του ελληνικού στρατού. Μαρτυρίες για σφαγές του είδους του Διστόμου και των Καλαβρύτων από τον ελληνικό στρατό υπάρχουν σε επιστολή της Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης προς το Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο της 3ης Αυγούστου 1913:
«Κατά την είσοδο του ελληνικού στρατού στο Κιλκίς, οι προφυλακές κατέσφαξαν μουσουλμάνους για να παρουσιάσουν τη σφαγή ως βουλγαρική βαρβαρότητα και να εξάψουν τον πατριωτισμό των ανδρών, ώστε να συγχωρεθεί η ολοσχερής καταστροφή της πόλης του Κιλκίς, όλων των γύρω χωριών και η σφαγή του βουλγαρικού πληθυσμού. Αυτές οι βαρβαρότητες δεν ήταν οι μόνες και επαναλήφθηκαν με πολλούς τρόπους σε πολλά μέρη. Είμαστε σε θέση να βεβαιώσουμε ότι δε θα γίνει γνωστό ποτέ με πλήρη και αμερόληπτο τρόπο το μέγεθος των βαναυσοτήτων που διαπράχθηκαν σ’ αυτόν το φρικτό πόλεμο, εις βάρος των ειρηνικών πληθυσμών των Βαλκανίων χωρίς καμιά διάκριση. Αυτή η άγνοια οφείλεται στην απουσία ανταποκριτών των σοσιαλιστικών εφημερίδων στα πεδία των μαχών».[18]
Ο Λέον Τρότσκι καταγράφει τις ανελέητες σφαγές αμάχων ως πολεμικός ανταποκριτής στους Βαλκανικούς Πολέμους:
«[…] Και οι Έλληνες δρούσαν παρομοίως. Τη μικρή πόλη Σόροβιτς [το σημερινό Αμύνταιο] για παράδειγμα, την αφανίσανε τελείως και τώρα είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Βέβαια, οι Έλληνες λένε πως την έκαψαν οι Τούρκοι. Όμως στο Σόροβιτς, εκτός από τα σπίτια καταστράφηκαν και τα τζαμιά -κτίρια ιερά για τους Τούρκους- κι αυτό είναι σίγουρη ένδειξη.
[…]
Σε όλες αυτές τις περιοχές μαινόταν ένας τρομακτικός κυκλώνας που ξερίζωσε, γκρέμισε, κατακρεούργησε, μετέτρεψε σε στάχτες οτιδήποτε δημιούργησε η ανθρώπινη εργασία, σακάτεψε και αφάνισε τον ίδιο τον άνθρωπο και γονάτισε θανάσιμα τη νέα γενιά, ως και τα παιδιά που θήλαζαν, ως και τα έμβρυα στις μήτρες των μανάδων τους. Οι Τούρκοι καίγανε και μακελεύανε καθώς έφευγαν. Οι ντόπιοι χριστιανοί, όταν βρήκαν την ευκαιρία, καίγανε και σφάζανε καθώς πλησίαζαν οι συμμαχικοί στρατοί. Οι στρατιώτες αποτελειώνανε τους τραυματίες κι άρπαζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Οι αντάρτες που ακολουθούσαν κατά πόδας λεηλατούσαν, βιάζανε, καίγανε.
[…]
Το να μιλάς για την “απελευθέρωση” μιας Μακεδονίας ερημωμένης, λεηλατημένης, ρημαγμένης από την αρρώστια απ’ άκρη σε άκρη, πάει να πει πως είτε περιγελάς την πραγματικότητα, είτε ότι γίνεσαι ο ίδιος περίγελος. Μπροστά στα μάτια μας, μια καταπληκτική χερσόνησος, πλουσιοπάροχα προικισμένη από τη φύση, […] εκσφενδονίζεται διά πυρός και σιδήρου πίσω στο σκοτάδι της πείνας και της βαρβαρότητας. Όλα όσα συσσώρευσε ο πολιτισμός χάνονται, η εργασία πατεράδων, παππούδων και προπαππούδων γίνεται σκόνη, οι πόλεις ερημώνουν, τα χωριά παραδίδονται στις φλόγες και δε φαίνεται τέρμα σ’ αυτήν τη φρενίτιδα καταστροφής… Απέναντι σε τέτοιες επανόδους στη βαρβαρότητα είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως η λέξη «άνθρωπος» είναι μια αξιοπρεπής λέξη».[19]
Και στις μετέπειτα δεκαετίες το ελληνικό κράτος διέπραξε εγκλήματα εθνοκάθαρσης και διώξεων εναντίον εθνικών μειονοτήτων:
«Ο επίσημος ιστορικός του Μακεδονικού στην Ελλάδα, Ευάγγελος Κωφός, υπολογίζει σε 25.000 περίπου τους σλαβόφωνους Μακεδόνες που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα πριν από το ξέσπασμα του Εμφυλίου […]. Περισσότερο γλαφυρές είναι φυσικά οι περιγραφές της εποχής, ιδίως εκείνες που συναντά κανείς στην αλληλογραφία των τότε εθνικοφρόνων. “Δεν ξεύρω εάν είναι διαταγή της Κυβερνήσεως ή είναι πρωτοβουλία ορισμένων τοπικών παραγόντων”, γράφει λ.χ. στον Δραγούμη από τα Γιαννιτσά ο Ι. Ζωγράφος τον Μάιο του 1945. “Οι Βουλγαρόφωνοι σχεδόν ευρίσκονται εν διωγμώ. Και όσον αφορά μεν τους εκδηλωθέντας ως Βουλγάρους έχει καλώς, διότι πραγματικώς αυτοί είναι άξιοι πάσης τιμωρίας. [...] Το κακόν όμως είναι ότι ο διωγμός στρέφεται αδιακρίτως και εις τους Μακεδονομάχους και εις πάντα Έλληνα Βουλγαρόφωνον, ο οποίος διέπεται υπό Ελληνικωτάτων αισθημάτων και έχει εις το ενεργητικόν του πατριωτικήν δράσιν εις το παρελθόν. Επικρατεί δυστυχώς μια τακτική ‘Πας μη Έλλην βάρβαρος’, δηλαδή ‘πας βουλγαρόφωνος εστί Βούλγαρος’”. Ο αντίκτυπος του πογκρόμ φτάνει μέχρι τη συμπρωτεύουσα: “Εδώ στη Θεσσαλονίκη συνεχώς κατεβάζουν από τα χωριά της Φλωρίνης, Καστοριάς και Εδέσσης. Αφού τους δείρουν ανηλεώς, τους κατεβάζουν, τους δικάζουν και τους καταδικάζουν”, διαβάζουμε σε μιαν άλλη επιστολή, ο συντάκτης της οποίας διατυπώνει την άποψη πως “ήταν τεράστιο σφάλμα να διωχθούν σε τέτοια μεγάλη κλίμακα οι σλαυόφωνοί μας”».[20]
Αλλά δεν ήσαν μόνον οι Βούλγαροι ή οι Μακεδόνες που υπέφεραν από το ελληνικό κράτος και παρακράτος στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου:
«[…] στην ελληνική Δεξιά, οι εθνικιστές αντάρτες σκότωσαν εκατοντάδες Τσάμηδες (αλβανόφωνους μουσουλμάνους) και οδήγησαν τους υπόλοιπους 15.000 στην Αλβανία, με την αιτιολογία ότι είχαν βοηθήσει τον Άξονα».[21]
Ο κατάλογος των εγκλημάτων του ελληνικού κράτους είναι μακρύς. Πρόσφατος είναι ο οικονομικός αποκλεισμός που επέβαλε η Ελλάδα στη Δημοκρατία της Μακεδονίας τη δεκαετία του 1990. Χιλιάδες άνθρωποι αυτής της χώρας καταστράφηκαν οικονομικά, πείνασαν, κάποιοι ενδεχομένως και να πέθαναν. Δεν δικαιούνται και αυτοί αποζημίωσης από το ελληνικό κράτος με την ίδια λογική όσων απαιτούν γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις;
Και, ασφαλώς, υπάρχουν οι πολεμικές εμπλοκές ελληνικού στρατού σε χώρες όπως Κορέα, Κόσσοβο, Αφγανιστάν, τις οποίες η συνδυασμένη ιμπεριαλιστική επέμβαση του δυτικού ιμπεριαλισμού τις έχει κυριολεκτικά ρημάξει. Και επιπλέον, η παραχώρηση βάσεων και διευκολύνσεων από το ελληνικό κράτος για τους βομβαρδισμούς χωρών από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ που κυριολεκτικά ισοπέδωσαν πόλεις και υποδομές ολόκληρων χωρών (για παράδειγμα της Σερβίας τη δεκαετία του 1990). Δικαιούνται αυτές οι χώρες να ζητήσουν αποζημιώσεις από το ελληνικό δημόσιο; Γιατί όχι;
Όχι στον εθνικισμό -Διεθνισμός!
Η Αριστερά δεν μπορεί να θέτει ζητήματα πολεμικών αποζημιώσεων. Όχι γιατί τα κράτη δεν διαπράττουν εγκλήματα -το εντελώς αντίθετο. Τα εθνικά κράτη αναδύθηκαν ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης του καπιταλισμού, δεν είναι προαιώνιες οντότητες όπως βλακωδώς διατείνονται οι δεξιοί και ακροδεξιοί. Πριν την ανάπτυξη του καπιταλισμού σε καμιά περιοχή του πλανήτη δεν υφίστατο η έννοια του έθνους. Υπήρχαν κρατικές δομές είτε με την μορφή της πόλης-κράτους είτε πολυεθνικών αυτοκρατοριών. Η ανάγκη της δημιουργίας εθνικού κράτους προέκυψε από την ανάγκη της αστικής τάξης να ενοποιήσει τον εσωτερικό χώρο της επικράτειας της σε μια ενιαία εσωτερική αγορά, όπου δεν θα υφίστανται οικονομικοί περιορισμοί στη διακίνηση του κεφαλαίου. Η ενιαία γλώσσα (που δεν υπήρχε μέχρι τότε) και αντίστοιχα η εθνική ιδεολογία αναπτύχθηκαν τόσο για τις ανάγκες της οικονομίας όσο και για την ιδεολογική και πολιτική ενότητα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών που σπαράσσονταν από ταξικές αντιθέσεις. Ο καπιταλισμός ιστορικά διαμορφώθηκε σε μια ποικιλία ανταγωνιζόμενων εθνικών κρατών που επεδίωκαν τη μεγέθυνση του «ζωτικού χώρου» τους και έτσι η εθνική μυθολογία αναπτύχθηκε για τις ανάγκες ενός οικονομικού ανταγωνισμού που διαρκώς μετατρεπόταν σε ανταγωνισμό μεταξύ κρατών που οδηγούσε σε πολέμους.
Αναπόφευκτο αποτέλεσμα των εθνικών ιδεολογιών που επεκτάθηκαν και εμπεδώθηκαν σε ολόκληρη την Ευρώπη στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα ήταν το εθνικό μίσος προς άλλες εθνότητες, κυρίως προς γειτονικές χώρες. Από την εποχή του ώριμου καπιταλισμού τα εγκλήματα κατά των αλλοεθνών βρέθηκαν στην ημερήσια διάταξη. Δεν υπάρχει έθνος-κράτος που να μην έχει διαπράξει εγκλήματα του είδους των Καλαβρύτων ή του Διστόμου.
Η άρνηση της επαναστατικής Αριστεράς να συναινέσει σε πολεμικές αποζημιώσεις προέρχεται από απλούς μεν, αλλά ισχυρούς πολιτικούς λόγους:
Πρώτον, τις πολεμικές αποζημιώσεις τις πληρώνουν οι λαοί του ηττημένου κράτους όχι η άρχουσα τάξη. Θεωρώ ότι η ιστορική εμπειρία που αναφέρθηκε προηγουμένως στο άρθρο είναι επαρκής όσον αφορά αυτό το σημείο.
Δεύτερον, η εργατική τάξη δεν έχει κανένα άλλο όπλο στη διάθεσή της πέραν του διεθνισμού για να αντιμετωπίσει τη δύναμη των καπιταλιστών που δεν βρίσκεται μόνο στο εσωτερικό αλλά και στη διεθνή διαπλοκή του κεφαλαίου. Είναι διεθνιστικό καθήκον της Αριστεράς να παλεύει ενάντια στις πολεμικές αποζημιώσεις και να αποκαλύπτει τα εγκλήματα της «δικής μας» αστικής τάξης ενάντια σε άλλες εθνότητες. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να οικοδομηθεί η αναγκαία εμπιστοσύνη και ενότητα της παγκόσμιας εργατικής τάξης απέναντι στην ισχύ ενός παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.
Τρίτον, οι πολεμικές αποζημιώσεις ενισχύουν το αστικό στρατόπεδο στο εσωτερικό της χώρας που πληρώνει πολεμικές αποζημιώσεις αλλά και της χώρας που τις δέχεται. Ο πληθυσμός τη χώρας που πληρώνει συσπειρώνεται με το «κράτος του» ως αυτό που μπορεί (ή τουλάχιστον προσπαθεί) να τον προστατεύσει από «άπληστους εχθρούς του έθνους». Ο πληθυσμός που δέχεται τις πολεμικές αποζημιώσεις τις δέχεται ως «εθνική επιτυχία» της κυβέρνησής του.
Το γεγονός ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επέλεξε να ανακινήσει το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων αυτή τη χρονική περίοδο αποκαλύπτει τις πραγματικές της προθέσεις. Μια κυβέρνηση που εξαπάτησε τους ψηφοφόρους της και λέει διαρκώς ψέματα, έχει αναγάγει την πολιτική εξαπάτησης σε σανίδα σωτηρίας για την ίδια. Μη έχοντας να προσφέρει παρά μόνο περικοπές και διαρκή συμπίεση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, καταφεύγει στα «εθνικά θέματα» για να αναστυλώσει το προφίλ της, να βρει στηρίγματα στο εσωτερικό της χώρας για την άγρια ταξική πολιτική της. Ο πρωθυπουργός βρίσκεται τον περισσότερο χρόνο στο εξωτερικό υποδυόμενος τον ρόλο του «εθνικού σωτήρα»: «οργώνει το εξωτερικό» για να «διασώσει τη χώρα και να αναστηλώσει το κύρος της». Στενές σχέσεις αναπτύσσονται με τη νεοφασίζουσα κυβέρνηση του Ισραήλ στο όνομα των «εθνικών συμφερόντων» και του ανταγωνισμού με την Τουρκία. Η ανακίνηση των γερμανικών αποζημιώσεων εντάσσεται στην ίδια στρατηγική. Ακόμα και ο μεγαλοκαπιταλιστής τραμπούκος Θεόδωρος Πάγκαλος βρήκε την ευκαιρία με το θέμα αυτό να αποσπάσει την προσοχή από τις άθλιες, αισχρές δηλώσεις του για τους εργαζόμενους.[22]
Κάνουν λάθος όσοι, ενδεχομένως, θεωρούν ότι πρόκειται για «απέλπιδες προσπάθειες» της κυβέρνησης να ρεφάρει με «εθνικά ζητήματα» την εσωτερική πολιτική της. Η καταφυγή στην εθνική αλητεία είναι μια δοκιμασμένη συνταγή στο χρόνο για τους πολιτικούς διαχειριστές του συστήματος. Όσο η Αριστερά αντιμετωπίζει τις «εθνικές πρωτοβουλίες» της κυβέρνησης με αμηχανία, ακόμα χειρότερα, με θετικό τρόπο, τόσο περισσότερο θα δίνεται χώρος και χρόνος στην κυβέρνηση να παγιώνει τον ταξικό συσχετισμό υπέρ των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Άγγελος Κ
[7] Λένιν, Για την ειρηνική συνύπαρξη, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1964.
[8] Η Συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ καθόριζε:
Α. Παράδοση στις Κεντρικές Δυνάμεις της Καρελίας, της Λιθουανίας και της Πολωνίας.
Β. Εκκένωση υπό των ρωσικών στρατευμάτων της Λετονίας, της Εσθονίας, της Φιλανδίας και των νήσων Ώλαντ.
Γ. Εκκένωση της Ουκρανίας και αναγνώριση υπό των Ρώσων της πρότερης συνθήκης Κεντρικών Δυνάμεων και Ουκρανίας που είχε συνομολογηθεί, πριν ένα μήνα, με τις Κεντρικές Δυνάμεις (από 9 Φεβρουαρίου του 1918).
Δ. Παράδοση της Υπερκαυκασίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ε. Κατάπαυση κάθε μπολσεβικικής προπαγάνδας εντός των παραπάνω εδαφών των Κεντρικών Δυνάμεων.
[9] Λένιν, Για την ειρηνική συνύπαρξη, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1964.
[10] Eric Hobsbawm, Η εποχή των άκρων, εκδόσεις Θεμέλιο, 1995.
[11] Λένιν, Για την ειρηνική συνύπαρξη, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1964.
[12] Chris Harman, Bureaucracy and Revolution in Eastern Europe, Pluto Press, 1974.
[13] Στο ίδιο.
[14] Στο ίδιο.
[15] Στο ίδιο.
[16] Eric Hobsbawm, Η εποχή των άκρων, εκδόσεις Θεμέλιο, 1995.
[17] Mark Mazower, Σκοτεινή ήπειρος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2001.
[18] Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο Πολίτη:, τχ. 28, σ. 40. Αναφέρεται στο Λέον Τροτσκι, Τα Βαλκάνια και οι βαλκανικοί πόλεμοι 1912-13.
[19] Λέον Τροτσκι, Τα Βαλκάνια και οι βαλκανικοί πόλεμοι 1912-13, Θεμέλιο 1993.
[20] Τάσος Κωστόπουλος, Η απαγορευμένη γλώσσα, εκδόσεις Μαύρη Λίστα, 2000.
[21] Mark Mazower, Σκοτεινή ήπειρος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2001.