Ο ταχυδρόμος των στρατηγών, ήταν Τουρκο-εβραίος επιχειρηματίας, που μεσολάβησε για τη βελτίωση των σχέσεων της Άγκυρας με το Ισραήλ.
Oμεγαλοεπιχειρηματίας Kamhi είχε παραλάβει από τον 10ο Πρόεδρο της Τουρκίας Σεζέρ, στις 16/8/2007, το Βραβείο Υψηλής Προσφοράς. Ακόμη, ο ίδιος είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην άρση του εμπάργκο, που είχαν επιβάλει οι ΗΠΑ στην Τουρκία μετά την “ειρηνευτική επιχείρηση” στην Κύπρο, το 1974.
Η Hürriyet στις εσωτερικές της σελίδες με τον τίτλο «Συγνώμη από το Ισραήλ στον στρατηγό Μπασμπούγ» έγραφε ότι ο Αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων της Τουρκίας, στρατηγός Μπασμπούγ, είχε τηλεφωνική συνδιάλεξη με τον Αρχηγό Ενόπλων Δυνάμεων του Ισραήλ, Gabi Askenazi. Κατά τη συνδιάλεξη αυτή, ο στρατηγός Μπασμπούγ ανέφερε την ενόχλησή του σχετικά με τις δηλώσεις του Αρχηγού Χερσαίων Δυνάμεων του Ισραήλ, Misrahi, και ζήτησε να μάθει ποια είναι η αξιολόγηση του Askenazi επί του θέματος. Ο Askenazi, απαντώντας στον στρατηγό Μπασμπούγ, είπε: «Είναι δική του άποψη. Δεν απηχεί τις δικές μας θέσεις. Δεν είναι αυτή συμπεριφορά και πολιτική του Αρχηγείου του Γενικού Επιτελείου του Ισραήλ».
Η Jerusalem Post ανέφερε ότι ο Askenazi, που επιθυμεί να αποτρέψει την επιδείνωση των στρατηγικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, ζήτησε συγνώμη από τον στρατηγό Μπασμπούγ. Σύμφωνα με στρατιωτικές πηγές του Ισραήλ που μίλησαν στην εφημερίδα, ο Askenazi θα στείλει στον Τούρκο ομόλογό του και επίσημη επιστολή σχετικά με το θέμα.
Στο δελτίο ειδήσεων του τηλεοπτικού δικτύου NTV αναφέρθηκε ότι ο επικεφαλής της Δ/νσης Επικοινωνίας του Αρχηγείου του Γενικού Επιτελείου, ταξίαρχος Γκιουράκ, κατά την καθιερωμένη εβδομαδιαία ενημέρωση των εκπροσώπων του Τύπου, επιβεβαίωσε την ανωτέρω τηλεφωνική συνδιάλεξη μεταξύ των Αρχηγών Ενόπλων Δυνάμεων των δύο χωρών, προσθέτοντας ότι ο Ισραηλινός Γενικός Επιτελάρχης εξέφρασε τη λύπη του για τις δηλώσεις Misrahi. Όσον αφορά την επιστολή που αναφέρεται στο δημοσίευμα της Hürriyet, ο Γκιουράκ είπε ότι ήδη έφθασε στον παραλήπτη της.
Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα του τηλεοπτικού δικτύου CNN Türk, ο ευρισκόμενος στην Άγκυρα συμπρόεδρος της Ομάδας Τουρκίας, της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Robert Wexler, πραγματοποίησε επαφές υψηλού επιπέδου και μίλησε στο τηλεοπτικό δίκτυο CNN Türk.
Ο Wexler, απαντώντας σε ερώτηση «αν η Αμερική θα πάψει πλέον να συντάσσεται με το Ισραήλ σε οποιοδήποτε ανθρωπιστικό θέμα ή θέμα ασφάλειας παρουσιάζεται στη Μέση Ανατολή», είπε: «Όχι, αυτό δεν θα αλλάξει και δεν πρέπει να αλλάξει. Όμως, υπάρχει κάτι που είναι ελλιπές. Ένα Ισραήλ που αισθάνεται ασφαλές, μπορεί να προβεί σε ειρήνη και εμείς, ως Αμερική, προσπαθούμε αυτό να το εξασφαλίσουμε». Ο Wexler είπε ότι μίλησε με τον ίδιο τον Ερντογάν για το θέμα της στάσης, που τήρησε στο Νταβός, και είπε: «Αυτό ας το αφήσουμε πλέον. Στο σημείο αυτό, το καλύτερο είναι να αφήνουμε πίσω τα γεγονότα που αναζωπυρώνουν την ένταση στις σχέσεις. Οι σχέσεις Ισραήλ – Τουρκίας είναι σημαντικές, όπως σημαντικές είναι και οι σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ. Μπορεί στο θέμα του διαλόγου με τη Χαμάς να υπάρχουν ορισμένες διαφορές τακτικής. Αυτά είναι πράγματα, που μπορούν να συζητούνται μεταξύ των φίλων, αλλά ο σκοπός μας είναι κοινός. Πρέπει να φθάσουμε σε μια λύση δύο κρατών στην περιοχή».
Οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας βρίσκονται στα πρόθυρα κρίσης λόγω της επιδίωξης των Αρμενίων να αναγνωρισθει η γενοκτονια των νεο-Τούρκων, και τονίζεται σύμφωνα με τον Wexler, σημασία έχει το χρονοδιάγραμμα των συνομιλιών που έχει ξεκινήσει την τελευταία περίοδο μεταξύ Έρεβαν και Άγκυρας.
Ο Αμερικανός αξιωματούχος καταλήγοντας είπε: «Το Κογκρέσο των ΗΠΑ πρέπει να δει πόσο σημαντική είναι η ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ Τουρκίας και Αρμενίας. Δεν πρέπει να συμβεί κάτι, το οποίο θα επιδράσει αρνητικά στην κατάσταση αυτή».
20/02/2009 | ΚΥΠΕ
Κλιμακώνεται ο πόλεμος ανάμεσα στην κυβέρνηση Ερντογάν και τον όμιλο Ντογάν, τον μεγαλύτερο εκδοτικό όμιλο της χώρας ύστερα από το τεράστιο πρόστιμο που επιβλήθηκε από το τουρκικό υπουργείο Οικονομικών για παρατυπίες σχετικά με την πώληση μετοχών του ομίλου στην γερμανική εταιρεία Axel Springer το 2006.
'Το πρόστιμο που ανέρχεται στο αστρονομικό ποσό των 826 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών (περίπου 400 εκατομμυρίων ευρώ), προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στο δημοσιογραφικό κόσμο καθώς οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες του Ομίλου, μεταξύ των οποίων η Χουριέτ και η Μιλλιέτ, είχαν από καιρό μπει στο στόχαστρο του πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν που είχε συστήσει ανοικτά στους Τούρκους πολίτες να μη τις διαβάζουν.
Οι εφημερίδες του ομίλου Ντογάν διαβάζονται από το 34.6% των κατά μέσο όρο 4 εκατομμυρίων ημερήσιων αναγνωστών στην Τουρκία και τα κανάλια το το Κανάλ D και το Kanal Star κατέχουν την υψηλότερη τηλεθέαση με 20,4% και 19,1% αντίστοιχα ενώ το τρίτο κανάλι το αμιγώς ειδησεογραφικό CNN Turk προσφέρει συνεχή κάλυψης της επικαιρότητας.
Σε ανακοίνωσή του ο όμιλος Ντογάν υποστηρίζει ότι αντιμετωπίζει γραφειοκρατικές πιέσεις και εμπόδια καθώς η κυβέρνηση προσπαθεί να αφομοιώσει τον ανεξάρτητο και ελεύθερο Τύπο. ''Τέτοιες μέθοδοι, όπως βιώθηκαν με το τελευταίο πρόστιμο που επιβλήθηκε στον όμιλο Ντογάν, δεν έχουν θέση σε μια δημοκρατία'' αναφέρει ανακοίνωση του ομίλου. Στην ίδια ανακοίνωση αναφέρεται ότι για πρώτη φορά στην ιστορία το υπουργείο οικονομικών άσκησε ταυτόχρονο έλεγχο και στις επτά εταιρείες του ομίλου επί έντεκα μήνες. ''
'Έχουμε σοβαρές αμφιβολίες ότι οι έλεγχοι αυτοί γίνονται με πολιτικά κριτήρια και οι αμφιβολίες κατά του ομίλου τροφοδοτούνται από ισχυρισμούς και κατηγορίες που διατυπώνονται από τον πρωθυπουργό σε κομματικές συσκέψεις και συγκεντρώσεις,'' αναφέρει η ίδια ανακοίνωση που καλεί ''όλους του θεσμούς, του επενδυτές, του δημιουργούς θέσεων εργασίας και τους φορολογουμένους να αντιδράσουν σε αυτές τις άδικες πρακτικές.''
Πάντως ο Ταγίπ Ερντογάν έχει κάθε λόγο να είναι δυσαρεστημένος με τον όμιλο Ντογάν. Τον τελευταίο καιρό, οι εφημερίδες του προβάλλουν επανειλημμένα αποκαλύψεις για οικονομικά σκάνδαλα συγγενών κυβερνητικών στελεχών, ακόμη και της οικογένειας του ίδιου του Ταγίπ Ερντογάν. Εν μέσω μιας κρίσιμης προεκλογικής εκστρατείας για τις δημοτικές εκλογές του Μαρτίου, και με, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, μια σοβαρή οικονομική κρίση προ των πυλών στην Τουρκία, η κυβέρνηση υπολογίζει και την τελευταία ψήφο ενός ανήσυχου εκλογικού σώματος.