Γερμανία εναντίον Lehman,Citigroup:
Ο Richard Fuld, ο τελευταίος Γενικός Διευθυντής της Lehman Brothers, κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στο παγκόσμιο οικονομικό συνέδριο του Davos αρχές του 2007, περιέγραψε τις αιτίες μία πιθανής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με τα παρακάτω λόγια: «Το πρόβλημα είναι η (αρρωστημένη) κτηματαγορά των Η.Π.Α., οι υπερβολές στην χρηματοδότηση των (απίστευτων) χρεών και η διαρκώς αυξανόμενη τιμή του πετρελαίου». Προφανώς με τη λέξη «χρέη» δεν εννοούσε μόνο τον ιδιωτικό, αλλά κα το δημόσιο τομέα της χώρας του.
Ο στόχος ζωής του Fuld, η «αποστολή» του (mission) καλύτερα, όπως και αυτή της Lehman Brothers, ήταν ανέκαθεν να ξεπεράσει τη Goldman Sachs, την οποία διεύθυνε ο μετέπειτα Υπουργός Οικονομικών των Η.Π.Α., (ο μεγαλύτερος εχθρός του) και να αναρριχηθεί από την τέταρτη, στην πρώτη θέση. Επειδή ο ανταγωνιστής του (Paulson), εξασφάλιζε το μεγαλύτερο μέρος των ετησίων κερδών της επιχείρησης του (Goldman) μέσω της συμμετοχής της σε άλλες επιχειρήσεις (πιθανόν κάτι αντίστοιχο με την Ελληνική MIG), τόσο με Ίδια, όσο και με ξένα (δανεικά) Κεφάλαια, ο μοναδικός τρόπος για να επιτύχει το στόχο του δεν μπορούσε να είναι άλλος, από το να κάνει το ίδιο. Έτσι, παρά το ότι η Lehman σαν επενδυτική τράπεζα δραστηριοποιόταν στις «εξαγορές και συγχωνεύσεις» για λογαριασμό των πελατών της, οδηγήθηκε από τον ίδιο στις εξαγορές για λογαριασμό της, με δικά της Ίδια και Ξένα κεφάλαια.
Έτσι δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με το Spiegel, οι παρακάτω επί μέρους Lehman-δραστηριότητες:
α) Lehman τραπεζική, με υπόλοιπο δανείων προς πελάτες κατά την ημέρα της χρεοκοπίας της ύψους 41,4 δις $
β) Lehman επενδυτική (private Equity) με συμμετοχές ύψους 12 δις $ σε 1.409 επιχειρήσεις
γ) Lehman Real estate με επενδύσεις σε κτίρια ύψους 42,9 δις $
δ) Lehman Lifestyle με ένα ελικόπτερο και 12 ιδιωτικά αεροσκάφη, εκ των οποίων το ένα Boeing 767, καθώς επίσης μία συλλογή από έργα τέχνης αξίας 30 εκ. $ και τέλος, το σημαντικότερο,
ε) Lehman Derivates, με 900.000 συμβόλαια παραγώγων σε όλο τον κόσμο, συνδεδεμένα (δομημένα) μεταξύ τους και ασφαλισμένα το ένα από το άλλο, αδιευκρίνιστου ακόμη ύψους.
Για την κατανόηση του τελευταίου (ε) μεγέθους, θεωρούμε σκόπιμο να αναφέρουμε ότι η Bear Stearns, η πέμπτη επενδυτική τράπεζα των Η.Π.Α. που χρεοκόπησε πρώτη (σώθηκε από το κράτος με ένα δάνειο ύψους 29 δις $ και «πουλήθηκε» στην J. P. Morgan Chase), είχε επενδύσει (leverage) 13 τρις $ σε παράγωγα, δανειζόμενη γα κάθε δικό της δολάριο (Ίδια Κεφάλαια) 35 ξένα και επενδύοντας το συνολικό ποσόν (1+35) πολλαπλές φορές σε παράγωγα (ίσως, για παράδειγμα, 36 $ επί 50 = 1.800 $ αξία «αγορών» από το 1 $ δικό της).
Δηλαδή με 1 δικό της δολάριο κατείχε προϊόντα τιμής αγοράς 1.800 $ (το νούμερο είναι φανταστικό), οπότε καταλαβαίνει κανείς το τεράστιο ύψος των επενδύσεων της και τη μηδαμινή σχέση του με τα πραγματικά δικά της κεφάλαια (κατά παράβαση βέβαια του νόμου που ισχύει στις Η.Π.Α.). Έτσι φυσικά μπορεί να κερδίσει κανείς πολλά δις σε περιόδους ανάπτυξης με ελάχιστα δικά του κεφάλαια, ταυτόχρονα όμως να χάσει πολύ περισσότερα δις σε περιόδους ύφεσης (η προς τα πάνω σχέση δεν είναι ανάλογη με την προς τα κάτω!). Ας ελπίσουμε ότι καμία Ελληνική τράπεζα δεν ακολούθησε τον ίδιο ή παρεμφερή δρόμο.
Μόλις το Φθινόπωρο του 2007 και παρά το ότι ήταν αναμενόμενη από όλους (σίγουρα και από τον κ. Greenspan) η επερχόμενη μεγάλη οικονομική κρίση, η Lehman εξαγόρασε, μαζί με έναν άλλο επενδυτή, την τεράστια εταιρεία real estate “Archstone-Smith” έναντι 22 δις $, αν και της ήταν προφανώς γνωστός ο προβληματισμός της αδυναμίας ρευστοποίησης παγίων, στην περίπτωση που θα της ήταν απαραίτητα (παγίδα ρευστότητας), καθώς επίσης η μειωμένη δυνατότητα δανεισμού με εγγύηση ακίνητα, με δεδομένη τότε την κρίση των ενυπόθηκων δανείων.
H λύση που βρήκε τότε η Lehman για να εξασφαλίσει ξένα κεφάλαια και να ξεφύγει από την παγίδα ρευστότητας που είχε πέσει, ήταν αρκετά απλή, ενώ εφαρμοζόταν ήδη με επιτυχία και από άλλες τράπεζες: δημιούργησε πιστοποιητικά (certificate), τα οποία πούλησε σε επενδυτές, εισπράττοντας πάρα πολλά χρήματα. Αυτού του είδους τα «πιστοποιητικά» αντιμετωπίζονταν πολύ θετικά από τους αγοραστές τους, αφού ο πελάτης αγοράζει έναν «τίτλο», στον οποίο η τράπεζα έχει συμπεριλάβει (παράδειγμα) μετοχές της Siemens, της Novartis και της Mercedes, οπότε δεν πιστεύει σε καμία περίπτωση ότι διατρέχει κάποιον κίνδυνο, επενδύοντας σε τόσο μεγάλες εταιρείες.
Βέβαια, οι πιθανότητες κερδοφορίας αυτών των «δομημένων τίτλων» ήταν εντελώς αόριστες, αφού ήταν συνδεδεμένες με περίεργες προϋποθέσεις (για παράδειγμα, εάν η τιμή διαπραγμάτευσης κάποιας από τις συνδεδεμένες μεταξύ τους μετοχές έπεφτε κάτω από ένα όριο, τότε η απόδοση-κέρδος μηδενιζόταν αυτόματα για ολόκληρο το δομημένο προϊόν – ένα «στοίχημα» λοιπόν παρά μία επένδυση). Η προσπάθεια των στελεχών της Lehman δεν ήταν να προσφέρουν κέρδη στους αγοραστές των προϊόντων τους, όπως συνήθως συμβαίνει, αλλά, αντίθετα, να βρίσκουν τρόπους να αποφύγουν την κερδοφορία των τίτλων που εξέδιδαν!! (προφανώς μόνο έτσι δεν θα είχαν το φόβο ότι οι πελάτες θα απέσυραν τα χρήματα τους, θέλοντας να κατοχυρώσουν τα κέρδη τους).
Oι τίτλοι αυτοί ήταν εδικά σχεδιασμένοι από το επιτελείο της τράπεζας για «επενδυτές», οι οποίοι επιθυμούσαν τη σιγουριά του εγγυημένου κεφαλαίου (συνήθως μεγάλης ηλικίας, χωρίς οικονομικές γνώσεις, ευκολόπιστοι) και αδιαφορούσαν για την απόδοση του. Έτσι και αλλιώς τα επιτόκια τότε ήταν μηδαμινά, οπότε ένοιωθαν ότι χωρίς να αναλαμβάνουν κάποιον κίνδυνο, είχαν μία δυνατότητα να κερδίσουν πολύ περισσότερα, από ότι τοκίζοντας απλά τα χρήματα τους (και εδώ ευρίσκεται το μεγάλο «λάθος» από την επίμονη - κατά τη γνώμη μας ανεύθυνη όχι μόνο απέναντι στους καταθέτες - διατήρηση των επιτοκίων σε υπερβολικά χαμηλά επίπεδα). Φυσικά κανείς δεν τους είπε ποτέ ότι, στην περίπτωση πτώχευσης του εκδότη, θα έχαναν το «εγγυημένο» κεφάλαιο τους (αν και φυσικά αναφερόταν με μικρά γράμματα στα συμβόλαια). Εκτός αυτού, κανένας δεν πίστευε ότι μία τόσο μεγάλη αμερικανική τράπεζα θα μπορούσε ποτέ να χρεοκοπήσει.
Στην πραγματικότητα λοιπόν, ο αγοραστής αυτών των «πιστοποιητικών» δάνειζε τη Lehman και μάλιστα άτοκα, έχοντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο να χάσει όλα τα χρήματα του, σε περίπτωση χρεοκοπίας της εταιρείας. Η Lehman από την άλλη πλευρά, δεν ήταν μόνο η οφειλέτης εταιρεία εκδίδοντας αυτά τα προϊόντα, αλλά ήταν ταυτόχρονα και ο εγγυητής για τον πιστωτικό τους κίνδυνο! Ειδικά όσον αφορά το γερμανόφωνο χώρο, ο οποίος θεωρείται αρκετά συντηρητικός, η Lehman είχε δημιουργήσει μέσω μίας θυγατρικής της στην Ολλανδία 170 ειδικά «πιστοποιητικά», αξίας περίπου 300 δις $ (ποσό υψηλότερο από το ΑΕΠ της χώρας μας). Τα προϊόντα αυτά, πάντα σύμφωνα με το Spiegel, είχαν ονόματα όπως «Airbag Outperformance», «Step-Up Express» και διάφορα άλλα, με εικόνες δασών, χιονισμένων τοπίων κλπ. (marketing made in USA)
Ο κυριότερος διακινητής αυτών των «πιστοποιητικών» ήταν η Citibank, η οποία τα πουλούσε έναντι προμηθείας. Πουλούσαν επίσης και οι άλλες γερμανικές τράπεζες, τα στελέχη των οποίων εάν έπειθαν κάποιον πελάτη που είχε τα χρήματα του σε βιβλιάριο να τα επενδύσει, εισέπρατταν προμήθειες μεταξύ 2,5% και 5,5% επί του επενδυμένου κεφαλαίου (!!). Όσο πιο επικίνδυνα ήταν τα «πιστοποιητικά» (υψηλού ρίσκου), τόσο μεγαλύτερες ήταν οι προμήθειες των τραπεζών (περί τα 15.000 € μηνιαία ανά τραπεζικό υποκατάστημα, σε περίπου 500.000 € «επενδύσεις» των πελατών του). Η Γερμανία ήταν προφανώς ο κύρος στόχος της «κερδοσκοπίας» αυτής, αφού τέτοιου είδους «πιστοποιητικά» επιτρέπονται από τη γερμανική νομοθεσία, σε αντίθεση με τη Γαλλία ή τις Η.Π.Α., όπου είναι απαγορευμένα (τι πουλιόνταν στη χώρα μας αλήθεια και κατά πόσον επιτρεπόταν από τη δική μας νομοθεσία; Ποια θεσμικά μέτρα λαμβάνονται για το μέλλον;).
Σημαντικό στοιχείο είναι αναμφίβολα το ότι η μητρική της Citibank, η οποία προφανώς γνώριζε το πρόβλημα της Lehman και παρ’ όλα αυτά συνέχιζε να πουλάει τα προϊόντα αυτά, είναι ο μεγαλύτερος ατομικός μέτοχος της Lehman Brothers, αφού κατέχει 4,5% του μετοχικού της κεφαλαίου! Ταυτόχρονα και σύμφωνα με την πτωχευτική αναφορά, η Citigroup διαχειριζόταν για λογαριασμό των πελατών της 138 δις $ μη εγγυημένες απαιτήσεις εναντίον της Lehman (κατά κάποιον τρόπο δάνεια που είχαν δοθεί στη Lehman από τους πελάτες της).
Ένα επίσης σημαντικό γεγονός είναι το ότι η αλόγιστη πιστωτική επέκταση της Lehman (αλλά και πολλών άλλων τραπεζών) στηρίχθηκε κυρίως στην εξασφάλιση του ρίσκου που ανελάμβανε, μέσω των γνωστών μας CDS (βλέπε άρθρο μας). Ένας από τους συνεργάτες της, ένας δηλαδή ο οποίος ανελάμβανε πολλούς πιστωτικούς κινδύνους της Lehman ασφαλίζοντας τους, είναι η γνωστή ασφαλιστική εταιρεία AIG. Το πρόβλημα είναι, όπως αποδείχθηκε πλέον, ότι η AIG δεν διέθετε τόσα χρήματα, για να ασφαλίζει πραγματικά τις πιστώσεις που δεν θα πληρώνονταν πίσω.Απλά για μία κάπως ολοκληρωμένη πληροφόρηση, η χρεοκοπία της Lehman θεωρείται από πολλούς σαν το μεγαλύτερο λάθος του αιώνα, εκ μέρους της κυβέρνησης των Η.Π.Α. Η τράπεζα θα μπορούσε να είχε διασωθεί «μόνο» με 10 δις $ (σημειωτέον ότι ο γνωστός Warren Buffet ήθελε να επενδύσει στην τράπεζα, μετά την ανακοίνωση των πρώτων ζημιών της και την «επίθεση» που δέχτηκε από την ανοιχτή πώληση μετοχών της εκ μέρους του David Einhorn, αλλά ο Fuld απέρριψε την πρόταση του, όπως και αντίστοιχες άλλων τραπεζών), σε συνδυασμό με 70 δις $ εγγυήσεις εκ μέρους του αμερικανικού δημοσίου, αφού είχε εκδηλωθεί ενδιαφέρον (λίγο πριν πτωχεύσει) για την εξαγορά της από τη βρετανική Barclays. ‘Όμως, η αμερικανική κυβέρνηση δεν συμφώνησε, κάτι που έχει θεωρηθεί σαν το αποτέλεσμα της έχθρας του τότε Υπουργού Οικονομικών και πρώην διευθυντή της Goldman Sachs, του κ. Henry Paulson, με το διευθυντή της Lehman, τον κ. Richard Fuld.
Φυσικά αυτό ενδεχομένως να είναι μόνο «παραπέτασμα καπνού» για τις χώρες που ζημιώθηκαν από την τράπεζα και τις Η.Π.Α., οι οποίες πιθανότατα μετέφεραν (διέσπειραν) ηθελημένα το πρόβλημα τους παγκοσμίως, με απώτερο ίσως στόχο να το λύσουν επιβαρύνοντας ισόποσα όλους τους υπόλοιπους «συνεργάτες» τους. Ας σημειωθεί εδώ ότι, στις Η.Π.Α. η Lehman δεν διέθετε κανενός είδους προϊόντα σε ιδιώτες (ήταν η πλέον διεθνής όλων των αμερικανικών επενδυτικών τραπεζών, αφού το 50% των συνολικών δραστηριοτήτων της ήταν εκτός Η.Π.Α.), οπότε η χρεοκοπία της δεν αποτελούσε πρόβλημα για την πολιτική (και για τους πολιτικούς) της χώρας.
Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία φαίνεται ότι θεωρεί πως δέχθηκε πολεμική επίθεση με οικονομικά εργαλεία, παρομοιάζοντας την με την κήρυξη του Πρώτου Παγκοσμίου Οικονομικού Πολέμου. Σύμφωνα με τη Deutsche Bank, η πτώχευση της Lehman αποτελεί ένα «συστημικό κίνδυνο», όπου «συστημικός» θεωρείται ένας κίνδυνος που αναπτύσσεται μέσα σε ένα σύστημα από το ίδιο και στη συνέχεια το απειλεί.
Ο γερμανός ιδιωτικός αστυνομικός Broeker, ο οποίος ανέλαβε την έρευνα της υπόθεσης «Lehman» σε συνεργασία με εξειδικευμένους δικηγόρους και άλλους ιδιωτικούς αστυνομικούς (40.000 Γερμανοί ιδιώτες έχουν χάσει τα χρήματα τους), διατυπώνει την εξής ερώτηση:
«Μήπως η Lehman είχε στοχεύσει συνειδητά τις αποταμιεύσεις (κλοπή) των Γερμανών, για να εξισορροπήσει (να σβήσει) τις ζημίες της στις Η.Π.Α.; Μήπως ήταν τόσο δραστήρια η Citibank, σε σχέση με την πώληση των τίτλων της Lehman, επειδή η μητρική της εταιρεία στις Η.Π.Α., η Citigroup, σαν ο μεγαλύτερος ατομικός μέτοχος της Lehman, γνώριζε επακριβώς την κατάσταση της και φοβόταν μήπως χάσει τα κεφάλαια που είχε επενδύσει σ’ αυτήν; Μήπως οι αποταμιεύσεις των Γερμανών αποτελούσαν την τελευταία σανίδα σωτηρίας της χρεοκοπημένης τράπεζας και του μεγαλομετόχου της; Ή μήπως είναι απλή σύμπτωση το γεγονός ότι, τόσο η Citibank, όσο και η Lehman «απέσυραν» τους τελευταίους μήνες πριν τη χρεοκοπία τόσα πολλά χρήματα από τη Γερμανία;»
Ο ίδιος αστυνομικός έχει καταθέσει στις 12.02.09 μήνυση εναντίον της ολλανδικής θυγατρικής της ελεγκτικής εταιρείας Ernst & Young, η οποία υπέγραφε τις λογιστικές καταστάσεις και όλα τα υπόλοιπα (συν το Risk Management Policy) της θυγατρικής της Lehman στην Ολλανδία (η οποία πουλούσε τα προϊόντα Lehman μέσω κυρίως της Citibank στη Γερμανία), επ’ ονόματι της ένωσης των επενδυτών-Lehman που έχει δημιουργηθεί στη Γερμανία (διαθέτει ιστοσελίδα κ.α.π.). Κατά τον ίδιο, η ελεγκτική εταιρεία όφειλε να γνωρίζει ότι μέσω των συγκεκριμένων «πιστοποιητικών» που εξέδιδε και πουλούσε η Lehman, είχε σκοπό μόνο να χρηματοδοτήσει τα χρέη της και δεν είχε καμία πρόθεση να τα επιστρέψει ποτέ στους Γερμανούς δανειστές της που την εμπιστεύτηκαν, χωρίς βέβαια να γνωρίζουν ότι απλά τη δάνειζαν. Η Ernst & Young γνώριζε, λέει ο αστυνομικός, ότι επρόκειτο για ένα γιγαντιαίο «σύστημα χιονοστιβάδας», με στόχο προφανώς την κλοπή των Γερμανών πολιτών.
Επειδή οι γερμανικές και λοιπές τράπεζες που πουλούσαν αυτά τα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένης της Citibank δεν πληροφορούσαν τους πελάτες τους ούτε για τους κινδύνους (εκτός από τα μικρά γράμματα κάτω), αλλά ούτε και για τις προμήθειες που εισέπρατταν, είναι υπό έρευνα τόσο οι ποινικές, όσο και οι συμβατικές ευθύνες τους απέναντι στους ζημιωμένους Lehman-επενδυτές. Φυσικά το ίδιο ισχύει και για την Ernst & Young, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Broeker, ενώ διερευνώνται και οι ευθύνες του Γερμανικού Δημοσίου, με βάση το Σύνταγμα (επειδή το κράτος προσέφερε βοήθεια στις ζημιωθείσες τράπεζες και όχι στους ιδιώτες).
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου