ΑΡΧΕΙΟ ΑΝΑΡΤΗΣΕΩΝ ΤΟΥ MACEDOINE BLOG

alpha.georg@googlemail.com

alpha.georg@googlemail.com
HOLA DOLOR ( ES ) ..:-P

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Και τώρα η τρομοκρατία … κλίμακος (μετά την “διάλυση” της προηγούμενης)


Από Factorx | Τετ. 28 Οκτ 2009, 23:10 στην/στις κατηγορίες Επισημαίνουμε.

kalasnikofguns

Αν οι περιστάσεις δεν ήταν ανησυχητικές και αν δεν υπήρχαν τα ανθρώπινα θύματα θα γελούσαμε πολύ με τις ανοησίες που διαβάζουμε στο αστυνομικό ρεπορτάζ και τους τίτλους των εφημερίδων

Διαβάζουμε γι παράδειγμα ότι «για πρώτη φορά ι αστυνομικοί έχουν επιπλέον στοιχεία μετά από τρομοκρατικό χτύπημα». Από πού το έχουν ; «Οι δράστες εγκατέλειψαν τα μέσα διαφυγής τους και συγκεκριμένα τρεις μοτοσικλέτες που βρέθηκαν σε χωράφι κοντά στο Χαλάνδρι με τα φώτα αναμμένα και τα κλειδιά στη μηχανή, δείγμα βιασύνης σύμφωνα με την αντιτρομοκρατικήΣύμφωνα με ανώτατους αξιωματικούς, το χτύπημα είχε σχεδιασθεί εδώ και πολύ καιρό, όμως επισπεύσθηκε μετά την προχθεσινή επικήρυξη των “ληστών με τα μαύρα».

Τι θέλει να πει ο ποιητής; Ότι βιάστηκαν τάχα οι τρομοκράτες και έτσι οι Πουαρώ της Αλεξάνδρας θα τους ανακαλύψουν σύντομα. Όπως και τους παλιούς…σε καμιά εικοσαετία.

Το ίδιο αστείοι είναι και οι τίτλοι των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ. Οι οποίοι προσπαθούν να κρύψουν το βασικό συμπέρασμα: Ότι μιλάμε πλέον για τρομοκρατία … κλίμακος.

Πόσοι έλαβαν μέρος στην χθεσινή επίθεση. Τρεις μοτοσικλέτες Χ 2 επιβάτες = 6. Οι οποίοι στη συνέχεια διέφυγαν με δυο αυτοκίνητα Χ 2 (οδηγός-συνοδηγός= 4. 6+4 = 10.

Όλοι αυτοί πάνε το πρωί στις δουλειές τους, μέχρι την επομένη φορά που θα καβαλήσουν μια μηχανή και θ΄ αρχίσουν να ρίχνουν με το καλάσνικοφ; Όχι φυσικά. Η λογική λέει ότι είναι παράνομοι. Που ζουν; Πως πληρώνουν το νοίκι; Πως τρώνε, καπνίζουν κλπ;

Μιλάμε λοιπόν για σοβαρό μηχανισμό και όλα τα άλλα είναι φύκια και μεταξωτές κορδέλες.

Αυτός ο μηχανισμός δεν έχει καθοδηγητή; Είναι αυτοδημιούργητος; Οι απαντήσεις δικές σας. Αλλά όποιος μας πει ότι «είναι προϊόν του αυθόρμητου κινήματος» να έλθει να τον βαλσαμώσουμε για να μην χαθεί τέτοιο μυαλό.

Πρέπει να είναι κανείς ανιστόρητος για να μην κατανοεί ότι το φαινόμενο της τρομοκρατίας δεν εξαφανίζεται από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν υπήρξε ούτε μια χώρα της Ευρώπης που, μετά την εξάρθρωση των σημαντικότερων οργανώσεων, να μην εμφανίστηκαν άλλοι «συνεχιστές» τους. Πρέπει επίσης να είναι κανείς πολιτικά αδαής για να πιστέψει όσα λέγονταν για λαϊκή κατανάλωση ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων, ότι δηλαδή με τη διάλυση πυρήνων της 17 Νοέμβρη και κάποιες δίκες «έκλεισε δια παντός το κεφάλαιο τρομοκρατία» στην Ελλάδα.

Οι νταβατζήδες, έστειλαν τους μπράβους τους να γαζώσουν τους αστυνομικούς

















Ενας μικρός στρατός δολοφόνων, οι οποίοι ζουν παρασιτικά πουλώντας προστασία στο χώρο της νύχτας, ναρκωτικά, και "συμβόλαια", βρίσκεται στη δούλεψη των σεσημασμένων επιχειρηματιών της διαπλοκής, οι οποίοι δεκαετίες τώρα κρατάνε τη χώρα σε ομηρία.

Το γεγονός, οτι επώνυμοι Ελληνες επιχειρηματίες, διατηρούν στρατό απο δολοφόνους -μπράβους, μπορούν να το επιβεβαιώσουν πολλοί δικηγόροι ποινικών, οι οποίοι κινούνται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Τον υπόκοσμο και τον ανώκοσμο.

Με την ίδια ευκολία που ένας μεγαλοεπιχειρηματίας συναντά έναν υπουργό, συνομιλεί αμέσως μετά, με τον επικεφαλής της συμμορίας που τον προστατεύει, ο οποίος δεν είναι παρά ένας ποινικός, που αντί να βρίσκεται στον Κορυδαλλό, εξαγοράζει την ελευθερία του υπηρετώντας το επώνυμο αφεντικό του.

Τα τελευταία χρόνια, τέτοιου είδους μπράβοι με την κάλυψη του εργοδότη τους, διοργανώνουν απαγωγές, βάζουν βόμβες σε μαγαζιά της νύχτας και σε μάντρες αυτοκινήτων και πάει λέγοντας.

Το πόσο ανάδελφοι είναι μεγαλόσχημοι επιχειρηματίες της χώρας, με τον υπόκοσμο, αποκαλύφθηκε στην υπόθεση της απαγωγής του εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλου.

Ολοι οι σεσημασμένοι νταβατζήδες, διατηρούν τέτοιου είδους στρατούς.
Μια διμοιρία, μέρος ενός τέτοιου στρατού απο εγκληματίες του κοινού ποινικού Δικαίου-αναμεσά τους και αλλοδαποί-γάζωσαν τους αστυνομικούς στο Α.Τ της Αγίας Παρασκευής.

Ο λόγος προφανής: Οι σεσημασμένοι νταβατζήδες της χώρας θέλησαν να στείλουν αιματηρό μήνυμα στη κυβέρνηση Παπανδρέου και στον πρωθυπουργό προσωπικά.
29-10-2009 5:43 μμ
κουρδιστό πορτοκάλι
Οι νταβατζήδες, έστειλαν τους μπράβους τους να γαζώσουν τους αστυνομικούς!

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

ΚΑΤΙ ΒΡΩΜΑΕΙ

ΣΕ ΕΦΕΤΗ ΑΝΑΚΡΙΤΗ ΠΕΡΝΑΕΙ Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΩΝ ΣΥΛΗΦΘΕΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΥΡΗΝΩΝ ΦΩΤΙΑΣ...ΚΑΤΙ ΜΑΣ ΒΡΩΜΑΕΙ ΣΤΟ ΟΛΟ ΣΚΗΝΙΚΟ...
Δευτέρα, Οκτώβριος 26, 2009, posted by ΠΡΕΖΑ TV at 1:46 μμ
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες, με σημερινό έγγραφό του προς τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Φώτιο Μακρή, ζήτησε τη σύγκληση της ολομέλειας του Εφετείου προκειμένου να τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 29 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και να ανατεθεί σε εφέτη-ανακριτή η υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιον της ανακρίτριας του 32ου Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και αφορά τη συγκρότηση τρομοκρατικής οργάνωσης.
Η υπόθεση αφορά τη φερόμενη συμμετοχή στην οργάνωση "Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς" τεσσάρων νεαρών ατόμων που συνελήφθησαν πρόσφατα σε κατοικία στο Χαλάνδρι Αττικής.

Για συμμετοχή στη "Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς" κατηγορούνται οι Παναγιώτης Μασούρας του Ανδρέα, Χαρίλαος Χατζημιχελάκης του Στυλιανού, Εμμανουήλ Γιόσπας του Δημητρίου και Μυρτώ Παντέλογλου του Μιχαήλ. Όλοι είναι προφυλακισμένοι, εκτός από τη Μυρτώ Παντέλογλου, η οποία έχει αφεθεί ελεύθερη με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα και της υποχρεωτικής παρουσίας δύο φορές το μήνα στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής όπου διαμένει.

Ο Ιωάννης Τέντες ζήτησε τη σύγκληση της Ολομέλειας Εφετών, όπως αναφέρει σε σημερινή ανακοίνωσή του, καθώς θεωρεί ότι "η εξαιρετική φύση και η σοβαρότητα της υπόθεσης, που έχει ευλόγως ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη, επιβάλλει τη διεξαγωγή της ανάκρισης από εφέτη-ανακριτή, ήτοι από έμπειρο και ανωτέρου βαθμού δικαστικό λειτουργό".

ΑΦΟΥ ΟΙ ΠΥΡΗΝΕΣ ΦΩΤΙΑΣ ΕΧΟΥΝ ΑΝΑΛΑΒΕΙ ΚΙ'ΑΛΛΑ ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ...ΣΥΝΕΠΩΣ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΣΥΛΛΗΦΘΕΙ...ΜΕ ΠΟΙΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΘΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΟΥΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΤΩΡΑ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΝΤΑΙ;;;
Η ΥΠΟΘΕΣΗ ΒΡΩΜΑΕΙ ΑΣΧΗΜΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΝΟΜΙΖΟΥΜΕ ΠΩΣ ΘΑ ΑΠΟΔΟΘΕΙ ΤΕΛΙΚΑ ΔΙΚΑΙΟΣΎΝΗ,ΚΑΘΩΣ ΟΠΩΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΑΝΕ ΝΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΟΥΝ ΑΘΩΟΥΣ...

ΠΡΕΖΑ TV



Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες ζήτησε τη σύγκληση της ολομέλειας του Εφετείου προκειμένου να ανατεθεί σε εφέτη - ανακριτή η υπόθεση που αφορά τη φερόμενη συμμετοχή στην οργάνωση «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς» τεσσάρων νεαρών ατόμων που συνελήφθησαν πρόσφατα σε κατοικία στο Χαλάνδρι Αττικής.

Η εν λόγω υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον της ανακρίτριας του 32ου Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών και αφορά τη συγκρότηση τρομοκρατικής οργάνωσης. Το αίτημα του Ι. Τέντε εστάλη με έγγραφό του προς τον προϊστάμενο της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Φώτιο Μακρή.

Εξάλλου, ο Ιωάννης Τέντες ζήτησε τη σύγκληση της Ολομέλειας Εφετών, όπως αναφέρει σε σημερινή ανακοίνωσή του, καθώς θεωρεί ότι "η εξαιρετική φύση και η σοβαρότητα της υπόθεσης, που έχει ευλόγως ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη, επιβάλλει τη διεξαγωγή της ανάκρισης από εφέτη - ανακριτή, ήτοι από έμπειρο και ανωτέρου βαθμού δικαστικό λειτουργό".
Ηλεκτρονική Έκδοση
enet.gr, 13:46 Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Εάλω η ευρωπαϊκή ασφάλεια...

Πανευρωπαϊκό σκάνδαλο


ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕΙ ΑΚΟΜΑ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ ΣΕΝΓΚΕΝ ΙΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΖΑ


Η αδυναμία λειτουργίας των δύο αυτών, σημαντικών για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, συστημάτων, λαμβάνει ήδη τις διαστάσεις πανευρωπαϊκού σκανδάλου, δεδομένου ότι, όπως ρητά αναφέρεται στο ψήφισμα, την υποχρέωση ανάπτυξης και των δύο συστημάτων ασφαλείας ανέλαβε ο ίδιος ανάδοχος, ενώ, όπως υπογραμμίζεται, δεν έχει γίνει γνωστό αν «έχουν επιβληθεί κυρώσεις στον ανάδοχο για τις καθυστερήσεις και τα τεχνικά σφάλματα που οδήγησαν στην αποτυχία των προηγούμενων δοκιμών και, εάν ναι, σε τι ύψος ανήλθαν αυτές οι κυρώσεις».

Με το ψήφισμα ζητείται από το Συμβούλιο και την Επιτροπή «να δώσουν βάσιμους λόγους επί των οποίων στηρίζουν την εμπιστοσύνη τους στον ανάδοχο και στην ικανότητά του να συνεχίσει επιτυχώς και χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις την ανάπτυξη των συστημάτων VIS και SIS ΙΙ», προκειμένου «να ενισχυθεί η ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών και να υπάρχουν εχέγγυα για αποτελεσματικούς ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα, με παράλληλη διασφάλιση της ολοκλήρωσης και συνοχής του κεκτημένου Σένγκεν».

Εκτός λειτουργίας βρίσκονται τα συστήματα πληροφόρησης Σένγκεν ΙΙ (SIS ΙΙ) και Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα να τίθεται εν κινδύνω η ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών και να μην υπάρχουν εχέγγυα για αποτελεσματικούς ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε.

Η αδυναμία λειτουργίας των δύο σημαντικών για την ασφάλεια συστημάτων λαμβάνει ήδη διαστάσεις πανευρωπαϊκού σκανδάλου, με Κομισιόν και Συμβούλιο να αγνοούν ακόμη κι αν έχουν επιβληθεί, και τι ύψους, κυρώσεις στον... ανάδοχο (φωτ. Reuters) Η αδυναμία λειτουργίας των δύο σημαντικών για την ασφάλεια συστημάτων λαμβάνει ήδη διαστάσεις πανευρωπαϊκού σκανδάλου, με Κομισιόν και Συμβούλιο να αγνοούν ακόμη κι αν έχουν επιβληθεί, και τι ύψους, κυρώσεις στον... ανάδοχο (φωτ. Reuters) Η συνταρακτική αυτή αποκάλυψη περιλαμβάνεται σε Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, που υιοθετήθηκε λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 22 Οκτωβρίου 2009 από την Ολομέλεια και στο οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, «ομολογείται» ότι:

* Παρ' όλο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε εντολή για την ανάπτυξη της δεύτερης γενιάς του Συστήματος Πληροφόρησης Σένγκεν (SIS), το οποίο θα έπρεπε να τεθεί σε ισχύ τον Μάρτιο 2007, το νέο σύστημα δεν έχει λειτουργήσει μέχρι σήμερα, δημιουργώντας αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα του σχεδίου.

* Πολλές χώρες-μέλη της Ε.Ε., περιλαμβανομένων της Ιρλανδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Κύπρου, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και του Λιχτενστάιν, δεν θα ενσωματωθούν στο σύστημα SIS ΙΙ μέχρι να αποκατασταθεί η λειτουργία του.

* Η τρέχουσα πρόβλεψη είναι ότι το SIS ΙΙ δεν θα μπορέσει να λειτουργήσει πριν από το τελευταίο τρίμηνο του 2011, ενώ προηγουμένως θα πρέπει να διενεργηθούν δύο τεχνικές δοκιμές (αποκαλούμενες δοκιμές ορόσημα), η πρώτη στο τέλος του 2009 και η δεύτερη το καλοκαίρι του 2010.

* Και το σύστημα πληροφοριών για τις θεωρήσεις (VIS) καθυστερεί, δεδομένου ότι η ημερομηνία ανάπτυξής του -τέλη του 2009- δεν θα τηρηθεί και η έναρξη λειτουργίας ενδέχεται να καθυστερήσει και πέραν του Σεπτεμβρίου 2010, λόγω ορισμένων προβλημάτων στην κατάρτιση του κεντρικού VIS από την Επιτροπή.

Έντυπη Έκδοση

Ε.Ε.: Βάζουν την Τουρκία στο Αιγαίο μέσω Frontex

Συνεταίρο, στις κοινές, ευρωπαϊκές, εναέριες και θαλάσσιες επιχειρήσεις της Frontex στο Αιγαίο επιδιώκουν να κάνουν την Τουρκία οι Ευρωπαίοι.

Είναι γνωστό πως οι Αρχές της γείτονος χώρας έχουν να επιδείξουν πλήθος παρενοχλήσεων στα κοινοτικά αεροσκάφη ελέγχου της λαθρομετανάστευσης και μάλιστα τη στιγμή που η Τουρκία δεν αποτελεί πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης με την ενταξιακή της πορεία να κρίνεται το Δεκέμβριο.

Η αποκάλυψη ότι θεσμικά όργανα της Ε.Ε. βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις με την Τουρκία για τη σύναψη μιας συμφωνίας, στην οποία θα περιλαμβάνεται και η δυνατότητα των τουρκικών αρχών να συμμετέχουν στις κοινές επιχειρήσεις της Frontex, έγινε το περασμένο Σάββατο από την εκπρόσωπο της σουηδικής προεδρίας κυρία Μάλμστρομ, στο πλαίσιο απάντησής της σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Νίκου Χουντή.

Στην ερώτησή του ο Ελληνας ευρωβουλευτής αναφερόταν σε έξι περιστατικά παρενόχλησης εναέριων μέσων και ιδιαίτερα στο επεισόδιο στο Φαρμακονήσι, σε βάρος ελικοπτέρου της Frontex με δύο Λετονούς πιλότους, και ζητούσε από το Συμβούλιο της Ε.Ε. να σχολιάσει το περιστατικό και να λάβει μέτρα απέναντι στην Τουρκία.

Αντί όμως της παράθεσης των μέτρων που λογικά θα έπρεπε η Ε.Ε. να πάρει έναντι της Τουρκίας, η ασκούσα χρέη προέδρου της σουηδικής προεδρίας στην Ε.Ε. αποκάλυψε ότι «...συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις με την τουρκική πλευρά για τη σύναψη μιας ενδεχόμενης συμφωνίας μεταξύ Ε.Ε. και Τουρκίας, που θα καλύπτει την ανταλλαγή πληροφοριών αλλά και τη δυνατότητα των τουρκικών αρχών να συμμετέχουν στις κοινές επιχειρήσεις της Frontex». *

ΚΥΠΡΙΑΚΑ ΠΟΥΛΗΤΑΡΙΑ

Σοβαρή κρίση πέρασαν οι ρωσοκυπριακές σχέσεις στα τέλη του 2007, λίγο πριν από την απώλεια της εξουσίας από τον Τάσσο Παπαδόπουλο, λόγω κατασκοπίας υπέρ του Ισραήλ.

Αντιαεροπορική ραντάρ TOR-Μ1 που είχε διατεθεί στην Κύπρο Αντιαεροπορική ραντάρ TOR-Μ1 που είχε διατεθεί στην Κύπρο Οπως αποκάλυψε χθες η εφημερίδα «Πολίτης», η Κύπρος αποπειράθηκε να στείλει στο Ισραήλ, κατόπιν μυστικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών, ένα σύστημα ραντάρ του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος TOR-Μ1. Η Μόσχα πληροφορήθηκε τη συμφωνία και με τελεσίγραφο προς τη Λευκωσία σταμάτησε την εξαγωγή του συστήματος.

Σύμφωνα με την εφημερίδα, που υποστηρίζει ότι οι πληροφορίες που δημοσιεύει είναι διασταυρωμένες και απόλυτα ακριβείς, η κυπριακή ΚΥΠ, έχοντας την έγκριση του τότε προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου, διευθέτησε τον Δεκέμβριο του 2007 τη μεταφορά στο Ισραήλ του ραντάρ του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος TOR-Μ1. Οι Ισραηλινοί ενδιαφέρονταν να αναλύσουν τον τρόπο λειτουργίας του συγκεκριμένου ραντάρ με το οποίο είναι εφοδιασμένα και άλλα ρωσικά αντιαεροπορικά και αντιπυραυλικά συστήματα. Οι Ρώσοι, που ενημερώθηκαν από τις δικές τους υπηρεσίες για τις προθέσεις της κυπριακής πλευράς, παρενέβησαν στο παρά πέντε της μεταφοράς του καμουφλαρισμένου ραντάρ στο λιμάνι της Λεμεσού για να σταλεί ατμοπλοϊκώς στη Χάιφα. Η Μόσχα παρενέβη απευθείας προς στο Προεδρικό Μέγαρο και με εντονότατα διαβήματα προς τον τότε πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο ματαίωσε την αποστολή.

Το ΝΑΤΟ και το Ισραήλ επιζητούσαν επίμονα πληροφορίες για τον τρόπο λειτουργίας του συγκεκριμένου ραντάρ και ειδικά το μηχανισμό εγκλωβισμού του εχθρικού στόχου. Το ενδιαφέρον του Ισραήλ για το συγκεκριμένο οπλικό σύστημα που διαθέτει η Εθνική Φρουρά εδραζόταν στο ότι τέτοια αντιαεροπορικά συστήματα μεσαίου βεληνεκούς, TOR-Μ1, απέκτησε πριν από μερικά χρόνια και το Ιράν.

Το TOR-Μ1 διατέθηκε στην Κύπρο και το πλήρωσε η Ελλάδα, ως αντάλλαγμα για τη μεταφορά των S-300 στην Κρήτη, στις αρχές του 1999.

Σύμφωνα με τις συμβάσεις που υπογράφηκαν τότε, απαγορεύεται ρητώς η εξαγωγή οποιουδήποτε οπλικού συστήματος ρωσικής κατασκευής και προέλευσης σε τρίτη χώρα.

Το όλο θέμα αποσιωπήθηκε, όμως οι σχέσεις μεταξύ Λευκωσίας και Μόσχας τραυματίστηκαν. Η στροφή της Ρωσίας στο Κυπριακό, πέρα από τα κοινά συμφέροντα με την Τουρκία, αποδίδεται και στο στοιχείο της καχυποψίας που εισήλθε στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Μάλιστα, στο ΑΚΕΛ αποδίδουν στο γεγονός αυτό την άρνηση του Πούτιν να δεχθεί τον πρόεδρο Χριστόφια κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη Ρωσία.

Η αποκάλυψη της πληροφορίας που δεν έχει διαψευστεί από καμιά πλευρά συνέπεσε με την επίσκεψη κυπριακής κοινοβουλευτικής αποστολής στη Μόσχα, υπό τον πρόεδρο της Βουλής και πρόεδρο του ΔΗΚΟ, Μάριο Κάρογιαν. Η αποστολή που αναχώρησε το Σάββατο για τη Μόσχα αναμένεται ότι θα έχει συνάντηση και με τον Ρώσο πρωθυπουργό Βλαντιμίρ Πούτιν.

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Ο γείτονάς μου ο Λαπαθιώτης

του Γιώργου Ιωάννου

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης δεν υπήρξε, βέβαια, γείτονάς μου την εποχή που ζούσε. Αυτό έγινε – δηλαδή «έγινε» – πολύ αργότερα, όταν εγώ πήρα των ομματιών μου και εγκαταστάθηκα οριστικά στην Αθήνα και μάλιστα, χωρίς να το καταλάβω, πάνω σ΄ αυτά τα ίδια χώματα με τα ίχνη από τα πατήματα και τα παραπατήματά του.

Θεωρητικά, θα μπορούσαμε να είμαστε στην ίδια γειτονιά επί δεκάξι χρόνια, εφόσον τόσο ήμουν εγώ, όταν αυτός, πενηνταπεντάρης πια, αυτοκτόνησε στις 8 Ιανουαρίου 1944, μέσα σ΄ αυτό το πατρικό του σπίτι της οδού Κουντουριώτου – Κουντουριώτου και Οικονόμου – στα Εξάρχεια, απ΄ όπου περνώ πολλές φορές τη μέρα και πάντοτε τον μνημονεύω. Δεν μπορούσα, λοιπόν, να λείψω από αυτό το δημόσιο σαραντάχρονο μνημόσυνό του.

Φοβούμαι πως αν καθόμασταν από τότε κοντά, θα τον θυμόμουν τώρα μόνο στα τελευταία του, απάνω στη μεγάλη καταρράκωση και τον παρατημό του, γιατί όταν είναι κανένας πολύ μικρός, δεν ξέρει να προσέξει, ενώ όταν είναι έφηβος, ξαφνικά ανακαλύπτει τα πάντα, ιδίως τα παράξενα φαινόμενα, και εύκολα ερεθίζεται η φαντασία του. Θα τον θυμόμουν, λοιπόν, κι εγώ στα τελευταία του, όπως κυρίως τον θυμούνται ακόμη μερικοί σ΄ αυτή τη γειτονιά.

Πάντως, από αυτό το σπίτι, όπου κατοικώ τώρα, της οδού Δεληγιάννη 3, δεν θα ήταν δυνατό να γειτονεύω μαζί του, γιατί τότε βρισκόταν στο χώρο αυτό η ξακουστή ταβέρνα του Γιώργη του Μιχαλάκου του κουλού, απόπου ο Λαπαθιώτης περνούσε συχνά, για να πιει κρασί με την παρέα του ή να δεχτεί κανένα ευγενικό κέρασμα, στα τελευταία του, όταν είχε πια καταπέσει. «Για τον ποιητή!»

Θα υπήρχε, λοιπόν, κάποια άλλη οπτική γωνία, κάποια διαφορετική σχέση και συνάφεια ή μάλλον δεν θα υπήρχε και πάλι τίποτα, μα θα ήταν πάντα, αυτό, που είναι και τώρα : ο Λαπαθιώτης να διαγράφει τα τελευταία στάδια του κύκλου του σ΄ αυτή τη γειτονιά, κι εγώ δεκάξι χρονών έφηβος στη Θεσσαλονίκη, τρομοκρατημένος και τσαλαπατημένος, ζώντας μέσα στον εφιάλτη της Κατοχής και της άλλης καταπίεσης, να διαβάζω ό,τι έβρισκα μπροστά μου από τα κείμενά του, είτε σε παλιούς τόμους του «οικογενειακού» περιοδικού «Μπουκέτο», είτε στα τεύχη του περιοδικού της Εγκυκλοπαίδειας του «Πυρσού». Και βέβαια, όχι μονάχα Λαπαθιώτη, αλλά όλο το σύμπλεγμα.

Μόνον ανίδεοι και ξιππασμένοι μπορούν σήμερα να λένε πως ο Λαπαθιώτης ήταν ένας μέτριος ή και ασήμαντος ποιητής του μεσοπολέμου, κι αυτό γιατί δεν μπορούν να δουν άλλο τίποτε παρά μονάχα τα ποιήματά του, και μάλιστα αυτά τα δημοσιεύσιμα, ενώ ο Λαπαθιώτης ήταν ένας δυνατός αισθησιακός ποιητής και προπαντός μια πνευματική προσωπικότητα. Η ποίηση του Λαπαθιώτη βρίσκεται στα ανέκδοτα τολμηρά ποιήματά του.

Τον Λαπαθιώτη, λοιπόν, τον είχα προσέξει ως όνομα και ως ποιητή προτού αυτοκτονήσει, διαβάζοντας τα ποιήματα της χρυσής του εποχής, της γύρω από το τριάντα, τον καιρό που αυτός πέθαινε. Και σίγουρα γι΄ αυτό η είδηση της «ξαφνικής» αυτοκτονίας του μού έκανε εντύπωση, αναφερόταν σε ποιητή που με είχε συγκινήσει. Και λίγο αργότερα γι΄ αυτό ακριβώς καταλάβαινα πολύ καλά όλες τις νύξεις και τους υπαινιγμούς, που γίνονταν μέσα στη χριστιανική κίνηση, όπου είχα καταφύγει κι εγώ, επειδή κάτι είχα γευτεί από την «ολέθρια» ποίησή του. Φαίνεται ότι μερικοί από κείνους τους νεοχριστιανούς σαγηνεύονταν από το έργο του και μπαίνανε σε πειρασμό σκεπτόμενοι τη ζωή του, γι΄ αυτό και τον ξορκίζανε έτσι. Αλλά δεν πρόκειται εδώ να εξιστορήσω αυτά. Εδώ πρόκειται να ξαναπώ πόσο πιο δυνατή προσωπικότητα από πολλούς άλλους παρόμοιους ήταν ο Λαπαθιώτης, πόση σπουδαία και ξεχωριστή σημασία έχει αυτό και πόσο όλοι αυτοί με τις πανεπιστημιακές μεζούρες στο χέρι δεν μπορούν κάτι τέτοια να τα «πιάσουν». Κάθε τόσο ρίχνουν στη μέση διάφορους ποιητές της εποχής του και της παρέας του, λέγοντας ότι ο Λαπαθιώτης είναι πιο αδύνατος από αυτούς, ανυπόφορα αισθηματικός σε μερικά, ακόμα και σαλιάρης. Ναι, όλοι αυτοί έχουν δίκαιο στα σημεία, αλλά όχι στο σύνολο.

Και εγώ άλλοτε είχα πέσει σ΄ αυτή τη λούμπα, όταν είχα γίνει ένας λογοκρατούμενος οπαδός της θεωρητικής γραμμής της γενιάς του τριάντα, η οποία ήταν μια σπουδαία γενεά, αλλά κάπως πονηρή και άκαρδη. Έβλεπα τον Λαπαθιώτη σαν ένα σαχλό αισθηματικό ποιητή και για πολλά κείμενά του ακόμα έτσι τον βλέπω. Το ενδιαφέρον μου γι΄ αυτόν ξαναζεστάθηκε, από τότε που διάβασα μερικά από τα τολμηρά ποιήματά του, που ακόμα κι εκείνη την έκδοση Δικταίου, με τις εισαγωγές της, είχαν κάνει υποφερτή. Ερωτικά κείμενα πρώτης γραμμής, που αληθινά διεγείρουν.

Τώρα αποδεικνύεται ότι είχα πρωτοβρεθεί στη γειτονιά του Λαπαθιώτη, όταν γνώρισα τον Δικταίο και πέρασα καλεσμένος από το σπίτι του, Καλλιδρομίου 74Α, μια Κυριακή πρωί του 1955. Εντούτοις, ο Δικταίος, που θα μπορούσε να ισχυριστεί κι αυτός ότι ήταν γείτονας του προστάτη του Λαπαθιώτη, και μάλιστα σε εποχή πολύ κοντινότερη προς το θάνατό του, δεν μού είχε κάνει νύξη γι΄ αυτή τη γειτνίαση, ούτε και στην εκτενή και ιδιωτικής συχνά φύσεως εισαγωγή του λέει κάτι σχετικό.

Ενώ σε μένα έχει κάνει σπουδαία, συνταρακτική μπορώ να πω, εντύπωση η γειτνίαση και συχνά, καθώς περνώ μέσα στα μισοσκότεινα έξω από το σπίτι του Λαπαθιώτη, συλλογίζομαι πως ευχαρίστως θα κατοικούσα κι εγώ μέσα σ΄ αυτό το ξεφλουδισμένο από το σουβά του αρχοντικό, αν το επισκεύαζαν κάπως, το «αναπαλαίωναν», όπως λένε, και μου το πρότειναν. Τότε η γειτνίαση θα μετατρεπόταν σε συγκατοίκηση. Δεν φοβούμαι εγώ τα φαντάσματα και μακάρι να υπήρχαν.

Στην ανακάλυψη του σπιτιού του Λαπαθιώτη, και ότι οπωσδήποτε αυτό πρέπει να είναι, οδηγήθηκα από τη διαίσθησή μου, λίγον καιρό μετά την εγκατάστασή μου στη γειτονιά, το 1971. Είναι σπίτι δίπατο, με ισόγειο από τη μεριά της οδού Οικονόμου. Είναι τεράστιο, έχει στέγη με αέτωμα και από πίσω μεριά κήπο. Στο τζαμικιάνι, όπου καταλήγει η σκάλα, σώζονται ακόμη μικρά χρωματιστά τζάμια, που τόσο συνηθίζονταν κάποτε στα αρχοντικά. Η είσοδος είναι από την Κουντουριώτου, αλλά η πρόσοψη με το μπαλκόνι από την Οικονόμου. Τα πάντα ξεφτισμένα και ο σουβάς πεσμένος ολότελα και περίεργα. Εντούτοις, το σπίτι δεν μοιάζει με ετοιμόρροπο. Κάτω από το σουβά υπήρχαν χοντροί τοίχοι φτιαγμένοι με μεγάλες πέτρες, που τώρα προβάλλουν. Η πτώση του σουβά πιθανώς να επισπεύσθηκε και από τους όλμους, που άφθονοι έπεσαν κατά τα Δεκεμβριανά στην περιοχή, αφήνοντας τα ίχνη τους σε πολλά σημεία. «Σημεία και τέρατα!...»

Ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε μέσα σ΄ αυτό το σπίτι, εννιά περίπου μήνες πριν από την απελευθέρωση. Αν έκαμνε λίγο κουράγιο ακόμη, θα μπορούσε να είχε ζήσει και τον τρόμο των Δεκεμβριανών, καθώς και τον Εμφύλιο. Και ποιος τη χάρη του, τότε... Όλη αυτή η παρέα ξεκληρίστηκε από τον πόλεμο. Ο Τέλλος Άγρας πήγε από αδέσποτη σφαίρα, που άρπαξε τις τελευταίες μέρες της Κατοχής, ενώ ο Μήτσος Παπανικολάου, «ένας από τους πιο δυσειδείς ανθρώπους, που είδε στη ζωή του», όπως με καλοσύνη γράφει ο Δικταίος, πέθανε «φυσιολογικά» από πείνα και κατάπτωση εξαιτίας της ηρωίνης. Στο αφιέρωμα που του έκανε κάποτε ένα γνωστό περιοδικό, δημοσιεύονται ξεδιάντροπες αναμνήσεις πνευματικών ανθρώπων, όπου λένε πώς θυμούνται τον Παπανικολάου να σέρνεται ζητιάνος στους δρόμους, τυλιγμένος με τσουβάλια και πρησμένος ολόκληρος. Δεν ήταν μόνο ανεπρόκοποι, μα έπαιρναν και ναρκωτικά, ακόμα και ηρωίνη. Και αυτός και ο Λαπαθιώτης. «Αυτά δεν βγαίνουν σε καλό», διακηρύττει ο αυστηρός φύλακας της ηθικής Ντίνος Χριστιανόπουλος σε παλαιότερο άρθρο του για το Λαπαθιώτη.

Το σπίτι του Λαπαθιώτη φέρει πια κάτι, που σε βάζει σε υποψία. Έγιναν μέσα και γύρω του χίλια δυο και του έβγαλαν στην επιφάνεια πυκνές ζαρωματιές και σημάδια. Σαν βαρυφορτωμένο από πείρα αρχοντικό πρόσωπο. Πάντως, εγώ για τις υποψίες μου ως προς το περίεργο αυτό σπίτι βεβαιώθηκα από μια κουβέντα που είχα κάποτε με τον ποιητή και εκδότη Νίκο Καρύδη. Με κάποια αφορμή, άρχισε να μου διηγείται πώς λίγο μετά την αυτοκτονία κλήθηκε και μπήκε ως εκτιμητής της βιβλιοθήκης μέσα στο σπίτι του Λαπαθιώτη. Εγώ αντί να ακούω αυτή την ενδιαφέρουσα διήγηση, τον ρωτούσα επίμονα : «Είναι αυτό που βρίσκεται στην Οικονόμου και Κουντουριώτου γωνία; Αυτό το μεγάλο ρεπιασμένο σπίτι;» «Ναι!», μού είπε ο Καρύδης και ησύχασα. Αυτό ήταν! Τώρα, που επρόκειτο να κάνω αυτό το σημείωμα, πήγα στον «Ίκαρο» και τα ξαναείπαμε. Θα τα αφηγηθώ παρακάτω.

Αδράνησα πάρα πολύν καιρό να κάνω κάτι για το σπίτι, κι αν πάθει τίποτε, φοβούμαι ότι εγώ θα φταίω περισσότερο. Πριν από μερικούς μήνες ένα μικρό βυτιοφόρο, από αυτά που μοιράζουν πετρέλαιο, αναποδογύρισε ακριβώς έξω από την εξώπορτα του Λαπαθιώτη. Τα πετρέλαια πήραν την κατηφόρα και έφτασαν ως τη Σπυρίδωνος Τρικούπη. Έφριξα όταν τα είδα. Το πρώτο που θα καιγόταν, θα ήταν το σπίτι του ποιητή. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή, εγώ δεν θα ένιωθα καμιά ευθύνη για τη φωτιά, το σπίτι όπως και νά ΄ταν, διατηρητέο ή όχι, θα πέθαινε, αλλά θα ένιωθα τύψεις, γιατί θα είχε χαθεί, χωρίς να έχει τιμηθεί εκεί ο Λαπαθιώτης και η μαρτυρική ζωή του, και χωρίς να έχει μεταβιβασθεί κάτι από την ατμόσφαιρά του στους μεταγενέστερους, που περνούν απέξω ανίδεοι. Αλλά και μέσα του κατοικούν ανίδεοι και από αυτούς το σπίτι κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή και φθείρεται. Είναι κάτι οικογένειες από τα χωριά της Πίνδου ή των Αγράφων, που περιέργως έχουν ιδρύσει κάτι σαν παροικία στη γειτονιά μας και ενοικιάζουν πολλά από τα παλιά αυτά σπίτια, που αφθονούν στην περιοχή. Σε ένα υπόμνημά μου που έδωσα στο Υπουργείο Πολιτισμού, για να κηρυχθεί το σπίτι διατηρητέο, τα αναφέρω όλα.

Ορισμένοι παλαιοί κάτοικοι της περιοχής με τους οποίους συνομίλησα θυμούνται το σπίτι πολύ ωραίο κάποτε, με κήπο περιποιημένο, στάβλο για τα άλογα της άμαξας, υποστατικό για τους υπηρέτες. Τώρα όμως είναι το πιο απεριποίητο σπίτι της περιοχής. Οι παλαιοί αυτοί κάτοικοι θυμούνται και κάτι σπουδαιότερο. Θυμούνται καλά τον ίδιο τον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.

Λίγο μετά από κείνη τη συζήτηση με τον ποιητή Νίκο Καρύδη, πήρα θάρρος και άνοιξα το θέμα σε μια βραδινή συναναστροφή στο σπίτι του νοικοκύρη μου Γιώργου Τσάπρα. Αμέσως διαπίστωσα πως ένας από τους συνδαιτημόνες, ο κύριος Κίμων Μαντέλλος, πρώην ανώτερος αξιωματικός του στρατού, θυμόταν πάρα πολύ καλά τον Λαπαθιώτη, γνωριζόταν μαζί του μάλιστα, και είχε αρκετά πράγματα να πει γι΄ αυτόν. Και μια κυρία επίσης, που τώρα είναι βαριά άρρωστη, ήξερε πολλά για τον ποιητή, καθώς και για την οικογένειά του. Λίγο αργότερα, είχα την κακή έμπνευση να μιλήσω γι΄ αυτές τις ανακαλύψεις μου σε ορισμένους παράγοντες της τηλεόρασης. Ήθελα κάτι να γίνει για τη μνήμη του Λαπαθιώτη και για το σπίτι του. Το αποτέλεσμα το είδα λίγους μήνες μετά, ξαπλωμένος και μπανταρισμένος με γύψους στο κρεβάτι μου στο ΚΑΤ. Οι παλαιοί κάτοικοι της γειτονιάς δεν είχαν δεχτεί να παρουσιαστούν στο φακό και αντί γι΄ αυτούς μιλούσε ο Δικταίος, ο οποίος παρ΄ όλο που είχε βοηθηθεί στα πρώτα του βήματα από τον ποιητή και ήταν επιμελητής του τόμου με τα ποιήματα του Λαπαθιώτη, δεν συμπαθούσε και πολύ τον ποιητή και προπαντός τον κύκλο του, όπως άλλωστε φαίνεται και στην εισαγωγή του τόμου. Εκείνο το βράδυ η κατάστασή μου χειροτέρεψε. Μέσα στην ταραχή μου, πήρα την απόφαση πως εγώ ο ίδιος έπρεπε κάποτε να κάνω κάτι.

Όταν μου δινόταν η ευκαιρία, συζητούσα με τη γειτονιά, τους παλαιούς κατοίκους. Κι έτσι το δεύτερο για το οποίο βεβαιώθηκα, ήταν ότι από άποψη εδαφικής επαφής ήμουν πολύ κοντινότερος με τον Λαπαθιώτη, απ΄ ό,τι μέχρι τότε νόμιζα. Το σπίτι στο οποίο συνεχώς αφότου ήρθα μένω, και μάλιστα στο ισόγειο, χτίστηκε επάνω στο οικόπεδο της ταβέρνας του Γιώργη Μιχαλάκου του κουλού, η οποία ήταν στέκι του Λαπαθιώτη και της παρέας του. Στέκι για τις ανάγκες του στη γειτονιά, βέβαια. Για την ακρίβεια, το σπίτι μας είναι χτισμένο πάνω στον κήπο της ταβέρνας, που είχε, λέει, εξαίσια δέντρα, λεύκες και ιτιές, και όπου οι θαμώνες όλους τους ζεστούς μήνες εκάθονταν, μια και το οίκημα που βρισκόταν κάτω από τη διπλανή μας τώρα πολυκατοικία ήταν μικρό, για το χειμώνα μόνο κατάλληλο. Αφού και τα πολλά βαρέλια του μαγαζιού ήταν στεγασμένα κάτω από ένα ανοιχτό υπόστεγο στην αυλή. Το κρασί, πάντως, ήταν από το Κορωπί.

Πολλές φορές τη νύχτα, καθώς κάθομαι κλεισμένος μέσα και δουλεύω ή στοχάζομαι, προσπαθώ να ανακαλέσω τα γέλια, τις χαρές, τα αστεία, τους χορούς και τις γλυκιές φιλικές ματιές, που διασταυρώθηκαν επί δεκαετίες σ΄ αυτούς τους βουβούς τώρα χώρους και σχεδόν απορώ με τη ματαιότητα των εγκοσμίων και τη μουγγαμάρα των στοιχείων της ύλης, που είναι βέβαια αυτά τα ίδια με τότε. Τίποτε!

Αν ήμουν κανένας σαχλαμάρας, θα είχα ίσως κι εγώ κάποια αναπαράσταση της τότε εικόνας εδώ, με τον Λαπαθιώτη να κουτσοπίνει με την παρέα του, πάνω στο χωρίς τραπεζομάντηλο τραπέζι, και τους γεροδεμένους μάγκες της καρδιάς του πιο εκεί να χορεύουν. Αλλά όχι. Να λείπουν από μας οι φενακισμοί. Αυτά τα αφήνω στους κακόγουστους φιλολόγους, που διέπρεψαν φέτος σε καβαφικές αναπαραστάσεις και σαρκασμούς. Πάντως, αληθινή εικόνα της περίφημης αυτής ταβέρνας και της αυλής μπορεί να πάρει κανείς από την ταινία του Κακογιάννη «Στέλλα», η οποία γυρίστηκε ακριβώς εδώ πάνω. Βέβαια, η ταβέρνα για τις ανάγκες της ταινίας είχε λάβει το όνομα «Παράδεισος», αλλά ήταν αυτή η ίδια του Γιώργη Μιχαλάκου του κουλού. Όλη η γειτονιά θυμάται τη Μελίνα και τον Φούντα.

Μέσα στις συζητήσεις ή μάλλον τις αναζητήσεις μου αυτές, άρχισε σιγά σιγά να αναδύεται και η μορφή του Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος καθόταν – άκουσον! άκουσον! – στον ίδιο δρόμο με τον Λαπαθιώτη, στην οδό Κουντουριώτου δηλαδή, αλλά λίγο παρακάτω. Στη γωνία Κουντουριώτου και Νοταρά, δεξιά ανεβαίνοντας. Εκεί έμενε η οικογένειά του όταν κι αυτός, ή μάλλον πρώτος αυτός, αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα το 1928. Ο Καρυωτάκης πρέπει, σύμφωνα με τα λεγόμενα της γειτονιάς, να ήταν πολύ φίλος του Λαπαθιώτη. Ερχόταν συχνά στο σπίτι και πήγαινε μαζί του στην ταβέρνα του Μιχαλάκου. Πάντα μαζεμένος και πολύ συμπαθής.

Πέρσι το καλοκαίρι, όταν πια βεβαιώθηκα για το απίστευτο, ότι το σπίτι του Λαπαθιώτη δεν έχει κηρυχθεί διατηρητέο, έγραψα μια αναφορά στο Υπουργείο Πολιτισμού, με ημερομηνία 13.6.83. Επειδή όμως δεν έπαιρνα απάντηση και στο σπίτι του Λαπαθιώτη ήδη είχαν εμφανισθεί ένα γύρω πωλητήρια, έκανα μια δεύτερη αναφορά (13.9.83), ύστερα και από συνομιλία με τον δημοτικό σύμβουλο κύριο Γιώργο Βερνίκο, προς το Δήμο Αθηναίων, όπου βεβαίως σημείωνα πως για το ίδιο θέμα είχα κάνει αναφορά και στο Υπουργείο Πολιτισμού. Από το Δήμο μου απάντησαν αμέσως, γράφοντάς μου και συγχαρητήρια για το ενδιαφέρον μου. Έλεγαν ότι θα εξετάσουν το θέμα. Αλλά εκεί που δεν το περίμενα πια, έλαβα και από το Υπουργείο Πολιτισμού μια απάντηση, κοινοποίηση μάλλον, με ημερομηνία 28.12.83, όπου γράφουν ότι το θέμα παραπέμπεται στη Γραμματεία του Συμβουλίου Μνημείων Στερεάς Ελλάδος. Από τότε δεν έχω καμιά άλλη πληροφορία, αλλά αυτό οφείλεται και σε δική μου αμέλεια, γιατί δεν πήρα στο τηλέφωνο να ρωτήσω. Κατά βάθος, αισιοδοξώ πως κάτι θα γίνει. Δεν είναι δυνατό... Πάντως, από το έγγραφο του Υπουργείου έμαθα τα ονόματα των σημερινών ιδιοκτητών του σπιτιού. Παρακάτω, θα παραθέσω την αναφορά μου, αυτήν μάλιστα που έστειλα στο Δήμο, γιατί είναι κάπως πληρέστερη. Συγκεφαλαιώνει πολλά από αυτά, που μέχρι τώρα είπαμε :

«Κύριε Δήμαρχε, ονομάζομαι Γιώργος Ιωάννου και είμαι συγγραφέας. Κατοικώ στην περιοχή Εξαρχείων και έτσι καθημερινά παρατηρώ τη φθορά και τους κινδύνους που διατρέχει ένα ιστορικό και ωραίο σπίτι της ίδιας περιοχής. Πρόκειται για το σπίτι του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, στη γωνία των οδών Κουντουριώτη και Οικονόμου στα Εξάρχεια.

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1889-1944) υπήρξε σημαντικός ποιητής, ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος και πολιτιστικός παράγων εξαιρετικά υπολογίσιμος στον καιρό του. Εξετιμάτο ιδιαιτέρως από τον ποιητή Κ.Π. Καβάφη και αποτελούσε πνευματική ομάδα με τους, επίσης σημαντικούς ποιητές, Τέλλο Άγρα και Μήτσο Παπανικολάου.

Ο πατέρας του ποιητή, Λεωνίδας Λαπαθιώτης, υπήρξε στρατηγός και υπουργός των Στρατιωτικών. Γι΄ αυτό και το σπίτι, παρά τις διάφορες φθορές του, διακρίνεται από μια ιδιαίτερη αρχοντιά. Οι παλαιοί γείτονες διηγούνται ότι το σπίτι αυτό γνώρισε μεγάλες κοινωνιές δόξες και τιμήθηκε με επισκέψεις πρωθυπουργών και ανωτάτων αρχόντων της εποχής. Εξάλλου συχνά αναφέρεται στην ποίηση του Ναπ. Λαπαθιώτη. Εδώ, το 1944, επί Κατοχής, αυτοκτόνησε ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης.

Σήμερα το σπίτι κατοικείται από φτωχές οικογένειες, προερχόμενες από τα μέρη της Πίνδου, που το ενοικιάζουν κατά δωμάτιο. Φοβούμαι μήπως κάποια στιγμή καταστραφεί από πυρκαγιά. Αφήνω τους άλλους κινδύνους.

Πιστεύω πως, αν ξαφνικά επέλθει κάποια καταστροφή του σπιτιού, θα είναι ντροπή για όλους μας και τότε θα σηκωθούν να φωνάζουν όλοι αυτοί που, ενώ το ξέρουν, τώρα σωπαίνουν.

Προτείνω, λοιπόν – και παρακαλώ θερμότατα – να κηρυχθεί από το Δήμο διατηρητέο και το σπίτι αυτό, να επισκευασθεί, και μετά την αποπεράτωση των εργασιών να γίνει Πολιτιστικό Κέντρο των Εξαρχείων, μιας περιοχής που δεν έχει τέτοιο Κέντρο, ενώ έχει τόση ανάγκη, όπως γνωρίζετε.

Προ μηνών έκανα παρόμοια αναφορά και προς το Υπουργείο Πολιτισμού, αλλά δεν έλαβα καμιά απάντηση. Τώρα επισπεύδω, διότι γύρω από το σπίτι εμφανίσθηκαν επιγραφές που γράφουν ότι «Πωλείται» και δίνουν τον αριθμό τηλεφώνου (...)».

Πράγματι, μέσα στα ποιήματα του Λαπαθιώτη όχι μόνο αναφέρεται το σπίτι, αλλά φέρεται συνδεδεμένο με τη μητέρα του. Σπίτι και μητέρα ήταν για τον ποιητή ένα σύνολο, ένα σώμα, μια ύπαρξη. Και όταν εκείνη εξέλιπε, ο ποιητής νιώθει το σπίτι εχθρικό και ξένο :

Το σπίτι μου δεν έχει πια καρδιά·

το σπίτι μου με τυραννεί σαν ξένο·

το σπίτι μου μια πλάκα είναι βαριά,

που με πνίγει – και μόλις ανασαίνω.

Την ίδια μέρα που έφυγες Εσύ,

κι αυτό, με μιας, μου πήρε τη στοργή του :

Μητέρα, αν ήξερες πώς με μισεί,

γιατί μ΄ άφησες μόνο στην οργή του;

Από τη γειτονιά μου είπαν ότι η μάνα του Λαπαθιώτη ήταν μια πολύ ωραία αρχοντική γυναίκα κι ότι ο ποιητής της έμοιαζε. Έτσι πρέπει πάντα. Τέτοιο σπίτι και τέτοιος ποιητής θέλει μια ωραία αρχοντική μάνα. Ακόμα κι αν δεν την θυμούνταν, έτσι θα έλεγαν. Και θα ήταν σωστό.

Συζήτησα, για να κάνω αυτό το κείμενο, με τον κύριο Κίμωνα Μαντέλλο, πρώην ανώτερο αξιωματικό, όπως είπα, και βοηθό στρατιωτικό ακόλουθο στην πρεσβεία μας στη Σόφια, καθώς και με τον κύριο Κώστα Καρατζά, συνταξιούχο των Σιδηροδρόμων και ανεψιό, από τη μητέρα του, του ζωγράφου Νικολάου Γύζη. Για την εσωτερική εικόνα του σπιτιού του Λαπαθιώτη αμέσως μετά την αυτοκτονία του, μου μίλησε ο ποιητής και διευθυντής των εκδόσεων «Ίκαρος» κύριος Νίκος Καρύδης και για την ταβέρνα του Γιώργη Μιχαλάκου μου είπε μερικά χαρακτηριστικά ο πάλαι ποτέ συνάδελφός μου φιλόλογος κύριος Κώστας Μιχαλάκος, νεώτερος εμού, αλλά συγγενής του ιδιοκτήτη της ταβέρνας.

Ο ταβερνιάρης Γιώργης Μιχαλάκος πέθανε πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, η γυναίκα του όμως είναι εν ζωή. Πιστεύω πως αν βρισκόταν παλιότερα κανένας λόγιος με μεράκι και άνοιγε εγκαίρως συζητήσεις με αυτόν τον σπουδαίο μαγαζάτορα, πολλά θα είχε να μάθει για τις φιλολογικές παρέες της εποχής – όχι μόνο του Λαπαθιώτη. Αλλά αυτά συνήθως περιφρονούνται από τους κοντινούς λογίους, δηλαδή της αμέσως επόμενης γενιάς και κρίνονται ως μη σπουδαία, διότι η κάθε γενιά κατά κανόνα δημιουργεί διαφορές και αντιζηλίες με τις κοντινές της, την προηγούμενη και την επόμενη.

Οι Λαπαθιώτηδες ήταν πλούσιοι και αριστοκράτες, όχι μόνο για τη γειτονιά, αλλά και για την Αθήνα. Ο πατέρας του ποιητή, Λεωνίδας, είχε καταλάβει γρήγορα ανώτερες θέσεις στο στράτευμα και για ένα σύντομο διάστημα την εποχή της επανάστασης στο Γουδί, το 1909, διορίστηκε υπουργός στην κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Έκτοτε παρέμεινε βενιζελικός και μάλιστα έλαβε μέρος στο Κίνημα της Θεσσαλονίκης το 1916. Εκεί τον ακολούθησε και ο ποιητής, πράγμα που παρουσιάζει, νομίζω, κάποιο ενδιαφέρον. Όσον αφορά το σπίτι για το οποίο μιλάμε, αυτό υπέστη μία εξονυχιστική έρευνα από τους αντιβενιζελικούς.

Η γειτονιά, πάντως, ακόμα θυμάται τον γέρο Λαπαθιώτη ως διοικητή της Σχολής Ιππικού, που είχε τις εγκαταστάσεις της στο σημερινό «Πανελλήνιο Γυμναστήριο», στο Πεδίον του Άρεως, πολύ κοντά στο σπίτι. Σε ορισμένες μέρες, γιορτές εθνικές ή θρησκευτικές, επίλεκτα τμήματα ιππέων της Σχολής, με τη σημαία και τις σάλπιγγες, έκαμναν παρέλαση εμπρός από το σπίτι του αρειμάνιου στρατηγού, ο οποίος τους χαιρετούσε από το μεγάλο μπαλκόνι, στην πλευρά της οδού Οικονόμου. Ο ποιητής στεκόταν παράμερα, αλλά ο καθείς μπορεί να φαντασθεί τη συγκίνησή του, καθώς περνούσαν από μπροστά τους οι απαστράπτοντες από λεβεντιά ιππείς. Ο πατέρας του είχε όνειρα μεγάλα γι΄ αυτόν. Το όνομα Ναπολέων δεν μπορεί να δόθηκε τυχαία στο μοναχογιό!

Δυστυχώς, οι μνήμες της γειτονιάς είναι πολύ πυκνές για την εποχή της καταρράκωσης του ποιητή και πολύ αμυδρές για τα προηγούμενα καλά χρόνια. Πάντως, θυμούνται το γέρο στρατηγό, που συνήθιζε να παίρνει το καφεδάκι του σ΄ ένα καφενείο στο Πεδίον του Άρεως, πίσω, λέει, από το εκκλησάκι – ποιο από τα εκκλησάκια, δεν κατάλαβα. Εκεί τη νύχτα γίνονταν μεγάλες καντάδες από τους νεαρούς της γειτονιάς, οι οποίοι, βέβαια, τραγουδούσαν και μέσα στους δρόμους των Εξαρχείων. «Η γειτονιά είχε πολλούς κανταδόρους. Ήμουν κι εγώ ένας από αυτούς», μού είπε ο κύριος Κ. Καρατζάς, 86 χρονών σήμερα. Σε κάτι τέτοιο θα αναφέρεται και το ποίημα του Λαπαθιώτη «Νοσταλγία» :

Ήρθε προς τα μεσάνυχτα,

στο δρόμο, μια παρέα

και μου σιγοτραγούδησε

τόσο γλυκά κι ωραία,

που η σκέψη μου όλη ρίγησε

και ξέφυγε από μένα,

και πήγε πάλι στα παλιά

και τα λησμονημένα...

Και η γειτονιά όμως νοσταλγεί τώρα εκείνη την εποχή. Ήταν, λέει πολύ ωραία εδώ.

Άλλες μνήμες, μάλλον απ΄ τις παλιές, αναφέρονται στον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, χωρίς όμως να μπορούν να ξεβράσουν κανένα χαρακτηριστικό του στιγμιότυπο. Τον θυμούνται να πηγαίνει συχνά στου Λαπαθιώτη ή να έρχεται μαζί του στην ταβέρνα του Μιχαλάκου.

Όσο ζούσαν οι γονείς του Ναπολέοντα, το σπίτι το κρατούσαν όλο μόνοι τους. Αλλά από κάποια εποχή και πέρα το σπίτι απέκτησε και ενοικιαστές. Στο πρώτο πάτωμα κατοικούσε ο ναύαρχος Παπαβασιλείου, που είχε και ένα γιο στο βασιλικό ναυτικό. Ο ναύαρχος Παπαβασιλείου ήταν εκείνος που παρέλαβε και οδήγησε στην Ελλάδα το καταδρομικό «Έλλη» από την Αμερική. Το γεγονός αυτό είχε κάνει τεράστια εντύπωση στη γειτονιά. Ο κύριος Καρατζάς, που κατοικούσε απέναντι, είχε πάει στο σπίτι του ναυάρχου, αλλά στο σπίτι των Λαπαθιώτηδων όχι. Και οι άλλοι γείτονες το ίδιο. Τον καιρό που ο Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε στο σπίτι δεν υπήρχε ενοικιαστής, εκτός ίσως από κάποιον γεροδεμένο λαϊκό τύπο, φιλοξενούμενο μάλλον του ποιητή. Αλλά και γι΄ αυτόν ακόμα μπορεί να έχει κανείς αμφιβολίες, αν έμενε μόνιμα εδώ ή ερχόταν μόνο την ημέρα για καμιά εξυπηρέτηση.

Στάθηκε αδύνατο να μάθω από τους γείτονες κάτι συγκεκριμένο για τους έρωτες του Λαπαθιώτη. Όλοι, βέβαια, κάτι είχαν ακούσει, όπως είχαν ακούσει και για τα ναρκωτικά, αλλά κανένας δεν είχε κάτι το συγκεκριμένο να πει, κάποιο πρόσωπο, κάποιο περιστατικό, κάποιο σκάνδαλο εδώ στη γειτονιά, την εποχή εκείνη. Και ουδείς άκουσε τίποτε για τον εκ Μενιδίου Κώτσο Γκίκα. Ήταν εξαιρετικά συμπαθής ο Λαπαθιώτης εδώ στη γειτονιά και πολύ προσεκτικός. Είχε επίσης τη φήμη του ανθρώπου που βοηθάει τους δυστυχισμένους – τους βοηθάει οικονομικά. Και έτσι όποιος και να μπαινόβγαινε στο σπίτι του, όσο άλλου ρυθμού και αν ήταν, δεν προκαλούσε λόγω της διάχυτης για τον ποιητή συμπάθειας τα σχόλια της γειτονιάς. Πρόβλημα παρουσιαζόταν καμιά φορά, όταν έρχονταν, λέει, τη νύχτα κάτι μεθυσμένοι λαϊκοί τύποι και φωνάζαν διάφορες χυδαιότητες κάτω από τα παράθυρά του, στην ησυχία της βραδιάς. «Δεν τους έδινε πλέον λεφτά, γι΄ αυτό φωνάζαν». «Και τι έκαμνε ο Λαπαθιώτης;» ρώτησα εγώ. «Φερόταν σαν κύριος, ούτε έβγαινε ούτε τους απαντούσε». Τι να προσθέσει κανείς;

Ήταν, λοιπόν, πολύ συμπαθής ο Λαπαθιώτης και εξαιρετικά αγαπητός στη γειτονιά. Η γυναίκα του ταβερνιάρη Γιώργη Μιχαλάκου μού μήνυσε με το φίλο μου, ότι ο άντρας της τής μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον ευγενικότατο κύριο Λαπαθιώτη. Αυτός ο ίδιος ταβερνιάρης είχε δηγηθεί σε έναν από τους κυρίους, που μου μίλησαν για το Λαπαθιώτη και ο οποίος με παρακάλεσε να μην προσδιορίσω τις πληροφορίες του, ότι κάποτε, όταν πέθανε ξαφνικά κάποιος, που κατοικούσε στην κοντινή οδό Ιουστινιανού, αφήνοντας τρία ορφανά, ο Λαπαθιώτης πέρασε από το σπίτι τους τη νύχτα και τους άφησε κρυφά ένα σημαντικό ποσό κάτω από την πόρτα τους. Δεν ξέρω πώς το είχε μάθει ο ταβερνιάρης, αλλά ίσως πρέπει να σκεφθούμε ότι οι ταβερνιάρηδες όλα τα μαθαίνουν. Δεν ήταν, λοιπόν, ο Λαπαθιώτης μόνον ο ωραιοπαθής εστέτ, που πράγματι ξεχωρίζει σε διάφορα κείμενά του.

Ένας από τους φίλους του μου είπε ότι ο Λαπαθιώτης είχε ερωτευθεί μία κοπέλα της γειτονιάς. Ήταν μία ξανθούλα, που την έλεγαν Λένα και κατοικούσε στο σπίτι που βρίσκεται στη γωνία των οδών Οικονόμου και Καλλιδρομίου, δηλαδή στην ταβέρνα απέναντι. Η κοπέλα, που κατοικούσε μαζί με την αδερφή της, έβγαινε πότε πότε στη χαμηλή ταράτσα να ταΐσει κάτι περιστέρια και την έβλεπαν από την ταβέρνα οι θαμώνες και ιδιαίτερα ο Λαπαθιώτης, που, όπως είπαμε, την είχε ερωτευθεί. Αλλά ήταν Κατοχή, η κοπέλα αρρώστησε από φυματίωση, και σε λίγο πέθανε. Ο ποιητής ήταν απαρηγόρητος. Πήγε στην κηδεία, μα στεκόταν κάπως μακριά από τον κόσμο, που ήταν κυρίως άνθρωποι της γειτονιάς. Ήταν άλλωστε κουρελιασμένος, όπως μου είπε ο αφηγητής μου, και ίσως αυτός να ήταν ο λόγος, που δεν ήθελε να πλησιάσει. Μόνο όταν την κατέβασαν στον τάφο, ο ποιητής πλησίασε και είπε μερικούς συγκινητικούς στίχους. «Ομόρφυνες το φέρετρο!», θυμάται ο αφηγητής μου πως είπε. Και από το βούρκωμά του υποθέτω, πως η κοπέλα αυτή δεν ήταν ξένη προς τον αφηγητή μου, αλλά ίσως στενή συγγενής του. «Ομόρφυνες το φέρετρο!». Στο γυρισμό από το νεκροταφείο, βρήκα, μου λέει, το Λαπαθιώτη στο ταβερνάκι να πίνει. Η ιστορία αυτή μολονότι πολύ μελοδραματική και «λαπαθιωτική», φαίνεται πως είναι γνήσια. Την άκουσα πριν από μερικά χρόνια από τον αφηγητή μου και την ξανάκουσα τώρα, πάντα με πολλή συγκίνηση εκ μέρους του. Τότε μάλιστα θυμόταν περισσότερους στίχους. Εκείνο όμως που δεν νομίζω, είναι πως πρόκειται για ιστορία έρωτος. Συμπάθεια ίσως, φρεναπάτη ίσως, υποβολή μπορεί, αλλά κανονικού έρωτος όχι. Δεν πρόκειται να υποστηρίξω αηδίες σαν αυτές που είδαμε να λέγονται για τον Καβάφη· ότι στα νεανικά του χρόνια είχε περιπέτειες με γυναίκες και κατόπι άλλαξε. Όπως και νά ΄ναι πάντως, είναι συγκινητικό για το Λαπαθιώτη.

Ο άνθρωπος αυτός δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να πουλάει ή να μοιράζει με ευκολία τα χρήματα και τα υπάρχοντα της οικογενείας του. Όσο κι αν ήταν πολλά, κάποτε πήραν να σώνονται. Ο ίδιος ποτέ δεν κέρδισε ούτε πεντάρα. Είχε από πάνω και το πάθος των ναρκωτικών, είχε και τις κλεψιές των διαφόρων τύπων. Κάποτε κατέφθασε στην ταβέρνα φορώντας μες στο κατακαλόκαιρο μόνο μια παλιά καμπαρντίνα και αποκάτω ολόγυμνος. Κάποιος του είχε κλέψει όλα του τα ρούχα. Τα βιβλία όμως κανείς δεν του τα έκλεβε και παρ΄ όλο που πούλησε κι ο ίδιος έναν αριθμό, ανεξακρίβωτο βέβαια, εν τούτοις μέσα στο γυμνό και πανάθλιο σπίτι του βρέθηκε, μετά το θάνατό του, μια τεράστια και λαμπρή βιβλιοθήκη. «Μια βδομάδα κουβαλούσαν με τα κάρα οι κληρονόμοι τα βιβλία του. Είχε αγανακτήσει όλη η γειτονιά». Τι έγιναν αυτά τα βιβλία; Ποιοι και πόσοι ήταν οι κληρονόμοι του;

Αλλά η κατάρρευση του Λαπαθιώτη είχε αρχίσει πριν από τον πόλεμο. Με τον πόλεμο και τη φριχτή πείνα στην Αθήνα τα πράγματα απόγιναν. Ο ποιητής ερχόταν στην ταβέρνα μόνο για λίγο κρασί. Ο ταβερνιάρης, που ήξερε το δράμα του, αλλά και τα παλιά μεγαλεία του, δεν τον άφηνε να πληρώσει. Οι παρέες των νεαρών της γειτονιάς τού έστελναν με τρόπο κρασί στο τραπέζι : «Για τον ποιητή!». Ο Λαπαθιώτης δεν έπινε πολύ.

Για το ξεπούλημα των βιβλίων έστελνε άλλους, τους οποίους προφανώς καθοδηγούσε. Το 1943, όταν πρωτάνοιξε ο εκδοτικός οίκος «Ίκαρος», στεγάστηκε στην οδό Σταδίου 10, σε ένα κατάστημα που πουλούσε γραφομηχανές, οι οποίες όμως τότε δεν παρουσίαζαν καμία κίνηση. Ο «Ίκαρος» είχε για τα βιβλία του τη δεξιά βιτρίνα του μαγαζιού. Εκεί άρχισε να εμφανίζεται κάθε τόσο ένας λαϊκός τύπος, με βιβλία για πούλημα υπό μάλης, τα οποία όμως δεν ήταν καθόλου λαϊκά, αλλά ένα κι ένα. Ο «Ίκαρος» αγόραζε τα εκλεκτά βιβλία. Αλλά πάντα υπήρχε το μυστήριο, από ποια βιβλιοθήκη προέρχονται. Ώσπου κάποια μέρα αποκαλύφθηκε το μυστικό : τα βιβλία προέρχονταν από τη βιβλιοθήκη του Λαπαθιώτη!

Και η αποκάλυψη έγινε ως εξής : μετά το θάνατο του Λαπαθιώτη και την κηδεία του, που έγινε, ως γνωστό, με έρανο, έπρεπε να ορισθούν εκτιμητές για τη βιβλιοθήκη του, που μετά το σπίτι ήταν το μόνο αξιόλογο κατάλοιπο. Και έτσι ο άνθρωπος, που πήγαινε τα βιβλία στον «Ίκαρο», κληρονόμος προφανώς, πρότεινε ως εκτιμητή από μέρους του τον κύριο Νίκο Καρύδη, τον οποίο γνώριζε από τις μεταβάσεις του στο βιβλιοπωλείο.

Το σπίτι ήταν γυμνό από έπιπλα και πολύ βρώμικο. Ο Νίκος Καρύδης δεν είχε γνωρίσει τον ποιητή. Ο ποιητής είχε αυτοκτονήσει στο πρώτο πάτωμα, μπαίνοντας. Οι φορατζήδες ήταν εκεί, καθώς και ο αρρενωπός φίλος του ποιητή. Ήταν ένα κρεβάτι μπαίνοντας δεξιά, το στρώμα χωρίς σεντόνι. Το στρώμα με λεκέδες, ίσως αίματα. Πίσω από την πόρτα πολλές κουρελιασμένες γραβάτες, κρεμασμένες. Στο βάθος απέναντι ένας μικρός νιπτήρας. Αριστερά μια πόρτα, απόπου περνούσες σ΄ ένα μεγάλο χώρο. Όμως όλοι οι τοίχοι σκεπασμένοι με βιβλιοθήκες, φορτωμένες βιβλία. Ήταν τόσο πολλά τα βιβλία, ώστε υπήρχαν και βιβλιοθήκες κάθετες προς το χώρο των δωματίων, σαν χωρίσματα στη μέση. Τα βιβλία ήταν εκλεκτά και ακριβά, σε γαλλική κυρίως γλώσσα. Μυθιστορήματα, ποιήματα, μελέτες, βαριές καλλιτεχνικές εκδόσεις. Και ήταν διαβασμένα βιβλία, χρησιμοποιημένα βιβλία – ζεστά. Γεμάτα σκόνη, βέβαια. «Μια βδομάδα κουβαλούσαν οι κληρονόμοι τη βιβλιοθήκη του. Είχε αγανακτήσει η γειτονιά». Ο κύριος Ναπολέων! «Κανείς δεν ξέρει την τύχη της βιβλιοθήκης του». Είναι εφτάψυχα τα βιβλία, εμείς να δούμε τι θα απογίνουμε. «Όλοι οι παλιοί εξέλιπαν πια, μόνο εγώ απόμεινα». Ο κύριος Κώστας! Καμιά μέρα θα γκρεμίσουν και το σπίτι ή θα το κάψουν. Κανείς δεν άκουσε την πιστολιά! Ούτε πρόκειται ν΄ ακούσει.

Πικρή αλλά γνωστή πια η μοίρα του γείτονά μου Λαπαθιώτη. Η μοίρα του γείτονά του όμως άγνωστη. Ο κύριος Γιώργος!

Περιοδικό «η λέξη», τεύχος 33, Μάρτιος – Απρίλιος 1984, σ. 204-216.

ΠΕΝΗΝΤΑ ΣΥΝ ΚΑΤΙ

ΠΕΝΗΝΤΑ ΣΥΝ ΚΑΤΙ

για τον Λαπαθιώτη



του Α. Β. Στρατή





Α



Το 1994 συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από τον θάνατο του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ο οποίος τη νύχτα της 7ης προς 8ης Ιανουαρίου 3944 αυτοκτόνησε στο σπίτι του, που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Κουντουριώτη και Οικονόμου - πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο.

Ανακάλυψα αυτό το σπίτι, πριν από μερικά χρόνια, διαβάζοντας ένα κείμενο του Γιώργου Ιωάννου, όπου ο συγγραφέας - με το λιτό και υπαινικτικό ύφος του - μας μιλά για τη ζωή και το έργο του «γείτονα» του ποιητή. Θορυβημένος μάλιστα από την ερείπωση του αναφέρει ότι έχει συντάξει και αποστείλει μιαν αναφορά προς το υπουργείο Πολιτισμού πρώτα, και κατόπιν προς τον δήμο Αθη­ναίων, με την οποία ζητά και τη διάσωση του. Προτείνει δε ως καλύτερη λύση αφ' ενός να κηρυχθεί διατηρητέο κτίσμα, αφ' ετέρου να στεγαστεί εκεί το πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο της περιο­χής των Εξαρχείων.

Περνώ κι εγώ συχνά έξω από το σπίτι του Λαπαθιώτη και διαπιστώνω το ρήμαγμα, τη φθορά και την εγκατάλειψή του. Μέσα δεν έχω μπει ποτέ, αλλά φαντάζομαι ότι κι εκεί το μέγεθος της λεηλασίας θα είναι ανυπολόγιστο. Γιατί - εδώ και επτά χρόνια που έχω εγκατασταθεί στην Αθήνα - εξακολουθεί να παραμένει στην ίδια άθλια κατάσταση.

Κάποιος πρόθυμος εργολάβος θα βρεθεί, για ν' αναλάβει την κατεδάφιση και την ανέγερση - στη θέση του – μιας σύγχρονης πολυκατοικίας. Κι αν δεν βρεθεί αυτός, ο άλλος μεγάλος εργολάβος, που ήδη το έχει περιλάβει, θα το περιποιηθεί. Για το πέρασμα του χρόνου μιλώ, αφού η πολιτεία και τα όργανα της συνεχίζουν να αδιαφορούν.



Β



Για τον αναγνώστη ο οποίος ενδιαφέρεται για τα βιογραφικά στοιχεία του ποιητή - περιληπτικά - θ' αναφέρω τα ακόλουθα:

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1888 στην Αθήνα. Ήταν το μοναχοπαίδι πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας. Η μητέρα του ήταν ανηψιά του Χαρίλαου Τρικούπη, στο σπίτι του οποίου ανατράφηκε. Οι προγονοί της συμμετείχαν στην έξοδο του Μεσολογγίου κατά τη διάρκεια της ελληνικής επα­νάστασης. Ο πατέρας του - Κυπριακής καταγωγής - ήταν στρατιω­τικός και συγχρόνως μαθηματικός. Μάλιστα, ως οπαδός του Βενιζέ­λου, είχε γίνει και υπουργός σε δύσκολες και ταραγμένες εποχές του πολιτικού βίου μας.

Τα πρώτα του μαθήματα τα διδάσκεται κατ' οίκον. Εκτός από τα ελληνικά, έμαθε γαλλικά και αγγλικά. Αν και ποτέ δεν πήρε μαθήματα ιταλικών, τα μιλούσε αρκετά καλά. Ο Τέλλος Άγρας αναφέρει ότι ο Λαπαθιώτης γνώριζε και τα Αρβανίτικα, για τα οποία σχεδίαζε κι ένα λεξικό. Επίσης πήρε μαθήματα μουσικής με δασκάλα του στο πιάνο την Αθηνά Σερεμέτη. Τέλος, όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής, αν και δεν παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφι­κής, είχε «μια φυσική κλίση στο σκιτσάρισμα».

Το 1899 γράφεται στο Εθνικό Λύκειο και το 1905 εισάγεται στη Νομική Σχολή, από την οποία αποφοίτησε το 1909, χωρίς όμως -στη συνέχεια - ν' ασκήσει κάποιο επάγγελμα σχετικό με τις σπουδές του, γιατί μόλις πληροφορήθηκε ότι έπρεπε να κάνει την πρακτική άσκηση του σε κάποιο δικηγορικό γραφείο κι έπειτα να δώσει νέες εξετάσεις, «τότε παραιτήθηκα ολότελα, και διαβολόστειλα και τα νομικά και το καλό τους»!

Το 1914 υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία. «Τον Ναπολέο­ντα τον βαφτίσαμε Κομήτη του Χάλεϋ, που τόσο μας είχε ανησυχή­σει το 1911. Τόσο σπάνια τον βλέπαμε», παρατηρεί ο Τάσος Ι. Μουμτζής, ο οποίος ήταν ο προπαιδευτής του.

Όταν ήταν μικρός, η οικογένεια του μετακόμιζε συχνά από σπίτι σε σπίτι. Τουλάχιστον δέκα μετακομίσεις, μέχρι το 1902 στο κέντρο της Αθήνας και κυρίως γύρω από την πλατεία της Ομόνοιας, τις οποίες ο ποιητής περιγράφει στην αυτοβιογραφία του. Έπειτα εγκαταστάθηκαν στο προαναφερόμενο ιδιόκτητο σπίτι, με αποτέλεσμα, «απ' τα κεντρικά μας σπίτια να βρεθούμε σε μια ερημιά - γιατί το μέρος ήταν ερημιά, για τη μικρή πρωτεύουσα της εποχής εκείνης».

Παρά το γεγονός αυτό ήταν πιστός και θερμός εραστής της Αθήνας, γιατί ταξίδεψε ελάχιστα. Όλα τα ταξίδια του Λαπαθιώτη -εκτός από ένα - γίνονται μέσα στην επικράτεια, εξαιτίας των μεταθέσεων και μετακινήσεων του πατέρα του. Αρκεί να σκεφτούμε και τον άλλο ποιητή εκείνης της εποχής, τον Κώστα Ουράνη, ο οποίος ταξίδευε συνεχώς στην Ευρώπη. Άλλωστε η αγάπη του για την πρωτεύουσα αποδεικνύεται και από τις νυχτερινές περιπλανή­σεις του ποιητή «στις μικροσυνοικίες - στο Μεταξουργείο, το Θησείο, τη Δεξαμενή και. το Παγκράτι» ή ακόμα και έξω από τα όρια της Αθήνας, όπως στον Πειραιά ή το Μενίδι.

Το 1896 διαμένει για έξι μήνες στο Ναύπλιο μαζί με την οικογένεια του. Το 1897 ταξιδεύει με την μητέρα του στο Αγρίνιο, όπου τους είχε προσκαλέσει ο πατέρας, επειδή «εκεί είχαν συγκε­ντρωθεί τα στρατεύματα μας κατεβαίνοντας από την Ήπειρο», μετά το τέλος του πολέμου. Εκεί έμειναν «όλο το καλοκαίρι και μέρος του φθινοπώρου». Το 1903, εξαιτίας της υποψηφιότητας και εκλο­γής του πατέρα του ως βουλευτή, συμμετέχει στην περιοδεία της οικογένειας του στον Τΰρναβο.

Επειδή ο πατέρας του προσχώρησε στο κίνημα του Βενιζέλου, ταξίδεψε μαζί του το 1916 στη Θεσσαλονίκη. «Πολλοί παλαιοί μου φίλοι, όταν εγύρισα, έπαψαν να με χαιρετούν... τ' ότι προσχώρησα στο κίνημα κείνο ήτανε γι’ αυτούς ατιμία, που δε μπορούσε με κανένα τρόπο να μου συγχωρεθεί». Τις τελευταίες μέρες του ίδιου έτους ακολουθεί πάλι τον πατέρα του -ως ιδιαίτερος γραμματέας- στην Αίγυπτο, όπου και έμειναν τους πρώτους μήνες του 1917. Στην Αλεξάνδρεια γνωρίζεται με τον Καβάφη. Από τότε αρχίζει η φιλία των δύο ποιητών, οι οποίοι και αλληλογραφούσαν - αραιά - μεταξύ τους, μέχρι το θάνατο του τελευταίου το 1933.

Ο Τάκης Παπατζώνης αναφέρει μια θαλάσσια εκδρομή τους, με το πλοίο της γραμμής, στα Μέγαρα, και παρατηρεί, ότι κατά την διάρκεια της βρισκόντουσαν υπό την επίδραση της ανάγνωσης του βιβλίου του Ε.Α. Πόε «Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ». Ο Κλέων Παράσχος, τέλος, είναι εκείνος που κάνει λόγο για «μια τριήμερη αυτοκινητική εκδρομή στην Πελοπόννησο (Κόρινθο, Μυκήνες, Άργος, Ναύπλιο, Επίδαυρος) με τον Σικελιανό», του οποίου - άλλωστε - ήταν προσκεκλημένοι. Ο ίδιος επίσης μας αποκαλύπτει ότι το μοναδικό ταξίδι που έκανε συχνά ο Λαπαθιώ-της ήταν εκείνο μεταξύ Αθήνας-Πάτρας, επειδή στην τελευταία πόλη υπήρχαν οικογενειακά κτήματα, και συμπληρώνει ότι «άλλα ταξίδια ή εκδρομές στην Ελλάδα δεν πιστεύω να έκανε».





Γ



Στα γράμματα και στις τέχνες εμφανίζεται για πρώτη φορά με δημοσιεύσεις του στο περιοδικό «Διάπλαση των παίδων» το 1897 -σε ηλικία μόλις εννέα ετών- με το ψευδώνυμο «Αιθήρ». Αργότερα επανεμφανίστηκε στο ίδιο περιοδικό με το ψευδώνυμο «Όψιμος Κρίνος». Επίσημα εμφανίζεται το 1901, όταν ο πατέρας του τυπώνει το έμμετρο θεατρικό έργο του «Νέρων ο Τύραννος».

Φαίνεται ότι, εκτός από το τύπωμα, ο πατέρας του Λαπαθιώτη ανέλαβε και τις διορθώσεις του κειμένου του νεαρότατου και επίδο­ξου συγγραφέα. Ο ίδιος ο ποιητής -αργότερα- στην αυτοβιογραφία του αναφέρει: «Στον Νέρωνα τον Τύραννο υπήρχε κι ένας αναχρο­νισμός, ένας πρώτου μεγέθους μαργαρίτης! Σε κάποιο μέρος η Οκταβία έλεγε στον Οκτάβιο, τη στιγμή που αυτός λιποψυχούσε, απ' το φλογερό τον έρωτά του:



«Αλλά, Οκτάβιε, λοιπόν, τι έχεις; Έχεις ρίγη;

Το πρόσωπό σου χλώμιασε! Θέλεις σαμπάνια λίγη;»



Πριν όμως τυπωθεί, ο πατέρας μου επενέβη και μου τον διόρθωσε: «Το πρόσωπο σου χλώμιασε! Τί αφορμή σε θίγει;»

Κι έτσι το έργο είδε άμεμπτο το φως, σ' άψογους κι ομαλότατους δεκαπεντασύλλαβους».

Τέλος, το 1905, εμφανίζεται με δύο ποιήματα του, τα «Έκσταση» και «Το παράπονο του τραγουδιστή», στις σελίδες του λογοτεχνικού περιοδικού «Νουμάς». Από τότε αρχίζει να δημοσιεύει συνεχώς το έργο του σε διάφορα περιοδικά της Αθήνας, της Κύπρου και της Αιγύπτου.

Όταν ήταν ακόμα παιδί, εξέδιδε σε ένα αντίτυπο μιαν εβδομα­διαία καλλιτεχνική εφημερίδα, της οποίας ο τίτλος άλλαζε συχνά: Ωχρόν Λυκόφως, Μελέτη, Πάρθιον Βέλος· γεγονός που επανέλαβε και το 1925 σε συνεργασία με τον Ν. Χάγερ-Μπουφίδη, όταν εξέδω­σαν την εφημερίδα «Καλλιτεχνική και Φιλολογική Ζωή», η οποία κυκλοφόρησε μόλις τρεις φορές, κι έπειτα διέκοψε την έκδοση της.

Ήταν, επίσης, ένας από τους δέκα ιδρυτές και συντάκτες του λογοτεχνικού περιοδικού «Ηγησώ». Στην αυτοβιογραφία του -μάλι­στα- μας παρέχει αρκετές πληροφορίες για τη διαδικασία έκδοσης του περιοδικού και τους συνεργάτες του, παρατηρώντας: «Τώρα που συλλογίζομαι το μηχανισμό εκείνης της εκδόσεως, βλέπω πως το σύστημά της ήταν τέλειο».

Το 1914 δημοσιεύεται στο περιοδικό «Νουμάς» το περίφημο «Μανιφέστο» του. Το κείμενο αυτό ξεσήκωσε φιλολογικές θύελλες και τάραξε τα λιμνάζοντα νερά στο χώρο της καλλιτεχνικής δημι­ουργίας, αφ' ενός μεν διότι επιτίθεται στους παλιότερους καλλιτέ­χνες και συγγραφείς, αφ' ετέρου δε επειδή προσκαλεί τους νεότε­ρους να συνεργαστούν μαζί του για «το γκρέμνισμα των Ψεύτικων Ειδώλων που κυριαρχούν».

Πρέπει να παρατηρήσουμε, όμως, ότι ο Λαπαθιώτης όχι μόνο δεν αποσκοπούσε σε αυτή την επίθεση, αλλά ούτε μπορούσε να προβλέψει τις συνέπειες και τις αντιδράσεις που προκάλεσε η δημοσίευση αυτού του κειμένου. Επιφυλλίδες και άρθρα των παλιό­τερων συγγραφέων που τον κατακεραυνώνουν, συναντήσεις των νεότερων, οι οποίοι είχαν ενθουσιαστεί και στις οποίες δεν πήγε ποτέ ο ίδιος, αν και τον περίμεναν. Στο τέλος ο ποιητής, προκειμέ­νου να εκτονωθεί η κρίση που είχε ξεσπάσει, ομολόγησε ότι αυτό το κείμενο το έγραψε σε μια στιγμή ανίας, επειδή δεν είχε ποιητική έμπνευση.

Μόλις το 1939, μετά από μια τριανταπεντάχρονη συνεχή παρου­σία του στα νεοελληνικά γράμματα κυκλοφορεί σε βιβλίο μια πρώτη επιλογή ποιημάτων του, η οποία περιέχει πενήντα μονάχα τίτλους και όπως παρατηρεί ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος «αντιπροσωπεύ­ουν λιγότερο από το ένα τέταρτο της συνολικής παραγωγής του».

Ως προς τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ήταν κι αυτός υποστηρι­κτής του Βενιζέλου, με τον οποίον είχε γνωριστεί στη Θεσσαλονίκη το 1916. «Τα ελληνικά γράμματα περιμένουν πολλά από την πένα του κυρίου Λαπαθιωτη. Ξέρω πόσο τα τιμάτε και χαίρω εξαιρετικά που μου δίνεται η ευκαιρία να σας εκφράσω και προσωπικά τη βαθειά και ειλικρινή εκτίμηση μου», φέρεται, να είπε ο Βενιζέλος στον ποιητή, όταν συναντήθηκαν.

Άλλωστε και μερικά σατιρικά στιχουργήματα του Λαπαθιωτη μάς δείχνουν τα σφοδρά αντιβασιλικά του αισθήματα:

«Φίλος καλός - μάλλον κακός, καθό βασιλικός

με ρώτησε αν συμπαθώ τα ζώα· κι εις εκείνου

την πρότασιν απήντησα επιγραμματικώς:

Όλα τα ζώα τ' αγαπώ - εκτός του Κωνσταντίνου».

Αργότερα, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, βοήθησε κι έκρυψε στο σπίτι του «παράνομους» και κυνηγημένους. Σχεδόν όλοι όσοι έγραψαν για τον Λαπαθιώτη, δεν μας αποκαλύπτουν αυτή την πτυχή της ζωής του, ενώ -αντίθετα- είναι πρόθυμοι και ικανοί να μας παρουσιάσουν άλλες -προσωπικές και ιδιαίτερες- στιγμές της. Ίσως και να μην γνώριζαν.

Πρώτος ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς μας κάνει λόγο γι' αυτό το γεγονός: «Ο Λαπαθιώτης, πριν αυτοκτονήσει, φρόντισε ν' αποκτή­σει σύνδεσμο με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής Εξαρχείων, όπου κατοικούσε, και μια μέρα έμπασε, μυστικά στο σπίτι του, μια ομάδα ανταρτών και τους πρόσφερε για τον αγώνα, τα όπλα του πατέρα του».

. Ο κριτικός της λογοτεχνίας, επίσης, ο Βάσος Βαρίκας, συμπληρώνει: «Σημειώνω ενδεικτικά τη συμπάθεια, που από τα πρώτα ακόμη χρόνια του Μεσοπολέμου, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες πληροφορίες, έδειχνε ο Λαπαθιώτης προς το σοσιαλιστικό κίνημα, φτάνοντας ως το σημείο να παρακολουθεί ακόμη και δημόσιες συγκεντρώσεις, και που συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του, αφού και στην πλήρη κατάρρευση του, κατά την κατοχή, δεν αρνιόταν να φιλοξενήσει στο σπίτι του παράνομους».

Άλλωστε έχουν δημοσιευτεί και σχετικά κείμενά του, όπως το «Τραγούδι για το ξύπνημα του Προλεταριάτου», καθώς επίσης και μερικοί στοχασμοί του για τον κομμουνισμό, όπως εκείνος της 22ας Απριλίου 1928: «Θέλω τον ερχομό της κομμουνιστικής κοινωνίας με την ελπίδα ότι αυτή μέλλει να κινηθεί πλησιέστερα προς το πνεύμα της στοργής και της δικαιοσύνης». Όντας όμως ο ποιητής ένας οξυδερκής άνθρωπος, και αντιλαμβανόμενος το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα σε μια θεωρία ιδεών και την πρακτική εφαρμογή της, συμπληρώνει: «Από τη στιγμή που θα πειστώ ότι δεν πρόκειται να φέρει παρά μόνο μερικές, πολύ σχετικές τροποποιήσεις των ανθρω­πίνων συνθηκών και σχέσεων, χωρίς άλλα σοβαρά παρακολουθήματα, η υπόθεση αυτή θα πάψει αυτομάτως να μ’ ενδιαφέρει».

Σ’ έναν άλλο στοχασμό του 1931 παρατηρεί: «Κάθε ιδεολογία γενικά -κι η πιο αγνή κι η πιο εκλεπτυσμένη- έχει ένα πολύ λεπτό σημείο, που ξεπερνώντας το λεπτό αυτό σημείο, επιστρέφει στην ηλιθιότητα», δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη βαθύτερη αμφιβο­λία και τις αμφισβητήσεις του προς κάθε είδους πολιτικά συστή­ματα- τα οράματα και τις επαγγελίες τους. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε και την επιστολή του Λαπαθιωτη -με ημερομηνία 1-5-1927- προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο, με την οποία, «για να είμαι απολύτως συνεπής προς τις υπαγορεύσεις της συνειδή­σεώς μου» -όπως γράφει ο ποιητής- ζητά «τον διακανονισμό μιας υποθέσεως χαρακτήρος εντελώς προσωπικού - που αφορά τας σχέ­σεις μου με την εκκλησία». Συγκεκριμένα ζήτησε τη διαγραφή του από τις δέλτους της χριστιανικής εκκλησίας. Πρέπει -επιπλέον- να προσθέσουμε ότι αυτή η ενέργεια του δεν είναι αποτέλεσμα της συμπάθειας του προς τον κομμουνισμό, αλλά -μάλλον- μια υπαγό­ρευση των γενικότερων αισθητικών πεποιθήσεων του ποιητή.





Δ



Ακόμα κι όσο ζούσε ο Λαπαθιώτης, αλλά -πολύ περισσότερο-μετά τον θάνατο του, γράφτηκαν πολλά και διάφορα για τον τρόπο ζωής του ποιητή. Μιας ζωής που -σαφώς- κινιόταν έξω από τα κοινά αποδεκτά πλαίσια της εποχής του, γεμάτης ακραίες εμπειρίες, που -αναμφίβολα- τον έφεραν αρκετά κοντά με το κοινωνικό γίγνε­σθαι και τις ποικίλες ζυμώσεις κι εξελίξεις της εποχής του. Αν ο ποιητής ζούσε σήμερα, οι επιλογές του δεν θα προκαλούσαν ιδιαίτε­ρες αντιδράσεις· ίσως και να μας φαίνονταν, «φυσιολογικές», σύμ­φωνες, σχεδόν με τους «ρυθμούς» της δικής μας εποχής.

Μέσα στα πλαίσια, όμως, της εποχής που έζησε -στη μικρή Αθήνα των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας- ο τρόπος ζωής τού ποιητή αποτελούσε μια διαρκή πρόκληση στα μάτια των ανθρώπων. Όμως, όπως έγραφε κι ο ίδιος ο Λαπαθιώτης, το 1908, σ’ ένα κείμε­νό του για τη ζωή και το έργο τού Όσκαρ Ουάιλντ, η κοινωνία μπορεί να ταράσσεται και να εκπλήσσεται, αλλά «η κοινωνία ήτο πάντοτε αρκετά ταπεινή, ώστε να βλέπει όλα τα πράγματα από κάτω...»

Δεν πρόκειται ν’ αναφερθώ στο γεγονός της ομοφυλοφιλίας του ή την χρήση ναρκωτικών ουσιών. Ήδη το έχουν επιχειρήσει άλλοι, με αποτέλεσμα να γνωρίζουμε σήμερα περισσότερα για τη ζωή, παρά για το έργο του ποιητή. Η ζυγαριά έχασε την ισορροπία της, και το βάρος έπεσε στην ιδιότητα του ως «παραστρατημένου» ανθρώπου, αντί σ’ εκείνην του δημιουργού.

Άλλωστε, αυτές οι καταστάσεις πραγμάτων -το σκάλισμα και ξεψάχνισμα του βίου ενός καλλιτέχνη- ενδιαφέρουν μονάχα όσους αρέσκονται σε σκανδαλολογίες και -κατά συνέπεια- σε ηθικολογίες. Εξάλλου, οι συγκεκριμένες αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες του Λαπαθιώτη, αποτελούν έναν ολόκληρο τρόπο ζωής και σκέψης, τον οποίον ένας άλλος άνθρωπος περισσότερο μπορεί να βιώσει παρά να γράψει -υποθετικά- γι' αυτόν.

Αντίθετα, προτιμώ ν’ αναφερθώ στην αγάπη που έτρεφε για την μητέρα του, με αποτέλεσμα να γράψει μερικά από τα καλύτερα ποιήματα του, εξ αιτίας του θανάτου της, όπως παρατηρεί ο Μιχά­λης Μερακλής. Ο ίδιος θέτει και το ζήτημα αυτής της αγάπης στις πραγματικές του διαστάσεις, όταν γράφει: «Την είπαν παθολογική, την συσχέτισαν με την ομοφυλοφιλία του (...) Η αγάπη του γιου στη μητέρα του, έστω και υπερβολική, δεν είναι ανώμαλη -αυτή τη λέξη τη χρησιμοποιούμε συχνά δίχως σύνεση».

Γιατί να μην αναφερθούμε και στις 154 μουσικές συνθέσεις του Λαπαθιώτη -όσες ακριβώς και τα επίσημα ποιήματα του Καβάφη-όπου «σ' όλες τις συνθέσεις, η ψυχή του ποιητή φανερώνεται ανώτερη και ψηλότερη από τις ψυχές άλλων μουσικών, τέλεια μυημένων στα μυστήρια κάθε τεχνικής επιστημοσύνης, τόσο μάταιης -αλλοίμονο- όταν λείπει το ένστικτο και το πάθος», Ή στην «υπερ­βολική» αγάπη, τρυφερότητα και στοργή που έδειχνε προς τα ζώα -και ιδιαίτερα στις γάτες;

«Ώσπου να ετοιμαστεί, τον περίμενα στο παλιό αρχοντικό σαλόνι του σπιτιού του, όπου μου κρατούσε συντροφιά η μητέρα του, η Μεσολογγίτισα, ενώ στα πόδια μας μπερδευόντουσαν οι πολυάριθμες γάτες του ποιητή. -Εγώ που ονειρευόμουν να πάρω στα γόνατα μου τα παιδάκια του, τώρα νταντεύω τις γάτες του, μου είπε ένα βράδυ αναστενάζοντας η μητέρα του, μαρτυρά, ένας φίλος του».

Εκτός από μερικούς στοχασμούς του με περιεχόμενο την αγάπη του ανθρώπου προς τα ζώα, ο Λαπαθιώτης στην αυτοβιογραφία του μας περιγράφει την πρώτη πραγματική οδύνη που ένιωσε, όταν ήταν παιδί, εξαιτίας του θανάτου ενός μικρού άσπρου γατιού που είχε, ενώ στο ημερολόγιο του σημειώνει ένα περιστατικό με μιαν άρρωστη γάτα που συνάντησε τυχαία μια νύχτα Χριστουγέννων στην οδό Πατησίων.

Γιατί εδώ, βέβαια, σ' αυτές τις «ιδιαιτερότητες» μπορεί να ανιχνεύσει και να εντοπίσει κανείς την ευαισθησία, την καλλιέργεια και την ποιότητα ενός ανθρώπου.

Δεν εργάστηκε ποτέ, αλλά ζούσε από τα αποθέματα της οικογε­νειακής περιουσίας. Όταν άρχισαν να σώνονται κι αυτά, αφού πρώτα -βέβαια- είχαν πεθάνει οι γονείς του, «άρχισε να πουλά τα πρώτα, πιο περιττά πράγματα. Προχώρησε στα κοσμήματα και στα χρυσαφικά. Συνέχισε με τ' αντικείμενα που δεν επρόκειτο να χρησι­μοποιήσει ποτέ: τ! ασημικά και τα παλιά σερβίτσια. Θησαυροί, όλ’ αυτά, για ένα κομμάτι ψωμί. Το κτήμα στην Πάτρα επίσης. Για να καταλήξει στα βιβλία», για το ξεπούλημα των οποίων μας παρέχει πληροφορίες ο Γιώργος Ιωάννου.

Ο θάνατος της μητέρας του το 1937 και του πατέρα του το 1941, οι οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οι σωματικές και ψυχικές ταλαιπωρίες που είχε υποστεί, επεξέτειναν την -αυξανόμενη με το πέρασμα του χρόνου- μοναξιά και μελαγχολία του, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί -με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια- στην αυτοχειρία, θέτοντας ένα τέλος στη ζωή του, μονάχα με «μια κίνηση περήφανη κι απλή (..) που θα 'χει κάνει ο μυς ενός δαχτύλου σ' ένα μικρό μοχλό μιας μηχανής» όπως ο ίδιος έγραψε σ' ένα πεζό ποίημα του, για τον άλλο αυτόχειρα ποιητή μας.

Η τελευταία και αναπόφευκτη λεπτομέρεια: ο ποιητής «κηδεύ­τηκε με έρανο έπειτ' από τέσσερις ημέρες, κατά την επιθυμία του», φοβούμενος το φαινόμενο της νεκροφάνειας, το οποίο -σε νεαρή ηλικία- είχε συμβεί στη μητέρα του.





Ε



Θα παραπέμψω τον αναγνώστη, που ενδιαφέρεται για περισσότερες λεπτομέρειες, πρώτ' απ' όλα στην αυτοβιογραφία του Λαπαθιώτη με τίτλο «Η Ζωή μου». Το κείμενο αυτό καλύπτει την χρονική περίοδο από τη γέννηση του ποιητή, μέχρι και τις αρχές του έτους 1917, όταν -πια- συμπλήρωνε τα 29 χρόνια του βίου του. Στο κείμενο αυτό πρέπει να σκύψουμε και να επικεντρώσουμε το ενδια­φέρον και την προσοχή μας, γιατί πολλά από τα κείμενα που γράφτηκαν για τη ζωή και το έργο του, τον παραμορφώνουν, κι αντί να μας διαφωτίζουν, μας παραπλανούν.

Πρέπει -βέβαια- να είμαστε προσεκτικοί, γιατί γράφοντας κάποιος για τη ζωή του, υπάρχει ο κίνδυνος να παρουσιάζει κάποιες στιγμές της ελαφρά τροποποιημένες, και κάτω από το πρίσμα μιας οπτικής προσέγγισης διαφορετικής κι αναθεωρημένης σε σχέση με τα ίδια τα γεγονότα και την εποχή τους. Παρά το γεγονός ότι πολλοί που το επιχείρησαν δεν κατόρθωσαν να αποφύγουν αυτόν τον σκόπελο, διαπιστώνω ότι δεν συμβαίνει αυτό με τον Λαπαθιώτη. Ανακαλύπτω ότι είναι αρκετά ειλικρινής και ευθύς, χωρίς την ανάγκη να μεταμφιέζει τις περιστάσεις του βίου του.

Ακόμα και για θέματα που δεν μπορεί να θίξει άμεσα, να τα πει «έξω απ’ τα δόντια», όπως η χρήση ναρκωτικών και η ομοφυλοφι­λία του, χωρίς να τα αποκρύβει, τα αφήνει να υπονοηθούν. Σε μια συνέντευξη του 1931, αναφερόμενος στις νυχτερινές περιπλανήσεις του, δηλώνει: «Συχνάζω όπου τύχει. Πότε βρίσκομαι προς τα μέρη της Παλιάς Αγοράς, πότε στον Πειραιά, και πάντα θα βρεθεί και κάποιο καφενεδάκι που να διανυκτερεύει, στο οποίο, όταν κάθο­μαι, μου αρέσει να πίνω κι ένα ναργιλέ».

Στην αυτοβιογραφία του μας μιλά για τις νύχτες που πέρασε στην Αίγυπτο, για τις γνωριμίες του με διάφορους ντόπιους «ιθαγε­νείς» και για την επίσκεψη του «σ' ένα αυθεντικό, αράπικο χασισοποτείο, εξαιρετικού ενδιαφέροντος, όπου και παρακολούθησα, επάνω στα ντιβάνια, το κλασικό κάπνισμα του απαγορευμένου παυσώδυνου, μέσα στην υποβλητικότατη ατμόσφαιρα των τεχνητών γήινων παραδείσων».

Τέλος, εκτός από ένα μέρος των στοχασμών του με θέμα τους την ομοφυλοφιλία, οι οποίοι δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατο του, σε μιαν άλλη συνέντευξη του, το 1938, ο Λαπαθιώτης δηλώνει: «Στα παιδικά μου χρόνια είχα κάποιες έντονες συμπάθειες (προς το θήλυ), αλλά στην ακαθόριστη εκείνη ηλικία, τη μεταβατική, συμβαί­νουν τέτοιες προσωρινές διαστροφές».

Ο φιλοπερίεργος αναγνώστης, εφόσον επιμένει, μπορεί ν' αντλήσει πρόσθετες πληροφορίες για τον ποιητή, εκτός από τις δύο προαναφερόμενες συνεντεύξεις του, και από τα διάφορα κείμενα τρίτων, που έχουν δημοσιευτεί σε αφιερώματα λογοτεχνικών περιο­δικών, στον Λαπαθιώτη.

Επίσης, δεν μπορώ να παραλείψω την άψογη και υποδειγμα­τική προσέγγιση που επιχειρεί ο Τάσος Κόρφης στο βιβλίο του: «Ναπολέων Λαπαθιώτης. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του». Φαίνεται πως ο Τ. Κόρφης δεν έχει ξεχάσει το παλιό αξίωμα, σύμφωνα με το οποίο η ποίηση «μιλά» πρώτα στην καρδιά, πι έπειτα στον εγκέφαλο. Με γνήσια κριτική ματιά, χωρίς φόβο και πάθος, με βαθιά ειλικρίνεια και σθένος, μας παρουσιάζει τον άνθρωπο και το έργο του.





Ζ



Αντίθετα, ως παράδειγμα προς αποφυγήν, θ' αναφερθώ στη θρασύτατη «τυμβωρυχία» που επιχείρησαν μερικοί -συγγραφείς και κριτικοί- σε βάρος του Λαπαθιωτη. Αναφέρομαι -βέβαια- στην εισαγωγή, τον σχολιασμό και γενικά την επιμέλεια του Άρη Δικταίου στη μεταθανάτια έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιωτη το 1964. Ο επιμελητής προχώρησε σε μια μεροληπτική και σκανδαλολογική παρουσίαση του ποιητή, γιατί ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη ζωή, παρά για το έργο του.

Στην κριτική που έγραψε ο Βάσος Βαρίκας με αφορμή την έκδοση αυτού του βιβλίου, αφού διαπιστώνει τη μονομέρεια του επιμελητή, συμπληρώνει: «θα πρόσθετα μάλιστα ότι στις σελίδες αυτές δεν συναντάμε, όσο και αν το επιδιώκει ο συγγραφέας τους, τον αντικειμενικό μελετητή. Υπεισέρχεται κάτι το προσωπικό, ένα πάθος, που φτάνει κάποτε ως την "αντιδικία", το οποίο και ιδιαί­τερα τις χρωματίζει».

Ο ίδιος ο Δικταίος, όταν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του, για παράβαση του νόμου «περί ασέμνων» -το 1965- επειδή στο βιβλίο υπήρχε μια σειρά σχεδίων του Δ. Μεζίκη με γυμνούς νεα­ρούς, αναρωτιέται ρητορικά στο απολογητικό του υπόμνημα, αν η εργασία του δυσφημεί τον άνθρωπο και τον ποιητή και αποφαίνεται ακριβώς το αντίθετο: «Από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα η αγάπη του κρίνοντος προς τον κρινόμενον είναι έκδηλος».

Δεν ξέρω αν η αγάπη αυτή είναι φανερή ή αν υπάρχει κάποιο υπόγειο ρεύμα που την υποσκάπτει και τη διαβρώνει. Αρκεί να θυμηθώ τις σελίδες όπου ο Δικταίος περιγράφει την πρώτη του συνάντηση με τον Λαπαθιώτη, στο εστιατόριο «Ελληνικόν» στην Ομόνοια, παρόντος και του Μήτσου Παπανικολάου, και να τις συγκρίνω με το κείμενο του Σάββα Χαρατσίδη, όπου ο σκηνογρά­φος περιγράφει την πρώτη φορά που είδε τον ποιητή ή εκείνο του Π. Γλέζου. Αρκεί αυτό μονάχα για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.

Δεν εξετάζω το κείμενο του Αλεξ. Αργυρίου «Ένας Λαπαθιώ­της κοιταγμένος μεροληπτικά, στο όνομα μιας νέας τεχνοτροπίας». Ήδη έχει ασχοληθεί μαζί του -διεξοδικά και με επιτυχία- ο Τ.

Κόρφης στο κείμενο του «Προς κατεδάφισιν κι ο Λαπαθιώτης; Μια συναισθηματική υπεράσπιση».

Μια άλλη παρουσίαση επιχειρεί ο Λεωνίδας Χρηστάκης με το κείμενο του «Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ωραιοποίηση των πάντων κι ας βουρλίζεται η Ιστορία». Αν και κατηγορεί τον Δικταίο ως παθογράφο, ισχυρίζεται ότι ο ίδιος δεν ακολουθεί αυτή την τακτική, επειδή το απεχθάνεται· όμως, παρά το γεγονός αυτό δεν μας πείθει για τις αγαθότερες προθέσεις του, αφού το κείμενο του μπορεί -επάξια- να λάβει τον χαρακτηρισμό ενός λιβέλλου.

Δανείζεται -μάλιστα- τον υπότιτλο του κειμένου του από την εισαγωγή του Δικταίου, την οποία χαρακτηρίζει ως θαυμάσια εργα­σία! Αν και δηλώνει ότι τον ενδιαφέρει περισσότερο ο άνθρωπος, παρά ο συγγραφέας, συχνά παραβιάζει αυτή την αρχή. Προφανώς αγνοεί ότι ο άνθρωπος και το έργο του είναι ένα αδιαίρετο σύνολο. Πόσο μάλλον στην περίπτωση του Λαπαθιώτη, όπου ζωή και έργο ταυτίζονται με απόλυτη ακρίβεια και συνέπεια, ως γνήσιος γόνος του αισθητισμού που ήταν ο ποιητής.

Επιπλέον προχωρά σε μια σειρά από σημαντικά λάθη και προχειρότητες, τα οποία -ακόμα και με τη συνδρομή της πιο ελαστι­κής επιείκειας- ούτε δικαιολογούνται, ούτε συγχωρούνται. Αυτό δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της ελάχιστης σημασίας που απέδωσε στα διάφορα κείμενα που έχουν γραφτεί για τον Λαπαθιώτη, επειδή ανακαλύπτει ότι η σχετική βιβλιογραφία «στο σύνολο της, είναι μέτρια, ανεδαφική και συμπερασματική». Όλα τα κείμενα που γρά­φτηκαν για τον ποιητή «είναι τόσο αποσπασματικά και καθόλου σφαιρικά, που σου δημιουργούν κενά, παρά σου δίνουν τις αναμε­νόμενες απαντήσεις».

Για να καλύψει, λοιπόν, αυτά τα κενά και να βρει τις «αναμε­νόμενες απαντήσεις», ούτως ώστε να επιτύχει την «αυθεντική», όπως γράφει, σκιαγράφηση του Λαπαθιώτη, τον αντιμετωπίζει «με έναν τρόπο όχι ιστορικό ή γραμματολογικό, αλλά ανθρώπινο και ως ένα σημείο μυθοπλαστικό». Συμφωνούμε ως προς τον ανθρώπινο τρόπο αντιμετώπισης ενός συγγραφέα -πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να γίνει διαφορετικά;- αλλά θα διαφωνήσουμε ως προς τη μυθο­πλαστική μέθοδο, η οποία είναι επικίνδυνη, γιατί μπορεί να εκταθεί πέρα από κάθε όριο, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση.





Η



Ο ίδιος ο Λαπαθιώτης φρόντισε ελάχιστα το έργο του. Το σκόρπισε σε πλήθος περιοδικών, χωρίς να επιμεληθεί την αυτοτελή και πλήρη έκδοση του, εκτός από εκείνη την ισχνή επιλογή ποιημάτων του το 1939, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του να πέσει στα χέρια άλλων, οι οποίοι δεν το μεταχειρίστηκαν -πάντοτε- με τον καλύτερο τρόπο. Πιστεύω ότι αυτή η αμέλεια του ήταν μια από τις συνέπειες των ιδεών του αισθητισμού, τις οποίες είχε ασπαστεί ο ποιητής. Σε μια συνέντευξή του το 1931 δηλώνει: «Είμαι ευτυχισμέ­νος που δεν έχω τυπώσει ακόμα βιβλία. Σκεφθείτε, αν όσα τραγού­δια ή ό,τι άλλο έγραφα από τα είκοσι μου χρόνια, είχε στεγαστεί μέσα σε βιβλίο και ήταν τόσο εύκολο να με διαπομπεύει».

Αργότερα -βέβαια- όταν πια είχε παραιτηθεί από τη ζωή, αυτή η απροθυμία του, ως προς την έκδοση βιβλίων, είχε ως βάση της -όχι πλέον τον αισθητισμό, αλλά την αίσθηση της ματαιότητας των πραγμάτων. Ο Κλέων Παράσχος σε μια συνάντηση του με τον Λαπαθιώτη, μερικά χρόνια πριν αυτοκτονήσει, όταν τον ρώτησε γιατί δεν εκδίδει ένα νέο βιβλίο του: «τότε μ’ έναν τόνο που έσταζε άπειρη αθυμία κι απογοήτευση, αλλά και μια αδιαφορία ανθρώπου που σα να βγήκε από τη ζώνη της ζωής, μου είπε (το νόημα των λόγων του κρατώ): Δε βαριέσαι! Τι σημασία έχουν όλ’ αυτά. Σε βεβαιώ ότι δεν έχω την παραμικρότερη επιθυμία να δω τυπωμένο το έργο μου».

Να ήταν άραγε μονάχα αυτό; Ο αισθητισμός του, δηλαδή, στην αρχή και κατόπιν η αίσθηση της ματαιότητας που τον κατείχε; Ας μην ξεχνάμε ότι και πριν ακόμα κυκλοφορήσει η πρώτη επιλογή ποιημάτων του, είχε αρχίσει ήδη να ανατέλλει η μοντέρνα ποίηση στην Ελλάδα- ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης κι άλλοι ποιητές μιας «νέας» τεχνοτροπίας. Ίσως γι’ αυτό ακριβώς, αν και είχε ζητήσει την οικονομική ενίσχυση από την «Επιτροπή βοήθειας των πνευματικών αξιών της χώρας» μας, προκειμένου να εκδώσει μια δεύτερη επιλογή ποιημάτων του το 1943, με εβδομήντα τίτλους, την τελευταία στιγμή ματαίωσε την έκδοση της.

Τη μεταθανάτια έκδοση των ποιημάτων του, όσο επίμονα κι αν έψαξα, στάθηκε αδύνατο να την αποκτήσω, γιατί -εδώ και χρόνια-έχει εξαντληθεί. Πληροφορήθηκα μάλιστα ότι την ψάχνουν και πολλοί άλλοι, με αποτέλεσμα να συγκαταλέγεται πια στην κατηγο­ρία των σπάνιων βιβλίων. Μονάχα στα ράφια της Εθνικής Βιβλιο­θήκης την ανακάλυψα. Εκεί κατόρθωσα να την ξεφυλλίσω και να κρατήσω μερικές σημειώσεις.

Εκτός από τα ποιήματα, το υπόλοιπο έργο του Λαπαθιώτη είναι πλούσιο σε έκταση και είδη γραφής. Έμμετρα δράματα, θεα­τρικά έργα, σατιρικά στιχουργήματα, αισθητικά και κριτικά δοκί­μια, άρθρα για συγγραφείς, ένα ρομάντσο, ένα ημιτελές μυθιστό­ρημα, πεζά ποιήματα, διηγήματα, στοχασμοί, ημερολόγια, όνειρα και αρκετές μεταφράσεις.

Όμως, εκτός από αυτά, που τουλάχιστον ένα μέρος τους έχει δημοσιευτεί σε περιοδικά, υπάρχει κι ένα πλήθος αδημοσίευτων χειρογράφων, όπως προκύπτει από μιαν επιστολή του Λαπαθιώτη προς τον Πέτρο Χάρη, στις 18 Αυγούστου 1942. Με το γράμμα του αυτό ο ποιητής ζητά από το διευθυντή του περιοδικού «Νέα Εστία», σε συνεργασία με κοινούς φίλους -Άγρα, Παπατζώνη και Παράσχο- να αναλάβει την επιμέλεια και την έκδοση του έργου του -δημοσιευμένου και μη- το οποίο ο Λαπαθιώτης είχε συγκεντρώσει «σε συρτάρια και σ’ ένα μπαουλάκι».

Ο Π. Χάρης -ευγενικά κι ανθρώπινα- αρνήθηκε να αναλάβει αυτή την ευθύνη, γιατί -όπως ισχυρίζεται- «όποιος βρεθεί κοντά σε κουρασμένους από τη ζωή ανθρώπους», δεν θα συμφωνούσε, ούτε θα έδειχνε πρόθυμη ανταπόκριση στην πρόταση του Λαπαθιώτη, γιατί αυτό το γεγονός «θα έκανε πιο γρήγορη την πορεία του ποιητή στο θάνατο».

Αναμφίβολα ο Π. Χάρης έχει δίκιο, αλλά σκέφτομαι ότι αυτή η τακτική αντιμετώπισης δεν έχει πάντα τα αναμενόμενα αποτελέ­σματα. Συλλογίζομαι ότι για να φτάσει ένας ποιητής να προσφέρει σε κάποιον άλλο το έργο του, προκειμένου να φροντίσει εκείνος για την έκδοσή του, σημαίνει ότι ο ποιητής, ο άνθρωπος πια, έχει παραιτηθεί και είναι αποφασισμένος να πεθάνει. Πλέον δεν μπο­ρούμε να κάνουμε τίποτα. Αφού ο κύβος έχει ήδη ριχτεί, όλα πια είναι ζήτημα χρόνου και όχι αποτελέσματος.

Γιατί μου φαίνεται ότι αυτή η άρνηση είχε σαν άμεσο αποτέλε­σμα, το έργο του Λαπαθιώτη να είναι άγνωστο πού βρίσκεται σήμερα. Μήπως (όπως προφητικά;) σημείωνε ο ίδιος ο ποιητής στην προαναφερόμενη επιστολή του, τα χειρόγραφα αυτά κατέληξαν «σε μπακάλικα και σε μανάβικα, σαν απλό χαρτί περιτυλίγματος;»

Βέβαια ως προς τα δημοσιευμένα κείμενά του, μπορούμε, μετά από έρευνα να τα συγκεντρώσουμε και να προχωρήσουμε στην έκδοσή τους. Ως προς τα αδημοσίευτα όμως; Μου έρχεται στο μυαλό ένας στίχος του Καβάφη «θα βρίσκονται τα καημένα που­θενά»; Ποιος ξέρει! Γιατί υπάρχουν μαρτυρίες ότι αρκετά χειρό­γραφα του Λαπαθιώτη έχουν περιπέσει στα χέρια διάφορων φίλων και γνωστών του, οι οποίοι τα παρακρατούν χωρίς να τα δημοσιεύ­ουν. Κι άραγε είναι μόνον αυτά ή υπάρχουν κι άλλα, τα οποία είναι άγνωστο αν και πότε θα δουν το φως της δημοσιότητας;

Αναρωτιέμαι κι εγώ, όπως ο Β. Βαρίκας, «αν η προσφορά και άλλων άγνωστων στοιχείων δε θα τροποποιούσε, λίγο ή πολύ την εικόνα του ανθρώπου», όχι μονάχα στη ζωή του, αλλά -κυρίως- στο έργο του. Ακόμα και η έκδοση των ποιημάτων του 1964 «καλύπτει ένα μέρος μόνο του ποιητικού έργου του Λαπαθιώτη. Ο Δικταίος δημοσίευσε μόνον ό,τι είχε μπροστά του και δεν πραγματοποίησε καν την παραμικρή έρευνα» παρατηρεί ο Γιάννης Παπακώστας -επιμελητής της έκδοσης της αυτοβιογραφίας του Λαπαθιώτη.

Άλλωστε κι ο ίδιος ο Δικταίος το ομολογεί. Αφενός μεν άμεσα όταν δηλώνει ότι θυμάται κι άλλα ποιήματα του Λαπαθιώτη, τα οποία, όμως, δεν έψαξε να τα ανακαλύψει· αφετέρου έμμεσα όταν κατατάσσοντας χρονολογικά τα ποιήματα- διαπιστώνει ένα κενό εννέα χρόνων ανάμεσα στο 1913 και το 1922. Είναι δυνατόν ο Λαπαθιώτης, που δεν ήταν από τους ολιγογράφους συγγραφείς μας, να μην έγραψε τίποτα κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστή­ματος;

Επιπλέον ο Δημ. Δασκαλόπουλος, εκτός από μια νέα έκδοση των ποιημάτων, «καμωμένη με πραγματική φιλολογική φροντίδα», προτείνει να συγκεντρωθούν και να εκδοθούν τα πεζά και τα κριτικά σημειώματα του Λαπαθιώτη, «που δεν είναι καθόλου ευκα­ταφρόνητα».

Μήπως φέτος που συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από το θάνατο του ποιητή, θα πρέπει -με υπευθυνότητα και σεβασμό- να ενδιαφερθούμε για την έκδοση του έργου του; Τουλάχιστον ως ένδειξη ενός ελάχιστου φόρου τιμής προς ένα συγγραφέα, που έζησε και έγραψε κατά τη διάρκεια μιας εποχής σημαντικής και κρίσιμης για τη λογοτεχνική μας εξέλιξη.
Θ, Ι, Κ, Λ, Μ

ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ

Ι. «Το να συμπαθεί κανένας» - παρατηρεί ο Λαπαθιώτης το 1928 - «τις αρετές ενός ανθρώπου είναι πολύ φυσικό και δεν σημαίνει κατά βάθος τίποτε' εκείνο που είναι σοβαρό είναι ν' αρχίσει να συμπαθεί τα ελαττώματά του' σ' αυτό το επικίνδυνο σημείο μπορεί ν' αρχίσει, ακριβώς, ο έρως». Και φαίνεται πως ήταν αρκετές οι φορές που ένιωσε τον έρωτα να φτερουγίζει μέσα του, γιατί ο ποιητής έγραψε πολλά ερωτικά ποιήματα, στα οποία αναπτύσσεται - με διεξοδικό τρόπο - η περιπέτεια του ανθρώπινου γένους, όταν δοκιμάζεται στον έρωτα και τις περιπέτειες των αισθημάτων.

Τα ποιήματα αυτά μπορούν να συγκινήσουν τον αναγνώστη, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες ερωτικές προτιμήσεις του, αρκεί να μην σκοντάψει στην ομοφυλοφιλία του ποιητή. Ας χρησιμοποιήσουμε ως βάση τον ακόλουθο στοχασμό του: «Ποτέ μου δεν υποστήριξα ότι η ομοφυλοφιλία είναι κάτι το θεόπεμπτο και ουρανοκατέβατο: εκείνο που υποστηρίζω πάντα είναι ότι - άσχετα με τα εξαίσια διανοητικά ή καλλιτεχνικά αποτελέσματα που μπορεί να έχει, καρποφορώντας μέσα σε μιαν εξαιρετική ιδιοσυγκρασία, (πράγμα που μπορεί, επίσης, αξιόλογα να φέρει σε μιαν εξαιρετική ιδιοσυγκρασία και η ετεροφυλοφιλία), κατά τ' άλλα είναι κι αυτή επίσης μια υπόθεση ανθρώπινη, κανονική - ούτε περισσότερο βέβαια ηθική, αλλά ούτε και λιγώτερο ασφαλώς φυσική, απ' όλες τις άλλες»

*

Η αίσθηση της όρασης είναι εκείνη που – πρώτη - κινεί το δαιμόνιο του έρωτα και δίνει το έναυσμα για την ανάπτυξη των ερωτικών αισθήσεων στην ποίηση του Λαπαθιώτη. Σε όλα σχεδόν τα ερωτικά ποιήματά του αναφέρεται στα μάτια του εραστή: Στον αγαπημένο μου, Άσμα Ασμάτων, Μεθύσι, Ο επαναπαυόμενος αθλητής, Εμένα την καρδιά μου...:

«Εμένα, την καρδιά μου δεν τη θόλωσαν
τα χρόνια και τα βάσανα κι οι πόνοι:
ένα μικρούλι προσωπάκι ολόχαρο,
εμένα την καρδιά μου τη θολώνει.

Τ' αστέρια μη ρωτάς και τα τριαντάφυλλα,
γιατί δεν είμαι πρόσχαρος σαν πρώτα:
δυο μενεξέδες βελουδένιους και γλυκούς,
που ανθούν σε δυο ματάκια, μόνο, ρώτα!...»

Εκτός από τα αναφερόμενα - στο προηγούμενο κεφάλαιο - δύο τραγούδια του ποιητή, υπάρχουν και άλλα τρία ποιήματά του που αναφέρονται στα μάτια: το ομώνυμο ποίημά του, καθώς επίσης και τα: Επεισόδιο και Νάρκισσος. Αν στο πρώτο ποίημα γίνεται λόγος για τα μάτια των προσώπων που - τυχαία - συναντά στον δρόμο γενικά και αόριστα:

«Μάτια συναντημένα μες στα τρίστρατα,
για ποιο σκοπό;
που για μια στιγμούλα δίνονται και χάνονται,
και τ' αγαπώ...»

στο δεύτερο περιγράφει το βλέμμα που δέχεται από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο:

«Μάτι δειλό που σε κοιτάζει
βαθιά, βουβά και σκοτεινά,
κι έτσι πιστά σα να σου τάζει:
θα σ' αγαπώ παντοτινά...»

ενώ στο τρίτο ο ποιητής αναφέρεται στα δικά του μάτια, τα οποία αποτελούν και το αντικείμενο μιας ωραιοπάθειας:

«Απόψε αγάπησα τα μάτια μου
κοιτώντας τα μες στον καθρέφτη...»

Επιχειρεί μάλιστα να εξηγήσει αυτό το γεγονός και παραθέτει διάφορες, πιθανές αιτίες που - ενδεχομένως - το προκάλεσαν: το λεπτό φως που πέφτει μες στην κάμαρα, ένα τριαντάφυλλο και την αγωνία για τον μαρασμό του, κάποιοι στείροι πόθοι που βασανίζουν τον ποιητή' για να συμπεράνει - με μια ρητορική ερώτηση, η οποία προσδίδει έμφαση - ότι αυτή η ναρκισσιστική εκδήλωση οφείλεται στο γεγονός ότι - εκείνο το βράδυ - τα μάτια του κοιτούσαν επίμονα ένα άλλο πρόσωπο.

Τα μάτια - εξάλλου - είναι εκείνα τα οποία μπορούν να προκαλέσουν ένα Μεθύσι:

«... Μα εγώ κρασί δεν ήπια... Θα νειρεύτηκα,
πως είχα έναν κρυστάλλινο αμφορέα.
- Τότε λοιπόν καλέ μου πώς εμέθυσες;
- Ρώτησε τα ματάκια σου τα ωραία!»

Όπως επίσης μπορούν να κινήσουν τα νήματα της ζηλοτυπίας σε μιαν ερωτική σχέση:

«Γιατί κοιτάς τους άλλους; Στα χαμένα
παν οι ματιές, ο κόσμος δεν πονεί.
Κοίταζε μένα, γέλα όλο σε μένα,
κι έτσι κοιτώντας στέλνεις κάπου μιαν ηδονή...»

(Στοv αγαπημένο μου)

Άλλωστε, αυτό το καίριο βλέμμα - το βαθύ, βουβό και σκοτεινό - συνεπάγεται και την έναρξη της ερωτικής περιπέτειας. Διότι όπως ομολογεί ο ποιητής - αυτά τα μάτια που στέλνουν το μήνυμα, ανήκουν σ' ένα νεαρό παιδί:

«Ψηλό, λιγνό, τρελλό για χάδι,
δουλεύει σ' ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σάββατο βράδυ
και κοιμηθήκαμε μαζί».

(Επεισόδιο)

Η δεύτερη αίσθηση που διαδραματίζει κύριο και πρωτεύοντα ρόλο - εξίσου με την όραση - είναι εκείνη της αφής, η οποία - όπως διαπιστώνουμε - εξειδικεύεται σε δύο συγκεκριμένες εκδηλώσεις: τα φιλιά και τα αγκαλιάσματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ποιήματα: Χαρωπά τραγουδάκια, Alla C. Bot, Langeur d'amour, Γλυκιά αγάπη, Με τι λαχτάρα σε προσμένω, Γράμμα, Κι έπινα μες από τα χείλη σου:

«Και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
στο κορμί μου γύρω-γύρω,
κι έπινα μες από τα χείλη σου
γλυκιάν άχνα σαν το μύρο»

Υπάρχει μια ιδιαίτερη επιμονή στην ποίηση του Λαπαθιώτη ως προς τα φιλιά που ανταλλάσουν οι ερωτευμένοι, η οποία μερικές φορές φτάνει τα όρια της παραφοράς:

«Αχ, να φιλούσα τα δυο χείλη σου,
τα πορφυρά σου χείλη τόσο,
τόσο τρελλά και τόσο αχόρταγα,
που απ' τα φιλιά να τα ματώσω...»

(Lαngeur d'αmour)

Ίσως γι' αυτό ακριβώς ένα φιλί δεν είναι μόνο μια μετάληψη:

«Κι είναι τα χειλάκια του
τόσο μελωμένα,
και χρυσό ροδόσταμο
στάζουνε για μένα.

Μες στο δισκοπότηρο,
το δροσάτο εκείνο,
τη γλυκιά μετάληψη
των χειλών του πίνω».

- όπως ομολογεί ο ποιητής σε ένα άτιτλο ποίημά του, γραμμένο το 1908 - αλλά και μια τυραννία:

«Όμως εκείνο το φιλί που δώσαμε σα φίλοι,
μας τυραννεί τα χείλη:
το 'χω για καταδίκη μου και για παρηγοριά μου,
κρυμμένο στην καρδιά μου»

(Γράμμα)

Με τα ποιήματα αυτά θα ασχοληθούμε ξανά παρακάτω. Προς το παρόν ας αναφέρουμε ότι το στοιχείο που τα χαρακτηρίζει είναι εκείνο της - δίχως μέτρο - ηττοπάθειας:

«Στην αγάπη ενός παιδιού,
όλα μου τα δίνω...»

όπως αναφέρει ο ποιητής στο άτιτλο ποίημά του - που μόλις μνημονεύσαμε. Επίσης πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτά τα ποιήματα, καθώς επίσης και τα περισσότερα από τα ερωτικά, είναι γραμμένα στα πρώτα χρόνια της ζωής του.

II. Η αναφορά του Λαπαθιώτη στα μυστήρια της ερωτικής κατάκλισης δύο προσώπων περιορίζεται στη μνεία αυτών των εκδηλώσεων - τα φιλιά δηλαδή και τα αγκαλιάσματα που ανταλλάσουν οι εραστές μεταξύ τους, χωρίς να προχωρά περισσότερο' τουλάχιστον σ' αυτό το μέρος της ποίησής του, γιατί υπάρχουν και ανέκδοτα σατιρικά στιχουργήματά του, τα οποία χαρακτηρίζονται από ελευθεροστομία. Ο πιο «τολμηρός» του στίχος που συναντήσαμε είναι αυτός - από το τρίτο κομμάτι του ποιήματος, Χαρωπά τραγουδάκια:

«Πλέξε μου τα χεράκια σου τριγύρω από τη μέση...
Αχ! πως μ' αρέσει απάνω μου να πέφτεις, πως μ' αρέσει!»

ή μια παραλλαγή από το ποίημα, Ερωτική νύχτα:

«'Ελα... πέσε πάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο...»

Στο ίδιο ποίημα γίνεται λόγος - μερικές νύξεις μονάχα - για τον κοινωνικό περίγυρο και τις αντιδράσεις του απέναντι στη συγκεκριμένη σχέση, τις οποίες και θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιo.

Μια ερωτική σχέση - βέβαια - δεν περιορίζεται στην ευπράγματη άσκησή της μέσα στην κάμαρα. Με το ποίημά του, Τ' απλό παιδί που εγώ αγαπώ - μεταφερόμαστε αφ' ενός μεν στο δρόμο, αφ’ ετέρου δε σ' ένα άλλο επίπεδο της ερωτικής σχέσης εκείνο της αγάπης. Εδώ ο ποιητής αναπτύσσει το θέμα της ερωτικής γοητείας, που μπορεί να ασκήσει ένας άνθρωπος πάνω σε κάποιον άλλο, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά διαφέρουν ως προς την καταγωγή και τους τρόπους τους:

«Τ' απλό παιδί, που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
μα είναι το πιο καλό παιδί που μες στην πλάση τούτη
μπορεί ν' απαντηθεί...»

γιατί ο νεαρός σύντροφός του ούτε πολλά γράμματα γνωρίζει, ούτε κυκλοφορεί στα σαλόνια - επιδεικνύοντας τα λούσα και περιφέροντας την ματαιοδοξία του:

«μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει
τα ξένοιαστα πουλιά...»

Στο ποίημα, Σαββατόβραδα - όπου ο Λαπαθιώτης αναφέρεται στις νυχτερινές περιπλανήσεις του - γίνεται περισσότερο σαφής:

«Και στα θαμπά βλαμάκια δίνεται,
τ' αργά βλαμάκια, που απ' το γέρμα
ως τα βαθιά-βαθιά μεσάνυχτα,
παν έρμα
και τραγουδάν και ξεφαντώνουνε
μεθυσμενάκια μες στις στράτες,
κι όλο μεράκια είναι οι καρδούλες τους
γιομάτες... »

Ο νεαρός - άλλωστε - που ενημερώνει «τ' απλό παιδί» που αγαπά ο ποιητής, δεν διαμαρτύρεται, ούτε βαρυγκομά, καθώς βλέπει τα λούσα των άλλων, τα οποία ο ίδιος στερείται, αλλά:

«τότε γυρίζει τη ματιά και μου χαμογελάει,
να παρηγορηθεί»

Αυτή η σεμνότητα και ταπεινότητα, αυτό το φωτεινό χαμόγελο, αποτελούν τον πραγματικό πλούτο που προσφέρει ο έρωτας - τις αιώνιες αξίες του.

*

Εκτός από το ποίημα αυτό, υπάρχουν κι άλλα στα οποία ο ποιητής κάνει λόγο για την αγάπη, όπως το δεύτερο μέρος από το ποίημά του, Αποχαιρετιστήριο:

«Το βράδι που σ' αγάπησα δεν ήταν καλοκαίρι.
τα φύλλα μόλις πρόβαλλαν απάνω στα κλαριά...»

ή το, Γραμμένο σ' ένα λεύκωμα, όπου ο Λαπαθιώτης - αφού πρώτα αναφερθεί στο εφήμερο των καταστάσεων και των πραγμάτων γράφει:

«Γι' αυτό, στο λέω, να μ' αγαπάς, όπου βρεθείς κι όπου να πας,
κι η τωρινή μας η στοργή πάντα πιστή να μένει,
γιατί το βράδυ θ' απλωθεί - κι ίσως η σκέψη μας χαθεί,
μες στο σκοτάδι το βαθύ που παν οι πεθαμένοι».

Φαίνεται πως για τον ποιητή, η αγάπη ήταν μια αναγκαία και απαραίτητη κατάσταση, μια παραδείσια ευδαιμονία. Ο ίδιος την χαρακτηρίζει σ' ένα κείμενο ως «το ολοκλήρωμα του όντος» O Δικταίος άλλωστε είναι εκείνος που ανακάλυψε στα χαρτιά του ποιητή μερικές σημειώσεις που μαρτυρούν μια μακροχρόνια σχέση του, καθώς επίσης και μιαν ακροστιχίδα στο ποίημα του, Ερωτικό, όπου ο Λαπαθιώτης διαιώνισε το όνομα του αγαπημένου του. Εντοπίσαμε κι εμείς την ύπαρξη μιας άλλης, σ' ένα άτιτλο ποίημα του, γραμμένο το 1908:

«Είναι γλυκοθλιμμένα τα ματάκια σου, κι είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη!
Μέσα από το γλυκόλαλο χειλάκι σου, ουράνιο μύρο αγάπης ανασαίνει...
Μακρυά σου εσύ τι με νοιάζει αν γλυκοχάραμα ροδίζει στα βουνά τα χρυσωμένα;
Αυγούλες κρυσταλλένιες κι ολογάλανες τα μάτια σου μονάχα είναι για μένα!
Νύχτα και μέρα εγώ διψώ τη μέθη τους, είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη.
Ολόγλυκα η λαχτάρα μου και η θλίψη μου, σαν ίσκιος, μ' ένα γέλιο σου πεθαίνει!
Υγρά τα μάτια μου είναι από τα κλάμματα.. η νύχτα, τα φεγγάρια τα θλιμμένα,
Η θάλασσα, το φως, τα ροδοσύννεφα, σιμά σου μοναχά κι είναι ωραία για μένα! »

Η αγάπη επίσης μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο ποιητή, όπως γράφει το 1934 στο ποίημά του, Θα φύγω πάλι:

«... Γιατί στο τέλος τίποτα - στ' αλήθεια - δεν υπάρχει,
κι όλα τα πλάθει το μυαλό κι η νύχτα τα 'χει φέρει.
Μπορεί και συ, σα φάντασμα, να πέρασες - ποιός ξέρει!
κι αν ήσουν Λάουρα μια φορά - κι ας μ' έκανες Πετράρχη».

Και όχι μόνον αυτό, αλλά η αγάπη μπορεί να σταματήσει ακόμα και τον θάνατο, όταν ο τελευταίος χτυπά την πόρτα δυο ερωτευμένων:

«"…'Ελα γλυκειά λαχτάρα μου, έλα μαζί να πάμε
. . . . . . . . . . .
Έλα... και μόλις μας ιδή
πιασμένους απ' τη μέση,
θε να δακρύσει ο θάνατος,
και θα μας συμπονέσει».

III. Διαβάζοντας όμως μερικά ακόμα ερωτικά ποιήματα του Λαπαθιώτη, διαπιστώνουμε ότι και αυτά έχουν αρχίσει να προσβάλλονται σιγά-σιγά, από εκείνο το «θανατερό σπέρμα» που αναφέρει ο Τάκης Παπατζώνης:

«Ήμουν μες στην αγάπη σου τόσον καιρό κλεισμένος,
μ' αυτό δεν θέλω και να πω πως μου ήταν φυλακή'
μα τι τα θες, απόκαμα, καλά ήταν ως εκεί'
θέλω να φεύγω τώρ' αλλού, γιατί είμαι κουρασμένος...»

(Απαυδημός)

Γιατί, αν και ο έρωτας αποτελεί για τον ποιητή έναν ολόκληρο κόσμο, η διάρκειά του είναι - συνήθως - πολύ σύντομη, επειδή δεν ξεφεύγει κι αυτός από τις φευγαλέες και εφήμερες καταστάσεις πραγμάτων:

«ο παλιός μας ο Έρωτας, με τα βάσανά του,
ο καλός μας ο Έρωτας, ήταν του θανάτου
. . . . . . . . . . .
Μα όπως όλα μας περνούν, και χαρές και πόνοι,
να μια μέρα που κι αυτός άρχισε να λυώνει...»

(Μικρό τραγούδι)

Ο ερωτευμένος, μετά τον αρχικό ενθουσιασμό και την ικανοποίηση των βαθύτερων αισθημάτων του, μετά τον αισθησιασμό και την πλήρωση - ίσως και τον κορεσμό - της ηδονής, αντιλαμβάνεται ότι το ευχάριστο και φωτεινό διάλειμμα που - μόλις - έζησε, ήταν μια μικρή παρένθεση - έτοιμη πια να κλείσει. Και όπως αναφέρει ο Λαπαθιώτης στο ποίημα, Απαυδημός, ο άνθρωπος νιώθει την ανάγκη να ξεφύγει από τα πλοκάμια του έρωτα:

«Θέλω και πάλι να χαθώ στην πρώτη μου σιωπή,
να μη θεωρώ, να μη θεωρώ τι γίνεται τριγύρω'
να λησμονήσω ως και χαρά κι αγάπη τι θα πει'

θέλω στην πρώτη μου ξανά την χίμαιρα να γείρω,
έτσι όπως ήρθα ξένοιαστος, τρελλό παιδί του δρόμου
Και να χαθώ σφυρίζοντας μες στ' άστρα τ' όνειρό μου».

*

Οι εραστές, αφού πρώτα έχουν τελέσει τα μυστήρια μέσα στην κλειστή και μισοφωτισμένη κάμαρα - κι έχουν απολαύσει και το φως, νυχτερινό ή ημερήσιο, του δρόμου, μεταφέρονται πάλι σ' έναν άλλο κλειστό χώρο’ όχι ιδιωτικό, αλλά δημόσιο: σε μια ταβέρνα. Εδώ σε μια κρίσιμη στιγμή - και υπό την επίδραση του οινοπνεύματος - συνειδητοποιούν την ματαιότητα του ερωτικού αισθήματος. Το ποίημα του Λαπαθιώτη: Στο κέντρο το νυχτερινό, μας παρέχει ένα στιγμιότυπο αυτής της κατάστασης:

«Τώρα που παίζει το βιολί κι έχουμε πιεί τόσο πολύ,
που μ' έναν έρωτα τρελλό σα να 'μαστε δεμένοι
σ' ένα συντρόφεμα ζεστό - βάνε ξανά να ζαλιστώ,
μες στ' όνειρο μου να κλειστώ - το μόνο που μου μένει.

Γιατί άμα λείψει το κρασί και φύγεις άξαφνα κι εσύ,
και βουβαθεί και το βιολί με τον γλυκό βραχνά του,
μες στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σαν τον ουρανό,
θ' ακούσω πάλι το βραχνό τραγούδι του θανάτου».

Ήδη, με αυτό το ποίημα, γίνεται λόγος για μια ερωτική σχέση που βρίσκεται στο τέλος της. Ο δεύτερος στίχος του είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός.

Ο ερωτευμένος, όμως, - ακόμα και μετά από αυτήν την πικρή έκλαυση - εξακολουθεί να βαυκαλίζεται με την ιδέα πως δεν έχει αλλάξει τίποτα, εξαιτίας της ανάμνησης του χαμένου παραδείσου στον οποίο μετείχε πριν από λίγο καιρό. Το δαιμόνιο του έρωτα δεν υποχωρεί, αλλά εξακολουθεί να τον κεντρίζει. Παρά το τέλος μιας ερωτικής σχέσης και την ματαιότητα - με το ποίημα: Κι έτσι είναι κάπου μια ψυχή, ο ποιητής δηλώνει πως υπάρχει ελπίδα για μια νέα σχέση, μια καινούργια αρχή. Με τη διαφορά πως σ' αυτό το ποίημα εισέρχεται το μοτίβο της αποξένωσης, το οποίο ο Λαπαθιώτης θα αναπτύξει πληρέστερα σε μιαν άλλη σειρά ποιημάτων του. Εδώ ο ποιητής φαντάζεται και υποθετει ότι υπάρχει κάποιος που τους ενώνει ο αμοιβαίος πόθος - και ο οποίος τον περιμένει, αλλά ακόμα κι αυτή η ελπίδα έχει δηλητηριαστεί, γιατί μόλις φτάσει η στιγμή της περιπόθητης συνάντησης, τότε:

«δίπλα θ' αντιπεράσουμε και δεν θ' απαντηθούμε».

Το στοιχείο της αποξένωσης μέσα στα πλαίσια μιας ερωτικής σχέσης δεν αποτελεί το μοναδικό μαρτύριο ενός ερωτευμένου. Επιπλέον υπάρχει και κάτι άλλο - μια καταδίκη την οποία κάθε ερωτευμένος αρχίζει να εκτίει μετά τον χωρισμό του από το αγαπημένο πρόσωπο: εκείνη της ανάμνησης.

«Θυμάσαι τις θολές νυχτιές, τα μαύρα μεσονύχτια,
που σ' έσερνα στου πόθου μου τα ολόγλυκα τα δίχτυα...»

γράφει ο Λαπαθιώτης σ' ένα άτιτλο ποίημα του 1909. Σ' ένα άλλο ποίημα, το Ένα τραγούδι μακρυνό, - ο ποιητής αναφέρεται σ' ένα πρωινό ξύπνημά του από ένα τραγούδι - απομακρυσμένο στην αρχή, αλλά η φωνή ολοένα και πλησιάζει στην κάμαρά του - με αποτέλεσμα:

«Κι έτσι όπως ξύπνησα - με μιας - μες απ' τον ύπνο το βαθύ,
σα μαγεμένος γύρισα στον ήχο το κεφάλι,
κι είπα πως ήταν η ψυχή κάποιου παιδιού που έχει χαθεί,
και με θυμόταν πάλι.

Την άκουγα μες στο στρατί-παθητικά να περπατεί,
και σαν εχάθη βάρυναν αργά τα βλέφαρά μου,
και δάκρυσαν τα μάτια μου, χωρίς να ξέρω το γιατί'
μπορεί κι απ' τη χαρά μου».

Άλλωστε η τυραννία αυτών των αναμνήσεων είναι εκείνη που οδηγεί τον ποιητή στα παλιά λημέρια του έρωτά του:

«Καημός αλήθεια να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει σκοτεινά μια μέρα του θανάτου,
στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμά του...».

IV. Γράφτηκαν πολλά για τα ήθη του Λαπαθιώτη, αλλά ελάχισtα για τα ήθη της εποχής του. Εκτός από την ιστορία που προκάλεσε το ποίημα του Stabat mater dolorosa, ας μνημονεύσουμε, δύο άλλα παρόμοια περιστατικά. Το πρώτο συμβαίνει το 1910, όταν ο ποιητής δημοσίευσε στο περιοδικό «Ανεμώνη» ένα αισθησιακό ποίημα' το «Κι έπινα μες από τα χείλη σου». Αμέσως, εκείνοι που ο Καβάφης χαρακτηρίζει ως «οι τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες» ενοχλήθηκαν σφόδρα. Ο Γ. Τσοκόπουλος δημοσίευσε το κείμενο του «Οσκαρουαϊλδισμοί», ο Σπ. Μελάς το η «Σάρκα! Η Σάρκα!», καθώς επίσης και ένα άλλο κείμενο του Π. Δημητρακόπουλου. Οι δύο πρώτοι μάλιστα ζητούσαν και την επέμβαση του εισαγγελέα, προκειμένου να παταχθεί το κακό στη ρίζα του! ΟΛαπαθιώτης δεν ενοχλήθηκε καθόλου' αντίθετα έστελνε στον Μελά ειρωνικά σχόλια για τα δημοσιεύματά του. Μάλιστα όταν ο Μελάς συναντήθηκε με τον πατέρα του ποιητή και πήγε να του κάνει παράπονα για τον γιο του, λέγοντας: «Έναν έκανες...», ο στρατηγός Λαπαθιώτης τον διέκοψε -και πρόσθεσε: «Αλλά Ναπολέοντα!»

Το δεύτερο περιστατικό συνέβη το 1938, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά. Όταν στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» δημοσιεύτηκε μια συνέντευξη του ποιητή, η οποία συνοδευόταν από το αυτόγραφο ποίημά του Επεισόδιο. Ξέσπασε πάλι σκάνδαλο, με αποτέλεσμα ο Λαπαθιώτης να στείλει στον διευθυντή του περιοδικού την ακόλουθη επιστολή:

«Επειδή μαθαίνω, με πολλή μου λύπη, την εξαιρετική συγκίνηση και ταραχή που προκάλεσε στη λογοκρισία το εντελώς – ή περίπου, ή και καθόλου έστω - αθώο παιγνίδι - οκτάστιχο (...) αποφασίζω, ν' αλλάξω τον τελευταίο και τον ένοχο στίχο του, έτσι ώστε - αποκαθαρμένος από το βάρος των φοβερών υπονοούμενων που περικλείει - να εμφανιστεί περισσότερο σύμφωνο με το πνεύμα της νέας καταστάσεως. Λάβε λοιπόν την καλοσύνη να τους ανακοινώσεις, ό,τι πρέπει να διαβαστεί έτσι:

«Ψηλό, λιγνό, τρελλό για χάδι,
δουλεύει σ' ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σάββατο βράδυ,
μα δεν πλαγιάσαμε μαζί!»

ΔΥΟ-ΤΡΕΙΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

(Λαπαθιώτης - Καβάφης)



Ν



Η πρώτη γνωριμία των δύο ποιητών έγινε το 1917, όταν ο Λαπαθιώτης βρισκόταν στην Αίγυπτο. Κάποιος φίλος από την Αλεξάνδρεια -μάλλον ο Γιάγκος Πιερίδης- του πρότεινε να συνα­ντηθούν με τον Καβάφη. Όπως ομολογεί ο Λαπαθιώτης, μέχρι εκείνη τη στιγμή «ελάχιστα τον είχα παρακολουθήσει και δεν τον είχα εκτιμήσει όσο του άξιζε».

Η επίσκεψη στο σπίτι του Καβάφη έγινε «ένα απόγεμα προς το βράδυ», όπου «ο ιδιόρρυθμος σε όλα του ποιητής, προειδοποιημέ­νος για το γεγονός της επισκέψεώς μας είχε αναμμένες -προς τιμήν μου- της σπάνιας τέχνης κρεμαστές δαμασκηνές του λάμπες και μας περίμενε». Η ιδιαίτερη προφορά του Καβάφη -«ιδιάζουσα» όπως τη χαρακτηρίζει ο Λαπαθιώτης- «ξενική και ραφιναρισμένη με τις ειρωνικές και ιδιότυπα φινετσάτες μεταπτώσεις κι αποχρώσεις, μου έκαμε εξαιρετική εντύπωση, λεπτότατου κι ευχάριστου causeur».

Αν και ο Λαπαθιώτης υποσχέθηκε να επισκεφθεί ξανά τον ποιητή, δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Συναντήθηκαν -τυχαία- μιαν ακόμα φορά στο δρόμο, κι αφού κάθησαν σ’ ένα ζαχαροπλα­στείο, πήγαν πάλι στο σπίτι του Καβάφη, όπου «τη φορά αυτή μιλήσαμε πιο άνετα, πιο φιλικά κι εγκάρδια και οικεία από την προηγούμενη». Υπόσχεται ξανά ότι, πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, θα περάσει για ν' αποχαιρετήσει τον ποιητή, αλλά -για δεύτερη φορά- αθετεί την υπόσχεση του.

Από τότε ο Καβάφης αρχίζει να στέλνει στον Λαπαθιώτη τα ποιητικά του φυλλάδια. Όταν μάλιστα το 1932 έρχεται άρρωστος στην Αθήνα, ο Λαπαθιώτης τον επισκέπτεται μαζί με τον Μάριο Βαϊάνο, ο οποίος στις ανέκδοτες «Αναμνήσεις» του διασώζει το διάλογο των δύο ποιητών· όταν ο Καβάφης ρώτησε τον Λαπαθιώτη, αν πιστεύει στο Θεό, ο τελευταίος έδωσε μια γενική και αόριστη απάντηση, η οποία δεν ενθουσίασε καθόλου τον άρρωστο ποιητή. Άλλωστε σ' ένα ποίημα του, γραμμένο το φθινόπωρο του 1936, ομολογεί:



«Κι όταν θα 'ρθει η στιγμή και πάλι

να κατεβώ προς το βυθό,

χωρίς την πίστη που έχουν άλλοι,

μα και χωρίς να φοβηθώ...»



Αν και ο Καβάφης σε μια συζήτηση του με τον Γιώργο Θεοτοκά συμπεριλάμβανε και τον Λαπαθιώτη σ' εκείνη την ομάδα των ποιητών, για τους οποίους είπε: «Είναι Ρομαντικοί. Ρομαντικοί. Ρομαντικοί», εννοώντας -προφανώς- ότι είναι υπερβολικά αισθη­ματικοί στα ποιήματα τους, ο Λαπαθιώτης σε μια συνέντευξη του, που δημοσιεύτηκε το 1929 - μιλώντας για τον Καβάφη και το έργο του, δηλώνει:

«Ο Καβάφης, όπως εγώ τον κρίνω, από απόψεως ωριμότητας ψυχής, από απόψεως αποπνευματώσεως, αποκρυσταλλωμένης συνειδήσεως, κατέχει αναντιρρήτως πρώτην θέσιν (...) Το έργο του Καβάφη, έργο δοσμένο με το σταγονόμετρο, δεμένο κι αυστηρά συντονισμένο, ένα είδος πεμπτουσίας της ποιήσεως, που έχει ακεραίαν τη σφραγίδα της προσωπικής αυθεντικότητας, ενός εκλεπτυ­σμένου στοχασμού, ανοίγει τους ορίζοντες της παγκοσμίου τέχνης, απ' την οποίαν είχαμε αποξενωθεί, χάρις στα νόθα κατασκευά­σματα, με τα οποία μας είχαν συνηθίσει».

Τέλος, μετά τη φιλολογική διαμάχη ανάμεσα στον Παλαμά και τον Καβάφη, ο Λαπαθιώτης συμμετέχει, στην ομάδα των «Φίλων του Καβάφη» το 1924, υπογράφει διαμαρτυρία διανοουμένων υπέρ του Αλεξανδρινού ποιητή, και τον υποστηρίζει με άρθρα του στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής. Πρωτοστάτησε μάλιστα στην έκδοση του αφιερώματος του περιοδικού «Νέα Τέχνη», στον Καβάφη.

Επίσης, δεν θα ήταν άσκοπο να αναφέρουμε ότι ανάμεσα στα έντεκα ποιήματα του Λαπαθιώτη, που αποτελούν μιμήσεις ύφους άλλων ποιητών, και τα οποία δημοσιεύτηκαν το 1938-1939 στο περιοδικό «Πνευματική Ζωή», υπάρχει κι ένα γραμμένο à la manière de Καβάφης. Είναι μάλιστα το πρώτο από τη σειρά αυτών των ποιημάτων και δημοσιεύεται στο τεύχος 32 του περιοδικού, στις 25 Σεπτεμβρίου 1938, με τίτλο «Εις Τύριον Ζωγράφον»:



«Τΰριε ζωγράφε, αβρέ και περισπούδαστε,

την βαθυτάτην τέχνη σου εκτιμώ.

Έχεις μοιράσει τα ηδυπαθή σου χρώματα,

επάνω στον λεπτόν αυτόν σου πίνακα,

μ' ακρίβειαν και μ' ευσυνειδησίαν,

που τέρπει και την σκέψιν και την όρασιν.

Όμως εκείνα τ' άρρητα, τ' ανέκαθεν,

εκείνα τα μεγάλα και τ’ αθάνατα,

που για να τα εκφράσει ο νους αγωνιά,

να δυνηθής να εκφράσης, μην το στοχασθής.





Ξ



Η ομοφυλοφιλία των δύο ποιητών δεν αποτελεί το μοναδικό σημείο, στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί κάποιος, προκειμένου να διαπιστώσει σε πόσο βαθμό συγκλίνει ή αποκλίνει το ποιητικό έργο τους. Ο Μιχ. Μερακλής δηλώνει ότι αποδίδει μικρή σημασία στα ερωτικά ποιήματα χου Λαπαθιώτη, γιατί βρίσκει ότι «δεν έχουν τόσο υπαρξιακή αυθεντικότητα» σε σχέση με τα αντίστοιχα ποιή­ματα του Καβάφη. Προτείνει μάλιστα να τα εξετάσουμε ως προϊό­ντα Καβαφικής μίμησης.

Έχω την πεποίθηση ότι δεν συμβαίνει αυτό με τα ερωτικά ποιήματα του Λαπαθιώτη, γιατί η τέχνη καθενός ποιητή κινείται σε διαφορετικούς χώρους και επίπεδα. Επιπλέον πιστεύω ότι οι δύο ποιητές αποτελούν διαφορετικές περιπτώσεις ομοφυλόφιλου ανθρώπου και καλλιτέχνη.

Εξάλλου ένα ικανό μέρος της ερωτικής ποίησης του Λαπαθιώτη είναι γραμμένο και δημοσιευμένο πριν από το 1917, δηλαδή πριν αρχίσει να λαμβάνει ο ίδιος τα ποιητικά φυλλάδια του Καβάφη. Αλλά και όσα από τα ερωτικά ποιήματα του γράφτηκαν αργότερα, αφ' ενός δεν διαφέρουν, ως προς το ύφος και το περιεχόμενο τους, από τα προηγούμενα, αφ' ετέρου δεν μοιάζουν με τα αντίστοιχα ποιήματα του Καβάφη, γιατί ο πυρήνας του θέματος του έρωτα έχει ήδη σχηματιστεί από νωρίς στην ποίηση του Λαπαθιώτη.

Αρκετά από τα ερωτικά του ποιήματα μπορούν να συγκινήσουν τον αναγνώστη, ανεξάρτητα από τη μορφή του έρωτα που περιγρά­φουν, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα ποιήματα του Καβάφη, τα οποία συγκινούν γυναίκες και άνδρες, ανεξάρτητα από τις ερωτικές προτιμήσεις τους. Ο Μιχ. Μερακλής –ωστόσο- είναι εκείνος που προχωρά σε μιαν καίρια και εύστοχη παρατήρηση. Ξεχωρίζοντας από το σώμα της ερωτικής ποίησης του Λαπαθιώτη εκείνα τα ποιήματα «που μιλάνε για τα φιλιά που έδινε κι έπαιρνε» ο ποιητής, επισημαίνει: «Στον Καβάφη (τα φιλιά) είναι μονοσήμαντα ηδονικά, επιδερμικά. Καλά-καλά ο Καβάφης δεν μιλάει για τα φιλιά, μιλάει για τα χείλη, για το μέλος και το μέρος της σάρκας που λαχταρίζει. Ο Λαπαθιώτης βγαίνει ολόκληρος, άλλη μια φορά, από τα φιλήματα του».

Σε αυτή τη μερική περίπτωση της ερωτικής ποίησης του Λαπα­θιώτη συμπεριλαμβάνονται ποιήματα όπως: Γλυκιά αγάπη, Alla C.Bot, Κι έπινα μες από τα χείλη σου, Langueur d’amour:



Αχ να φιλούσα τα δυο χείλη σου,

τα πορφυρά σου χείλη τόσο,

τόσο τρελλά και τόσο αχόρταγα

που απ’ τα φιλιά να τα ματώσω.

……….

Και να μου λες: «Μη τα χειλάκια μου!

Μην τα ματώνεις, τι σου φταίνε;

Αχ, μου πόνεσαν τα χειλάκια μου!

Σώνει γλυκέ μου αγαπημένε»!



Παρατηρούμε ότι αυτά τα ποιήματα συγκρινόμενα με τα αισθη­σιακού περιεχομένου ποιήματα του Καβάφη, πάσχουν από τόσον πολύ αισθησιασμό και υπερβολικό αισθηματικό φορτίο, ώστε σήμερα να μας φαίνονται γλυκερά και ανούσια.

«Γλυκάθηκα, γλυκάθηκα από τ' άλικο σου στόμα

και δε χορταίνω τα φιλιά κι όλο γυρεύω ακόμα.

Και συ θυμώνεις και μου λες: «τι θέλεις πια από μένα,

όλο φιλούν τα χείλη κι όλο είναι διψασμένα!».

Και μ' αποπαίρνεις άπονα, και σκύβω το κεφάλι

ώσπου να φύγουνε οι θυμοί, να φιληθούμε πάλι»,

(Γλυκιά αγάπη)

Αντίθετα ο Καβάφης χειρίζεται το θέμα του αισθησιασμού με ακρίβεια, οικονομία και λεπτότητα. Παραπέμπω τον αναγνώστη στα ποιήματα του: Στον καφενείου την είσοδο, Μια νύχτα, Μακρυά, καθώς επίσης και στο, Να μείνει:



«Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν - πολλά δεν ήσαν

γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.

Σάρκας απόλαυση ανάμεσα

στα μισοανοιγμένα ενδύματα·

γρήγορο σάρκας γύμνωμα...».



Σε αυτά ακριβώς τα ποιήματα του Λαπαθιώτη, σ' εκείνα που μιλάνε για τα φιλιά, εντοπίζουμε την έλλειψη υπαρξιακής αυθεντι­κότητας, για την οποία κάνει λόγο ο Μιχ. Μερακλής. Ο Βάσος Βαρίκας άλλωστε είναι εκείνος που χαρακτηρίζει ως μύθο τον αισθησιασμό στην ποίηση του Λαπαθιώτη, γιατί -αν και υπάρχει-«εξαντλείται στη γραφικότητα. Μοιάζει περισσότερο με παιγνίδι», επειδή «από τα αισθησιακά ποιήματα του Λαπαθιώτη (...) απουσιά­ζει το πάθος».





Ο



Με αφορμή το προαναφερόμενο ποίημα του Καβάφη, το, «Να μείνει», όπου περιγράφεται η συνάντηση δύο ανδρών σ' ένα καπη­λειό, και οι αισθησιακές στιγμές που απολαμβάνουν, καθώς επίσης και τα: «Η προθήκη του καπνοπωλείου» και «Ρωτούσε για την ποιότητα», δεν κρίνεται άσκοπο να συγκριθούν αυτά με εκείνα τα ποιήματα του Λαπαθιώτη, που έχουν ως θέμα τους το γεγονός της τυχαίας συνάντησης και της απόλαυσης του έρωτα, μεταξύ δύο ανθρώπων του ίδιου φύλου. Αναφέρω τα ποιήματα του Λαπαθι­ώτη: «Επεισόδιο», το δεύτερο μέρος του «Μια νύχτα με φεγγάρι», καθώς επίσης και το ποίημα του «Μάτια»:



«Μάτια συναντημένα μες στο τρίστρατο,

για ποιο σκοπό;

που μια στιγμούλα δίνονται και χάνονται

και τ' αγαπώ...»



Παρατηρώ ότι το σκηνικό των ποιημάτων του Λαπαθιώτη είναι πολύ φτωχό και περιορισμένο, σε σύγκριση με το αντίστοιχο σκη­νικό των ποιημάτων του Καβάφη, ο οποίος επικεντρώνεται -περισ­σότερο- στον κοινωνικό περίγυρο και τις αντιδράσεις του, ενώ ο Λαπαθιώτης εστιάζει την προσοχή του στο γεγονός της τυχαίας συνάντησης και στο συγκεκριμένο πρόσωπο χωρίς να προχωρά σε ιδιαίτερες νύξεις ως προς το κοινωνικό περιβάλλον και την ατμό­σφαιρα που επικρατεί.

Αν και οι συναντήσεις αυτές γίνονται σε ανοιχτούς χώρους -στους δρόμους, στα πάρκα και στην αγορά- ο Λαπαθιώτης δεν θίγει το θέμα της αγωνίας και της βιαστικής συνεύρεσης των ερα­στών, όπως το κάνει ο Καβάφης στα ποιήματα του. Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνους τους περίφημους στίχους του τελευταίου:



«Γρήγορα και κρυφά, για να μη νιώσει

ο καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν»;

(Ρωτούσε για την ποιότητα)



Το μοναδικό ποίημα του Λαπαθιώτη, από όσα έχω διαβάσει, που αναφέρεται στον κοινωνικό περίγυρο -και μάλιστα σε τέσσερα σημεία του- είναι το Ερωτική νύχτα:



«Κλείσε το παράθυρο να μη βλέπουν οι γειτόνοι

και την πόρτα σφάλησε και σβήσε το κερί.

Η αγκαλιά μου πύρωσε σαν τη φωτιά και λιώνει

για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο σε καρτερεί.

……………………………

Κι όταν σε ρωτήσουνε τη χαραυγή οι γειτόνοι

για ποιο λόγο σφάλησες - αχ, πες τους, να χαρείς,

πες τους πως στην κάμαρα, φοβάσαι, σαν νυχτώνει

κι έπεσες και πλάγιασες νωρίς - τ' ακούς; Νωρίς!»



Στις τέσσερις από τις πέντε στροφές του γίνεται λόγος για τους γειτόνους, τις «ματιές του κόσμου», γι’ «άλλες ψυχές στο δρόμο», και τον τρόμο του εραστή που κοιτά με φοβισμένο βλέμμα. Αλλά ακόμα κι εδώ απουσιάζει η ένταση που υπάρχει στα ανάλογα ποιήματα του Καβάφη. Ίσως γιατί αυτή η ερωτική νύχτα διαδραμα­τίζεται σε κλειστό -και όχι ανοιχτό- χώρο, μακριά από τα ξένα κι επίφοβα μάτια τρίτων.

Επίσης στην ερωτική ποίηση του Καβάφη, εκτός από τη βια­στική εκπλήρωση της σαρκικής επιθυμίας, εξαιτίας της αντιξοότη­τας των συνθηκών, και παρά το γεγονός ότι απουσιάζει η αίσθηση της αμαρτίας, ιδιαίτερο ρόλο και βάρος αποκτά -όχι μόνο η αγωνία των εραστών- αλλά κυρίως το αίσθημα της ενοχής που νιώθουν να τους τυραννά. Ενδεικτικά αναφέρω τα ποιήματα του Καβάφη: «Ομνύει», «Εν τη Οδώ», «Εν Απογνώσει», και -τέλος- «Η αρχή των»:



«Η εκπλήρωσις της έκνομής των ηδονής

έγινεν. Απ' το στρώμα σηκωθήκαν,

και βιαστικά ντύνονται χωρίς να μιλούν.

Βγαίνουνε χωριστά, κρυφά απ' το σπίτι· και καθώς

βαδίζουνε κάπως ανήσυχο στο δρόμο, μοιάζει

σαν να υποψιάζονται που κάτι επάνω των προδίδει

σε τι είδους κλίνη έπεσαν προ ολίγου».



Η ηδονή που απολαμβάνουν οι εραστές είναι: νοσηρή, άνομη, στιγματισμένη. Πολλές φορές το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τελειώνει μια σχέση:



«Τον έχασ' εντελώς, σαν να μην υπήρχε καν.

Γιατί ήθελε -είπ' εκείνος- ήθελε να σωθεί

απ' την στιγματισμένη, την νοσηρή ηδονή·

απ' την στιγματισμένη, του αίσχους ηδονή».

(Εν απογνώσει)



Αντίθετα στα ερωτικά ποιήματα του Λαπαθιώτη, όχι μόνο απουσιάζει το αίσθημα της ενοχής και το φορτισμένο κλίμα που δημιουργείται με την συνδρομή της, αλλά το επίθετο «άνομος» το συναντώ μονάχα στο ποίημα του: Κι έπινα μές από τα χείλη σου. Αλλά κι εδώ πάλι, δεν έχει το βάρος που αποκτά η λέξη, όταν τη χρησιμοποιεί ο Καβάφης:



«Έτσι αγάπη μου σε χόρτασα

κι έτσι τη γλυκάδα σου ήπια,

μέσα στ' άνομα αγκαλιάσματα,

στ' άνομα τα καρδιοχτύπια».



Ας μην ξεχνάμε και τις «Ετυμολογίες», μια σειρά ολιγόστιχων σατυρικών στιχουργημάτων του Λαπαθιώτη –poesie impure, όπως την χαρακτηρίζει - όπου μ' ένα ιδιαίτερο παιγνιώδη και πρωτότυπο τρόπο επιχειρεί να ετυμολογήσει {ή ετοιμολογήσει - όπως γράφει) μερικές λέξεις που αναφέρονται στα γεννητικά όργανα και τις ερωτικές προτιμήσεις του, και που φανερώνουν ότι ο άνθρωπος Λαπαθιώτης δεν ένιωθε ενοχές για τις ερωτικές επιλογές του, όπως ο Καβάφης.

«Αν ποτέ μου δοθεί η ευκαιρία», παρατηρεί ο ποιητής, «να γράψω την αυτοβιογραφία μου, εκείνο που πρέπει να τονίσω πρώτο - πρώτο, είναι το εξής: ότι ποτέ, σε καμιά στιγμή της ζωής μου, δεν θεώρησα ελάττωμα την υλική αποστροφή μου στη γυναίκα, και την έλξη μου από το ίδιο μου το φύλο. Αλλ’ απεναντίας, αυτήν την ιδιότητα μου τη θεώρησα, πάντα, όχι σαν αδυναμία, αλλά σαν μια ωραία και καινούργια δύναμη, μια προηγμένη κι ανώτερη τάση, για την οποία ήμουν πάντα υπερήφανος! Κι οι άλλοι ας νομίζουν ότι θέλουν».



Π



Ωστόσο το αίσθημα της ενοχής στην ερωτική ποίηση του Καβάφη αναπτύσσεται πάντοτε εκ των υστέρων, μετά την ολοκλή­ρωση της ερωτικής πράξης. Διότι, πριν απ' αυτήν, οι νεαροί της ποίησης του δεν βασανίζονται ιδιαίτερα ως προς το ξεγύμνωμά τους, το οποίο - άλλωστε - κάνουν πολύ εύκολα και γρήγορα. Αν μάλιστα επιθυμούν «καμιά κραβάτα ακριβή» ή «κανένα ωραίο που­κάμισο μαβί», όπως ο νεαρός στο «Μέρες 1909, ’10 και ’11», δεν διστάζουν καθόλου να «πουλήσουν» - ή καλύτερα να «νοικιάσουν» το σώμα τους, «για ένα τάλληρο ή δύο», προκειμένου ν' αποκτήσουν αυτά τα αγαθά.

Σπάνια ο Καβάφης κάνει λόγο για ερωτικές σχέσεις. Ακόμα κι όταν μας μιλά γι' αυτές, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι μακροχρό­νιες, αλλά σύντομες· το πολύ να κρατήσουν ένα μήνα. Αντίθετα αυτό που διαρκεί είναι το απρόσωπο και ανώνυμο ποθούμενο ερωτικό σώμα, το οποίο αποκτά μιαν εμπράγματη, υψηλή αξία, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης, αλλά ακόμα κι όταν, μετά από χρόνια, ανακαλείται στη μνήμη.

Στην ερωτική ποίηση του Καβάφη η αναζήτηση της αγάπης αποτελεί πολυτέλεια, για να μην πούμε χάσιμο χρόνου. Αυτό -αντίθετα - που ξοδεύεται ασύστολα είναι το σώμα, το οποίο βασα­νίζεται συνεχώς από επιθυμίες, οι οποίες όσο συχνά κι αν ικανοποιούνται, δεν φτάνουν μέχρι το σημείο του κορεσμού. Αυτό που χαρακτηρίζει τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη είναι μια τυραν­νική και αδυσώπητη επιθυμία για την ερωτική πράξη, η οποία -εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούν στην κοινωνία - γίνεται σε ύποπτους κι ευτελείς χώρους, σε άθλια δωμάτια και ταπεινά κρεββάτια:



«Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,

κρυμμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.

Απ' το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,

το ακάθαρτο και το στενό.

…………………………….

Κι εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι,

είχα το σώμα του έρωτος...»

(Μια νύχτα)



Αντίθετα, στην ερωτική ποίηση του Λαπαθιώτη παρατηρούμε ότι απουσιάζουν αυτά τα στοιχεία. Υπό την επίδραση του αισθητισμού και της ωραιοποίησης, όλα είναι εξευγενισμένα και λέγονται «με το γάντι». Ακόμα και στα ποιήματα του: «Κι έπινα μες από τα χείλη σου» και «Ερωτική νύχτα», το θέμα της ερωτικής πράξης περιορίζεται μονάχα στην αναφορά των αγκαλιασμάτων και φιλιών που ανταλλάσσουν οι εραστές μεταξύ τους. Μονάχα ένας στίχος του Λαπαθιώτη - τουλάχιστον από το σύνολο των δημοσιευμένων ποιη­μάτων του - χαρακτηρίζεται από τολμηρότητα:



«Έλα... πέσε πάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο» (Ερωτική νύχτα)



Άλλωστε η ερωτική πράξη στην ποίησή του διαδραματίζεται μέσα στο σπίτι, στην κάμαρα, όπως προαναφέραμε, όπου:



«Κ' οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι,

κι ήταν άσπρο το κρεββάτι...»

(Κι έπινα μες από τα χείλη σου)



Στην ποίηση του Καβάφη η ερωτική πράξη είναι ένα «έγκλημα» στιγμιαίο, και όχι διαρκείας. Οι εραστές, αφού ολοκληρώσουν σύντομα την πράξη, και εισπράξουν την ηδονή, ντύνονται –χωρίς να μιλούν- και αποχωρίζονται. Εδώ δεν υπάρχουν ερωτικές νύχτες, αλλά ερωτικές στιγμές. Ο Λαπαθιώτης, όμως, επιθυμεί ολόκληρες ερωτικές νύχτες, οι οποίες - αν ήταν δυνατόν - να εκτείνονται ως την αιωνιότητα:



«Έλα... ως τα μεσάνυχτα θα σε φιλώ στο στόμα,

έλα, κι είναι οι πόθοι μου τρελλοί. τόσο τρελλοί,

που το γλυκοχάραγμα θε να μας εύρη ακόμα

στο πρώτο μας αγκάλιασμα, στο πρώτο μας φιλί».

(Ερωτική νύχτα)



Ο Λαπαθιώτης, επίσης, είναι εκείνος που κάνει λόγο για αγάπη στην ερωτική ποίηση του. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι ο Καβάφης δεν χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη. Κάνει χρήση του αντίστοι­χου ρήματος - συνήθως στον αόριστο ή τον υπερσυντέλικο χρόνο, αλλά και πάλι με την έννοια του ρήματος «πλαγιάσαμε» μαζί ερωτικά. Ο Λαπαθιώτης μπορεί να φτάσει στο σημείο να γράψει:



«Ήμουν μες στην αγάπη σου τόσον καιρό κλεισμένος,

μ' αυτό δεν θέλω και να πω πως μου ήταν φυλακή·

μα τι τα θες, απόκαμα, καλά ήταν ως εκεί

-θέλω να φύγω τώρ' αλλού, γιατί είμαι κουρασμένος»

(Απαυδημός)



αλλά θα δηλώσει σε χρόνο ενεστώτα:



«Τ’ απλό παιδί που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,

δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,

μα ’ναι το πιο καλό παιδί που μες στην πλάση τούτη

μπορεί ν' απαντηθεί!»



(Τ’ απλό παιδί που εγώ αγαπώ)



Η αγάπη για τον Λαπαθιώτη, ήταν μια απαραίτητη κι ανα­γκαία κατάσταση πραγμάτων, μια παραδείσια ευδαιμονία. «Το ολοκλήρωμα του όντος», όπως σημειώνει. Άλλωστε ο Άρης Δικταίος είναι εκείνος που μας πληροφορεί ότι ανακάλυψε στα χαρτιά του ποιητή, μερικές σημειώσεις, που μαρτυρούν μια μακροχρόνια σχέση του. Ο ίδιος μάλιστα ανακάλυψε και μιαν ακροστιχίδα σ' ένα ποίημα του Λαπαθιώτη, στην οποία ο ποιητής διέσωσε (ή μήπως διαιώνισε;) το όνομα του αγαπημένου του.

Διαβάζοντας ξανά το ποίημα του Λαπαθιώτη «Τ’ απλό παιδί που εγώ αγαπώ», διαπιστώνω μιαν εμμονή στο θέμα της ενδυμα­σίας. Η επιμονή του Καβάφη πάνω στο ίδιο θέμα είναι αδιαμφισβήτητη. Ήδη την έχει αναπτύξει ο Γ. Π. Σαββίδης στο κείμενο του: Ένδυμα, ρούχο και γυμνό στο σώμα της Καβαφικής ποίησης, παρα­τηρώντας ότι ενώ στα πρώτα ποιήματα του το ανδρικό σώμα είναι ντυμένο, στη συνέχεια ο Καβάφης μας το παρουσιάζει ημίγυμνο, για να φτάσει στο τελευταίο ποίημα που δημοσίευσε να μας το ξεγυμνώσει εντελώς.

Το ποίημα του Λαπαθιώτη είναι γραμμένο - σε πρώτη μορφή -το 1929, και διορθωμένο οριστικά το 1934. Εκτός από την πρώτη του στροφή που ήδη αναφέραμε, παραθέτω και τους δύο επόμενους στίχους:



«Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι,

τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμμένα και παλιά...»



Αυτά τα «τριμμένα και παλιά» ρούχα μας θυμίζουν τα παλιόρουχα που φορούσε ο νεαρός στο ποίημα του Καβάφη: Μέρες του 1909, ’10 και ’11 ή την «κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά» και «τ’ ανάξια ρούχα και τα μπαλωμένα εσώρουχα» στο Μέρες του 1908.

Ίσως εδώ να υπάρχει μια επίδραση - και όχι μίμηση - του Καβάφη. Ας μην ξεχνάμε - άλλωστε - και το γεγονός ότι οι φωτογραφίες και οι μαρτυρίες τρίτων για τους δύο ποιητές μας τους παρουσιάζουν ως ανθρώπους που πρόσεχαν ιδιαίτερα και σχολα­στικά - φιλάρεσκα θα έλεγα - την ενδυμασία, και γενικά την εμφάνιση τους.

Τέλος, στην ποίηση του Λαπαθιώτη το θέμα του έρωτα περιπλέ­κεται και συνδυάζεται σε κάποια ποιήματα του με εκείνο του θανάτου. Στο ποίημά του Alla C. Bot, ένα από εκείνα που μιλάνε για τα φιλιά, γράφει:



«Κι ένα φιλί στο στόμα τόσο ατέλειωτο

που οι ώρες να μας πλέξουνε στεφάνι,

και τόσο ηδονικό που να φιλιόμαστε

κι όλοι να λεν πως έχουμε πεθάνει.



Κι όταν θ' απαλοσβήσει αυτό το φίλημα

και ιδείς κλειστά τα μάτια μου στη φύση,

θα με σαλέψεις με τα δυό χεράκια σου,

κι εγώ θα 'χω στ' αλήθεια ξεψυχήσει».



Επίσης σ' ένα άλλο ποίημα του, το οποίο δεν συγκαταλέγεται στα ερωτικά, αλλά σ' εκείνα που ως θέμα τους έχουν την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, ομολογεί ότι καρτερεί τη στιγμή του θανά­του του:



«με την ψυχή που περιμένει

την ώρ' αυτή σαν εραστή...».

(Επιστροφή)



Ίσως γι' αυτό το λόγο ο έρωτας σε μερικά ποιήματα του Λαπαθιώτη χρωματίζεται από μια μεταφυσική χροιά και λεπτή αγωνία ως προς τον επεκεινα της ζωής χώρο, στοιχείο που απουσιάζει από την ποίηση του Καβάφη. Εκτός από το ποίημα του «Γραμμένο σ' ένα λεύκωμα», αναφέρω και το «Ερωτικό»:



«Ας είναι ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,

στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!

Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,

κι όμως δεν μπόρεσε κανείς ποτέ να μου το δώσει.

Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,

και με τη Νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι,

αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,

σα μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει!»



Αν ο «ρεαλιστής» Καβάφης αναζητά ένα σφριγηλό σώμα, για να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή κι επιθυμία του, ο «νεορομαντικός» Λαπαθιώτης δεν αρκείται μονάχα σε αυτό το δεδομένο. Δεν περιορίζεται στους αρωματισμένους Σιδώνιους νέους, αλλά επιθυ­μεί και ψάχνει κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιαστικό, το περιεχόμενο του οποίου ίσως είναι αυτοί οι δύο στίχοι από το ποίημα του Alla C. Bot:



«να στάζει σε χείμαρρους η ψυχούλα σου

στους πόρους της δικής μου σαν τη δρόσο».



Μετά απ’ όλα αυτά, το μοναδικό ποίημα του Λαπαθιώτη που πλησιάζει πιο κοντά στα ποιήματα του Καβάφη, που έχουν ως θέμα τους τον έρωτα ή τον αισθησιασμό, είναι το «Επεισόδιο», με το λιτό και υπαινικτικό ύφος του.







Σ



Όπως αναφέραμε στην αρχή αυτού του κειμένου, ο ομοφυλόφι­λος έρωτας δεν αποτελεί τη μοναδική βάση για μια συγκριτική μελέτη της ποίησης του Λαπαθιώτη και του Καβάφη. Εκτός από αυτό το θέμα, υπάρχουν και τρία άλλα, που θα μας βοηθήσουν να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο. Πρώτα απ' όλα το θέμα του φωτός και του θανάτου· έπειτα εκείνο που ως αντικείμενο του έχει τη λειτουργία της μνήμης και των αναμνήσεων και τέλος αυτό το ίδιο το θέμα της ποιήσεως.

Στην ποίηση του Καβάφη δεσπόζει το ημίφως, το φως των κεριών. Με λίγα λόγια επικρατεί ο τεχνητός φωτισμός, και όχι ο φυσικός, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως στα ποιήματα «Ο ήλιος του απογεύματος» και «Αλεξανδρινοί Βασιλείς». Ο Καβάφης προτιμά περισσότερο τη νύχτα με τον ελάχιστο φωτισμό της, ο οποίος είναι και πάλι τεχνητός:

«Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα

απ' τες εννιά που άναψα τη λάμπα,

και κάθισα εδώ...»

(Απ' τες εννιά)

Όταν το αμυδρό φως ενός κεριού δεν αρκεί, «για νάρθουν της Αγάπης, για νάρθουν οι Σκιές» ή όταν, μετά από εξονυχιστική μελέτη μιας συλλογής επιγραφών των Πτολεμαίων, επιτυγχάνει την πλήρη φαντασίωση, τότε ο Καβάφης αφήνει επίτηδες τη λάμπα του να σβήσει, για να οραματιστεί καλύτερα «τα ινδάλματα της ηδονής».

Και στον Λαπαθιώτη αρέσει η νύχτα και το φως των κεριών. Ας αναφέρουμε τα ποιήματα του: Μια νύχτα με φεγγάρι και τα δύο Νυχτερινά:



«Κίτρινη η φλόγα του κεριού μου

στη νύχτα επάνω στο τραπέζι,

σαν έρημη πνοή ανασαίνει».

(Νυχτερινό Ι)



Ωστόσο, από τα ποιήματα του δεν απουσιάζει το φυσικό φως, είτε ημερήσιο είτε νυχτερινό. Παρατηρούμε μιαν ιδιαίτερη επιμονή του ποιητή στο φεγγάρι, το οποίο δεν χρησιμοποιεί πάντοτε ως σύμ­βολο. Ας θυμηθούμε και το ποίημα του «Εκάτης πάθη», όπου η Σελήνη προσωποποιείται σε μιαν ακόρεστη και λάγνα γυναίκα. Παρατηρούμε επίσης ότι δείχνει μια ξεχωριστή προτίμηση στο φως της αυγής ή του δειλινού. Το ποίημα του «Οι νικημένοι της ζωής» αναφέρεται στο πρώτο, καθώς επίσης και το «Ένα τραγούδι μα­κρυνό»:



«Την ώρα που μισάνοιγαν τα πρώτα ρόδα της αυγής,

ένα τραγούδι μακρυνό στα πέρατα του δρόμου

ήρθε και πέρασε σιγά, σα να μην άγγιξε στη γης,

απ' το παράθυρό μου».



Το φως, όμως, που κυριαρχεί είναι εκείνο του δειλινού. Το βασίλεμα που πέφτει και το ποίημά του Μελαγχολία -το οποίο είναι μία από τις έντεκα μιμήσεις ύφους άλλων ποιητών, όπου ο Λαπαθιώτης γράφει à la manière de Λαπαθιώτης!- αναφέρονται σ' αυτό το φως:



«Τ' αχνά, τα οκνά τα δειλινά, που καθώς πέφτουνε, και να,

προβάλλουν μαύρα τα βουνά, κι αρχίζει να βραδιάζει,

καθένα του μες στην ψυχή, σαν ένας θάνατος ηχεί,

και σε δακρύων θερμή βροχή τη θλίψη μας αδειάζει...»



και σ' ένα άλλο ποίημα του ομολογεί:



«Τα δειλινά δεν είναι παρά θλίψη,

κι αλάλητος καημός για κατιτί»

(Κακό φθινόπωρο)



Αντίθετα, το μεσημεριανό - ή τέλος πάντων το έντονο ημερήσιο φως, λείπει από την ποίησή του. Ας μην ξεχνάμε, όμως, και τον πρώτο τίτλο της εφημερίδας που εξέδωσε, όντας παιδί: Ωχρόν Λυκόφως. Εξάλλου οι λεπτές αποχρώσεις και διακυμάνσεις του φωτός τού επιτρέπουν να εκφράσει πληρέστερα την αγωνία του. Στο ποίημα του Νάρκισσος περιέχονται δύο ιδιαίτερα αποκαλυπτι­κοί στίχοι:



«να 'ταν το φως που μες στην κάμαρα

τόσο λεπτά κι ανάερα πέφτει;»



Ναι· ίσως τελικά να είναι το φως, οι κλίμακές του, η επίδραση των οποίων πάνω του τον αναγκάζει να γράψει:



«Κατέβαινε το φως - μια ωχρή αγωνία,

σε κήπους όλο βάλσαμα γιομάτους·

τ' άνθη μεθούσαν από τ' άρωμα τους,

μέσα σε μιαν ανείπωτη αρμονία...»

(Ήταν ένα βαθύ κι εξαίσιο βράδυ)



Ο Καβάφης αποφεύγει το άπλετο φως, γιατί φοβάται ότι θα αποκαλύψει τις ρυτίδες και τη φθορά, που έχει υποστεί το σώμα και η μορφή του από το. πέρασμα του χρόνου. Ο Λαπαθιώτης αντίθετα δεν αντιμετωπίζει αυτού του είδους τα προβλήματα. Ακόμα και στα πιο απαισιόδοξα ποιήματά του έχουμε την εντύπωση ότι μιλά (και γράφει) ένας άνθρωπος χωρίς ηλικία, εγκλωβισμένος για πάντα στη νεότητα - έστω και νοητή, ακόμα κι όταν η πραγματική ηλικία του έχει προχωρήσει.

Και το θέμα των γερατειών, όπου ο Καβάφης επικεντρώνει, αν όχι ολόκληρη, τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της δικής του υπαρξι­ακής αγωνίας, με αποτέλεσμα να γράψει μερικά από τα καλύτερα και πιο δυνατά ποιήματά του; Ο Λαπαθιώτης, ως γνήσιος απόγονος του Ντόριαν Γκρέϋ, δεν έγραψε καθόλου ποιήματα με θέμα τους το γήρας.

Βέβαια, στο ποίημα του Αλήτης, ίσως να αναφέρεται - αν όχι σε κάποιον γέρο, τουλάχιστον σ' έναν άνθρωπο που δεν είναι πια νέος. Ωστόσο έχω την αίσθηση ότι η συγγραφή αυτού του ποιήματος ξεκινά, όχι από κάτι βαθύτερο και ουσιαστικό, αλλά από έναν τυχαίο αλήτη που συνάντησε στο δρόμο, σε κάποια από τις περι­πλανήσεις του.

«Ο Λαπαθιώτης», παρατηρεί ο Τέλλος Άγρας, «πολεμούσε με το χρόνο. Ήθελε - τι άλλο; να τον σταματήσει (...) Ο Λαπαθιώτης γέρος; Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί; Ακόμη ολιγώτερο αυτός ο ίδιος. Όλα τ' άλλα ημπορούσε να τα κάμει τέχνη. Την τέχνη του γήρατος όμως δεν την ήξερε».

Όσο και να πολεμά ο καθένας το χρόνο, με τα δικά του όπλα, στο τέλος όλοι αθροίζονται στο ίδιο πηλίκον· εκείνο του θανάτου, ο οποίος -άλλωστε- είναι και ο μόνος κοινός διαιρέτης που εξισώνει όλους τους ανθρώπους.

Στον Καβάφη υπάρχει μια ολόκληρη πινακοθήκη νεκρών προ­σώπων: ο Ίασης, ο Λάνης, ο Άμμονης, ο Μύρης, καθώς επίσης και ο Λεύκιος που «κοιμήθηκε» εν τω μηνί Αθύρ. Όμως, το κύριο και βασικό θέμα αυτών των ποιημάτων δεν είναι αυτό καθ' αυτό το γεγονός του θανάτου, αλλά η παρακμή και η φθορά στις ποικίλες μορφές κι εκδηλώσεις της, με λίγα λόγια το πέρασμα του χρόνου.

Με αφορμή το θάνατο ενός προσώπου, ο Καβάφης συνοψίζει τον βίο του και απογειώνει τη ζωή του σε άλλες σφαίρες. Ο Λεύκιος «μεγάλως θ' αγαπήθη» όσο ζούσε. Ο εραστής του Μύρη, όταν επισκέπτεται το σπίτι του, για να προσκυνήσει το λείψανο του φίλου του, αντιλαμβάνεται ότι -παρά τον κοινό τρόπο ζωής που είχαν μοιραστεί- τελικά ήταν ξένοι μεταξύ τους, ενώ ο Ίασης ναι μεν πέθανε από τις καταχρήσεις, αλλά ο διαβάτης που θα συναντήσει το μνήμα του, δεν θα τον επικρίνει, γιατί αν είναι από την Αλεξάν­δρεια, θα γνωρίζει:



«την ορμή του βίου μας- τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπέρτατη».



Και στον Λαπαθιώτη υπάρχουν νεκρά πρόσωπα. Πώς θα μπο­ρούσαν να λείπουν -άλλωστε- αφού ολόκληρη η ποίηση του είναι στιγματισμένη από την ιδέα του θανάτου. Πρώτα απ' όλα η νεκρή

μητέρα του:



«Τις βαριές τις ώρες που είμαι μόνος

και δεν είναι γύρω μου κανείς,

που δεν είμαι παρά μόνο πόνος,

περιμένω Μάνα να φανείς!»

(Προσμονή)



Έπειτα είναι οι φίλοι που πέθαναν πριν απ' αυτόν, και τέλος κάποια ανώνυμα πρόσωπα, μια μικρούλα πεθαμένη ή κάποια για­γιά, των οποίων ο θάνατος τους έχει συγκινήσει τον ποιητή.

Ο Λαπαθιώτης, όμως, περιορίζεται στην περιγραφή του γεγο­νότος του θανάτου, καθώς επίσης και σε μιαν ιμπρεσιονιστική σκηνογραφία και σκηνοθεσία αυτού. Μονάχα όταν αναφέρεται στην επιθυμία του να πεθάνει ο ίδιος, όπως είδαμε, απογειώνεται σε άλλες σφαίρες.





Τ



Αν και ο Λαπαθιώτης δεν έγραψε ποιήματα για την υλική φθορά ενός ανθρώπου, για το γέρασμά του, έγραψε αρκετά ποιή­ματα για την άλλη φθορά, την αόρατη, η οποία -άλλωστε- είναι η πιο ύπουλη και επικίνδυνη. Εκείνη που ως πεδίο δράσης της έχει την εσωτερική διάσταση του ανθρώπου: την ψυχή του.

Στον Καβάφη, η μνήμη του και -κατά συνέπεια- οι αναμνήσεις λειτουργούν μ' έναν τρόπο ενεργητικό. Ανακαλεί το παρελθόν, προκειμένου να αντλήσει δύναμη, για να συνεχίσει να ζει και να δημιουργεί. Καταφεύγει στο παρελθόν για ν’ αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει το βαθύ τραύμα που του προκαλεί «το γήρασμα του σώματος και της μορφής» του, με τη βοήθεια που προσφέρει «το είδωλο του νέου σώματος» που κάποτε είχε.

Στον Λαπαθιώτη, αντίθετα, η μνήμη δεν λειτουργεί ζωτικά. Είναι εντελώς στείρα, ανίκανη να του προσφέρει μιαν όαση ανά­παυλας και δροσιάς. Αποτελεί έναν απονεκρωμένο χώρο, όπου όλα, όσα έχουν αποθηκευτεί εκεί μέσα, βρίσκονται σε μια τάξη που δεν μπορεί, ούτε πρέπει να διασαλευτεί. Όλα είναι ακίνητα και παγω­μένα, σαν παλιές φωτογραφίες μιας εποχής που δεν έχει πλέον αντίκρισμα. Τις αναμνήσεις του τις προσλαμβάνει εντελώς παθη­τικά και αρρωστημένα, με αποτέλεσμα να καταλήγει έρμαιο στις διαθέσεις τους, ένα παιγνιδάκι στα χέρια τους, και να απονεκρώνε­ται ο ίδιος σιγά-σιγά. Γίνεται δούλος τους, χωρίς καμιά δυνατότητα ανταρσίας και διαφυγής:



«Το καθετί που πέρασε, για πάντα μ' έχει σκλάβο,

κι όσο γυρεύεις Σήμερα, το Χτες να μου αφανίσεις,

τόσο σ' εκείνο θα γυρνώ, και τόσο δεν θα παύω

να ζω στις αναμνήσεις».

(Αναμνήσεις)



Επιπλέον, εκεί που ο Καβάφης προσφεύγει -κάποιες φορές- στο παρόν, για να μπορέσει να σωθεί και να ξορκίσει την πληθω­ρική, ξεχειλισμένη, και -ώρες ώρες- αδυσώπητη μνήμη του:



«Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά,

βγήκα ν' αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον

ολίγη αγαπημένη πολιτεία.

ολίγη κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών».

(Εν εσπέρα)



Ο Λαπαθιώτης βυθίζεται ολοένα και περισσότερο, στο βαθύ και δίχως πάτο -θα έλεγα- πηγάδι της μνήμης του:

«Όταν βραδιάζει, μέσα μου, ξυπνούν τα περασμένα·

ξυπνούν αργά, σα μουσικές νεκρές από καιρό,

σα μουσικές που χάθηκαν και που τις λαχταρώ,

κ' έρχονται πάλι μαγικά κι ανέλπιδα σ' εμένα».

(Όταν βραδιάζει)



Με όλο και πιο αυξανόμενη ένταση συνεχίζει να προσεγγίζει τις αναμνήσεις του με τρόπο παθητικό -θα τον χαρακτήριζα ιερό, φοβούμενος μήπως τις βεβηλώσει- με αποτέλεσμα να μη μπορεί πια τίποτα να τον συγκινήσει, εφόσον δεν ανάγεται στο παρελθόν:



«Της πεθαμένης της χαράς έχει στερέψει η βρύση,

κι ούτε γυρεύει θάματα, κι ούτε προσμένει δώρα,

κι ούτε μπορεί πια τίποτα να την παρηγορήσει,

παρά ό,τι ήταν ως τώρα»

(Αναμνήσεις)



Αναρωτιέμαι κι εγώ, όπως ο Καβάφης στο ποίημα του «Εν μεγάλη Ελληνική αποικία», αν «μετά από τόση δεινότητα χειρουργική» -απομένει κάτι. Γιατί ο Λαπαθιώτης μόλις φτάσει στο τέλος του δρόμου που έχει ακολουθήσει, όταν πια ανακαλύπτει ότι η πορεία του σ' αυτό το μονοπάτι ήταν ολισθηρή, τότε -συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί- γράφει:



Απόψε η νύχτα είναι βαριά, κι η μνήμη μου κι αυτή βαριά,

και κάποια θύμηση πικρή μού τυραννεί τη σκέψη,

καθώς ειν' όλα σκοτεινά, κι ακούω τη λύσσα του βοριά,

που μες στον κήπο πλάκωσε, για να τον καταστρέψει».

(Χειμώνας)



Σκέφτομαι ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις, όταν ένας άνθρωπος αντι­μετωπίζει τέτοιου είδους καταστάσεις πραγμάτων, δεν έχει παρά να ζητήσει τη βοήθεια των άλλων ανθρώπων. Όμως, στο κρίσιμο, δεινό και ριψοκίνδυνο σημείο που έχει φτάσει ο Λαπαθιώτης, οι άλλοι άνθρωποι δεν αποτελούν γι' αυτόν μια σανίδα σωτηρίας, αφού -έτσι κι αλλιώς- είναι καταδικασμένοι στη μεταξύ τους αποξένωση: γι' αυτό άλλωστε -και τους αποκλείει.

Έτσι, αφού πρώτα μας περιγράψει σε αυτό το ποίημα του την κατάσταση πραγμάτων που -με οδύνη- βιώνει, επανέρχεται στην πικρή θύμηση που τον βασανίζει, και συμπληρώνει:



«κι αυτή, παλιά πληγή νεκρή, κι ωστόσο πάντα ζωντανή,

δεν είναι για να μαθευτεί ποτέ κι από κανένα».



Όταν πλέον αντιλαμβάνεται ότι η θεοποίηση του παρελθόντος και των αναμνήσεων, καθώς επίσης και ο τρόπος που τις προσεγγίζει και τις ανακαλεί, τον έχουν οδηγήσει - όχι απλά σε ολέθριες συνέπειες, αλλά εκεί όπου πια δεν υπάρχει μια διέξοδος, ένας δρόμος επιστροφής -γιατί ήδη είναι αργά και ο κλοιός έχει σφίξει υπερβολικά -τότε, σ' ένα από τα πιο μουσικά ποιήματά του, εκφρά­ζει τον πόνο του:



«Μας ξεπλανάτε σ' όνειρα σαν τις Σειρήνες

στο εξωτικό τρεμόσβημα θλιμμένης φύσης,

και μας μεθάτε με γλυκύτατες οδύνες!

Ανάθεμά σας, κολασμένες αναμνήσεις!



Ο δρόμος σας δε χάνεται βαθιά στη λήθη,

και το φως σας την τυφλή σκέψη ξαναπάγει

στα μαγικά και στα φαρμακερά σας βύθη..

Πνιγείτε πια στης νύχτας τα βαθιά πελάγη...»

(Στα περασμένα)











Υ



Τι απομένει λοιπόν; Σχεδόν τίποτα. Ίσως μονάχα η ίδια η τέχνη της ποιήσεως, το γράφειν, ως το έσχατο αποκούμπι ενός κουρασμέ­νου ανθρώπου. Αυτή η άσκοπη και ασυλλόγιστη σπατάλη που επιχειρούν μερικοί άνθρωποι.

Όμως, ενώ ο Καβάφης μένει απόλυτα ικανοποιημένος από την τέχνη του, τόσον ικανοποιημένος, ώστε να γράφει:



«Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ»

(Ζωγραφισμένα)

ή εκείνο το περίφημο:



«Κάθομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες και αισθήσεις

εκόμισα εις την Τέχνην»

(Εκόμισα εις την Τέχνην)



το οποίο εμπεριέχει ένα σπέρμα έπαρσης, ο Λαπαθιώτης - παρά το γεγονός ότι κι αυτός αγαπούσε και πρόσεχε ιδιαίτερα την ποίησή του - προς το τέλος της ζωής του - το 1941 - μας δίδει, σ' ένα ποίημα του, το βαθύτερο ψυχολογικό πορτραίτο του ποιητή:



«Πόσο βαθύ κι ασήμαντο συνάμα

της Ζωής σου και της Τέχνης σου το δράμα.

Σ' ένα παιγνίδι μάταιο και γελοίο

του Νου σου να σκορπάς το μεγαλείο!



Μέρα-νύχτα να παίζεις με τις λέξεις,

πως πρέπει μεταξύ των να τις πλέξεις,

και πώς μαζί να σμίξεις κάποιους ήχους,

ώστε να κλείσεις τ' Όνειρο σε στίχους!



Πόσος κόπος και πόνος κι αγωνία

να πλάσεις απ' τη θλίψη σου αρμονία,

και να πλάσεις μ' όλους σου τους τρόπους,

για να την ξαναδώσεις στους ανθρώπους...»

(Ποιητής)



Στίχοι που μας θυμίζουν τον άλλον αυτόχειρα ποιητή της λογοτε­χνίας μας:



«Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο»

(Σταδιοδρομία)



Ακόμα και το καταφύγιο της ποίησης δεν έχει να προσφέρει κανένα αγαθό στον Λαπαθιώτη. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτός ήταν ένας ποιητής «της παλιάς τεχνοτροπίας», όπως είχε σημειώσει στον υπότιτλο του τελευταίου ποιήματος του, Αποχαιρετισμοί στη μου­σική, το οποίο δημοσιεύτηκε λίγες μόλις ημέρες μετά την αυτοκτο­νία του.

Αν ο Καβάφης -στις. δύσκολες στιγμές του- επικαλείται την βοήθεια της τέχνης του, της Ποίησης, που σύμφωνα μ' έναν άλλο ποιητή μας είναι Αγία, για να προστρέξει γρήγορα στο πλευρό του, και να τον βγάλει από την μελαγχολία που νιώθει και τον ζόφο που τον κυκλώνει:



«Τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της ποιήσεως,

που κάμνουνε - για λίγο - να μη νιώθεται η πληγή»

(Μελαγχολία Ιάσονος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.)



Ο Λαπαθιώτης, στο τέλος, φαντάζεται και περιγράφει τα ποιή­ματα του ως στυγερές κι ανελεήμονες θεότητες, που τον ταράζουν και τον βασανίζουν με το κυνηγητό τους:



«Γι’ αυτό σφαλνώντας τη ματιά πηγαίνω να χαθώ

μες στους πικρούς σας εμπαιγμούς, και μες στις ειρωνείες.

Τώρα που τίποτα γερό δεν έμεινε ορθό.

Τραγούδια μου... Ερινύες!»

(Ερινύες)





Αθήνα -Κρήτη Α. Β. Στρατής