ΠΕΝΗΝΤΑ ΣΥΝ ΚΑΤΙ
για τον Λαπαθιώτη
του Α. Β. Στρατή
Α
Το 1994 συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από τον θάνατο του ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ο οποίος τη νύχτα της 7ης προς 8ης Ιανουαρίου 3944 αυτοκτόνησε στο σπίτι του, που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Κουντουριώτη και Οικονόμου - πίσω από το Αρχαιολογικό Μουσείο.
Ανακάλυψα αυτό το σπίτι, πριν από μερικά χρόνια, διαβάζοντας ένα κείμενο του Γιώργου Ιωάννου, όπου ο συγγραφέας - με το λιτό και υπαινικτικό ύφος του - μας μιλά για τη ζωή και το έργο του «γείτονα» του ποιητή. Θορυβημένος μάλιστα από την ερείπωση του αναφέρει ότι έχει συντάξει και αποστείλει μιαν αναφορά προς το υπουργείο Πολιτισμού πρώτα, και κατόπιν προς τον δήμο Αθηναίων, με την οποία ζητά και τη διάσωση του. Προτείνει δε ως καλύτερη λύση αφ' ενός να κηρυχθεί διατηρητέο κτίσμα, αφ' ετέρου να στεγαστεί εκεί το πνευματικό και πολιτιστικό κέντρο της περιοχής των Εξαρχείων.
Περνώ κι εγώ συχνά έξω από το σπίτι του Λαπαθιώτη και διαπιστώνω το ρήμαγμα, τη φθορά και την εγκατάλειψή του. Μέσα δεν έχω μπει ποτέ, αλλά φαντάζομαι ότι κι εκεί το μέγεθος της λεηλασίας θα είναι ανυπολόγιστο. Γιατί - εδώ και επτά χρόνια που έχω εγκατασταθεί στην Αθήνα - εξακολουθεί να παραμένει στην ίδια άθλια κατάσταση.
Κάποιος πρόθυμος εργολάβος θα βρεθεί, για ν' αναλάβει την κατεδάφιση και την ανέγερση - στη θέση του – μιας σύγχρονης πολυκατοικίας. Κι αν δεν βρεθεί αυτός, ο άλλος μεγάλος εργολάβος, που ήδη το έχει περιλάβει, θα το περιποιηθεί. Για το πέρασμα του χρόνου μιλώ, αφού η πολιτεία και τα όργανα της συνεχίζουν να αδιαφορούν.
Β
Για τον αναγνώστη ο οποίος ενδιαφέρεται για τα βιογραφικά στοιχεία του ποιητή - περιληπτικά - θ' αναφέρω τα ακόλουθα:
Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 Οκτωβρίου 1888 στην Αθήνα. Ήταν το μοναχοπαίδι πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας. Η μητέρα του ήταν ανηψιά του Χαρίλαου Τρικούπη, στο σπίτι του οποίου ανατράφηκε. Οι προγονοί της συμμετείχαν στην έξοδο του Μεσολογγίου κατά τη διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Ο πατέρας του - Κυπριακής καταγωγής - ήταν στρατιωτικός και συγχρόνως μαθηματικός. Μάλιστα, ως οπαδός του Βενιζέλου, είχε γίνει και υπουργός σε δύσκολες και ταραγμένες εποχές του πολιτικού βίου μας.
Τα πρώτα του μαθήματα τα διδάσκεται κατ' οίκον. Εκτός από τα ελληνικά, έμαθε γαλλικά και αγγλικά. Αν και ποτέ δεν πήρε μαθήματα ιταλικών, τα μιλούσε αρκετά καλά. Ο Τέλλος Άγρας αναφέρει ότι ο Λαπαθιώτης γνώριζε και τα Αρβανίτικα, για τα οποία σχεδίαζε κι ένα λεξικό. Επίσης πήρε μαθήματα μουσικής με δασκάλα του στο πιάνο την Αθηνά Σερεμέτη. Τέλος, όπως ομολογεί ο ίδιος ο ποιητής, αν και δεν παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής, είχε «μια φυσική κλίση στο σκιτσάρισμα».
Το 1899 γράφεται στο Εθνικό Λύκειο και το 1905 εισάγεται στη Νομική Σχολή, από την οποία αποφοίτησε το 1909, χωρίς όμως -στη συνέχεια - ν' ασκήσει κάποιο επάγγελμα σχετικό με τις σπουδές του, γιατί μόλις πληροφορήθηκε ότι έπρεπε να κάνει την πρακτική άσκηση του σε κάποιο δικηγορικό γραφείο κι έπειτα να δώσει νέες εξετάσεις, «τότε παραιτήθηκα ολότελα, και διαβολόστειλα και τα νομικά και το καλό τους»!
Το 1914 υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία. «Τον Ναπολέοντα τον βαφτίσαμε Κομήτη του Χάλεϋ, που τόσο μας είχε ανησυχήσει το 1911. Τόσο σπάνια τον βλέπαμε», παρατηρεί ο Τάσος Ι. Μουμτζής, ο οποίος ήταν ο προπαιδευτής του.
Όταν ήταν μικρός, η οικογένεια του μετακόμιζε συχνά από σπίτι σε σπίτι. Τουλάχιστον δέκα μετακομίσεις, μέχρι το 1902 στο κέντρο της Αθήνας και κυρίως γύρω από την πλατεία της Ομόνοιας, τις οποίες ο ποιητής περιγράφει στην αυτοβιογραφία του. Έπειτα εγκαταστάθηκαν στο προαναφερόμενο ιδιόκτητο σπίτι, με αποτέλεσμα, «απ' τα κεντρικά μας σπίτια να βρεθούμε σε μια ερημιά - γιατί το μέρος ήταν ερημιά, για τη μικρή πρωτεύουσα της εποχής εκείνης».
Παρά το γεγονός αυτό ήταν πιστός και θερμός εραστής της Αθήνας, γιατί ταξίδεψε ελάχιστα. Όλα τα ταξίδια του Λαπαθιώτη -εκτός από ένα - γίνονται μέσα στην επικράτεια, εξαιτίας των μεταθέσεων και μετακινήσεων του πατέρα του. Αρκεί να σκεφτούμε και τον άλλο ποιητή εκείνης της εποχής, τον Κώστα Ουράνη, ο οποίος ταξίδευε συνεχώς στην Ευρώπη. Άλλωστε η αγάπη του για την πρωτεύουσα αποδεικνύεται και από τις νυχτερινές περιπλανήσεις του ποιητή «στις μικροσυνοικίες - στο Μεταξουργείο, το Θησείο, τη Δεξαμενή και. το Παγκράτι» ή ακόμα και έξω από τα όρια της Αθήνας, όπως στον Πειραιά ή το Μενίδι.
Το 1896 διαμένει για έξι μήνες στο Ναύπλιο μαζί με την οικογένεια του. Το 1897 ταξιδεύει με την μητέρα του στο Αγρίνιο, όπου τους είχε προσκαλέσει ο πατέρας, επειδή «εκεί είχαν συγκεντρωθεί τα στρατεύματα μας κατεβαίνοντας από την Ήπειρο», μετά το τέλος του πολέμου. Εκεί έμειναν «όλο το καλοκαίρι και μέρος του φθινοπώρου». Το 1903, εξαιτίας της υποψηφιότητας και εκλογής του πατέρα του ως βουλευτή, συμμετέχει στην περιοδεία της οικογένειας του στον Τΰρναβο.
Επειδή ο πατέρας του προσχώρησε στο κίνημα του Βενιζέλου, ταξίδεψε μαζί του το 1916 στη Θεσσαλονίκη. «Πολλοί παλαιοί μου φίλοι, όταν εγύρισα, έπαψαν να με χαιρετούν... τ' ότι προσχώρησα στο κίνημα κείνο ήτανε γι’ αυτούς ατιμία, που δε μπορούσε με κανένα τρόπο να μου συγχωρεθεί». Τις τελευταίες μέρες του ίδιου έτους ακολουθεί πάλι τον πατέρα του -ως ιδιαίτερος γραμματέας- στην Αίγυπτο, όπου και έμειναν τους πρώτους μήνες του 1917. Στην Αλεξάνδρεια γνωρίζεται με τον Καβάφη. Από τότε αρχίζει η φιλία των δύο ποιητών, οι οποίοι και αλληλογραφούσαν - αραιά - μεταξύ τους, μέχρι το θάνατο του τελευταίου το 1933.
Ο Τάκης Παπατζώνης αναφέρει μια θαλάσσια εκδρομή τους, με το πλοίο της γραμμής, στα Μέγαρα, και παρατηρεί, ότι κατά την διάρκεια της βρισκόντουσαν υπό την επίδραση της ανάγνωσης του βιβλίου του Ε.Α. Πόε «Αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ». Ο Κλέων Παράσχος, τέλος, είναι εκείνος που κάνει λόγο για «μια τριήμερη αυτοκινητική εκδρομή στην Πελοπόννησο (Κόρινθο, Μυκήνες, Άργος, Ναύπλιο, Επίδαυρος) με τον Σικελιανό», του οποίου - άλλωστε - ήταν προσκεκλημένοι. Ο ίδιος επίσης μας αποκαλύπτει ότι το μοναδικό ταξίδι που έκανε συχνά ο Λαπαθιώ-της ήταν εκείνο μεταξύ Αθήνας-Πάτρας, επειδή στην τελευταία πόλη υπήρχαν οικογενειακά κτήματα, και συμπληρώνει ότι «άλλα ταξίδια ή εκδρομές στην Ελλάδα δεν πιστεύω να έκανε».
Γ
Στα γράμματα και στις τέχνες εμφανίζεται για πρώτη φορά με δημοσιεύσεις του στο περιοδικό «Διάπλαση των παίδων» το 1897 -σε ηλικία μόλις εννέα ετών- με το ψευδώνυμο «Αιθήρ». Αργότερα επανεμφανίστηκε στο ίδιο περιοδικό με το ψευδώνυμο «Όψιμος Κρίνος». Επίσημα εμφανίζεται το 1901, όταν ο πατέρας του τυπώνει το έμμετρο θεατρικό έργο του «Νέρων ο Τύραννος».
Φαίνεται ότι, εκτός από το τύπωμα, ο πατέρας του Λαπαθιώτη ανέλαβε και τις διορθώσεις του κειμένου του νεαρότατου και επίδοξου συγγραφέα. Ο ίδιος ο ποιητής -αργότερα- στην αυτοβιογραφία του αναφέρει: «Στον Νέρωνα τον Τύραννο υπήρχε κι ένας αναχρονισμός, ένας πρώτου μεγέθους μαργαρίτης! Σε κάποιο μέρος η Οκταβία έλεγε στον Οκτάβιο, τη στιγμή που αυτός λιποψυχούσε, απ' το φλογερό τον έρωτά του:
«Αλλά, Οκτάβιε, λοιπόν, τι έχεις; Έχεις ρίγη;
Το πρόσωπό σου χλώμιασε! Θέλεις σαμπάνια λίγη;»
Πριν όμως τυπωθεί, ο πατέρας μου επενέβη και μου τον διόρθωσε: «Το πρόσωπο σου χλώμιασε! Τί αφορμή σε θίγει;»
Κι έτσι το έργο είδε άμεμπτο το φως, σ' άψογους κι ομαλότατους δεκαπεντασύλλαβους».
Τέλος, το 1905, εμφανίζεται με δύο ποιήματα του, τα «Έκσταση» και «Το παράπονο του τραγουδιστή», στις σελίδες του λογοτεχνικού περιοδικού «Νουμάς». Από τότε αρχίζει να δημοσιεύει συνεχώς το έργο του σε διάφορα περιοδικά της Αθήνας, της Κύπρου και της Αιγύπτου.
Όταν ήταν ακόμα παιδί, εξέδιδε σε ένα αντίτυπο μιαν εβδομαδιαία καλλιτεχνική εφημερίδα, της οποίας ο τίτλος άλλαζε συχνά: Ωχρόν Λυκόφως, Μελέτη, Πάρθιον Βέλος· γεγονός που επανέλαβε και το 1925 σε συνεργασία με τον Ν. Χάγερ-Μπουφίδη, όταν εξέδωσαν την εφημερίδα «Καλλιτεχνική και Φιλολογική Ζωή», η οποία κυκλοφόρησε μόλις τρεις φορές, κι έπειτα διέκοψε την έκδοση της.
Ήταν, επίσης, ένας από τους δέκα ιδρυτές και συντάκτες του λογοτεχνικού περιοδικού «Ηγησώ». Στην αυτοβιογραφία του -μάλιστα- μας παρέχει αρκετές πληροφορίες για τη διαδικασία έκδοσης του περιοδικού και τους συνεργάτες του, παρατηρώντας: «Τώρα που συλλογίζομαι το μηχανισμό εκείνης της εκδόσεως, βλέπω πως το σύστημά της ήταν τέλειο».
Το 1914 δημοσιεύεται στο περιοδικό «Νουμάς» το περίφημο «Μανιφέστο» του. Το κείμενο αυτό ξεσήκωσε φιλολογικές θύελλες και τάραξε τα λιμνάζοντα νερά στο χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αφ' ενός μεν διότι επιτίθεται στους παλιότερους καλλιτέχνες και συγγραφείς, αφ' ετέρου δε επειδή προσκαλεί τους νεότερους να συνεργαστούν μαζί του για «το γκρέμνισμα των Ψεύτικων Ειδώλων που κυριαρχούν».
Πρέπει να παρατηρήσουμε, όμως, ότι ο Λαπαθιώτης όχι μόνο δεν αποσκοπούσε σε αυτή την επίθεση, αλλά ούτε μπορούσε να προβλέψει τις συνέπειες και τις αντιδράσεις που προκάλεσε η δημοσίευση αυτού του κειμένου. Επιφυλλίδες και άρθρα των παλιότερων συγγραφέων που τον κατακεραυνώνουν, συναντήσεις των νεότερων, οι οποίοι είχαν ενθουσιαστεί και στις οποίες δεν πήγε ποτέ ο ίδιος, αν και τον περίμεναν. Στο τέλος ο ποιητής, προκειμένου να εκτονωθεί η κρίση που είχε ξεσπάσει, ομολόγησε ότι αυτό το κείμενο το έγραψε σε μια στιγμή ανίας, επειδή δεν είχε ποιητική έμπνευση.
Μόλις το 1939, μετά από μια τριανταπεντάχρονη συνεχή παρουσία του στα νεοελληνικά γράμματα κυκλοφορεί σε βιβλίο μια πρώτη επιλογή ποιημάτων του, η οποία περιέχει πενήντα μονάχα τίτλους και όπως παρατηρεί ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος «αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το ένα τέταρτο της συνολικής παραγωγής του».
Ως προς τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ήταν κι αυτός υποστηρικτής του Βενιζέλου, με τον οποίον είχε γνωριστεί στη Θεσσαλονίκη το 1916. «Τα ελληνικά γράμματα περιμένουν πολλά από την πένα του κυρίου Λαπαθιωτη. Ξέρω πόσο τα τιμάτε και χαίρω εξαιρετικά που μου δίνεται η ευκαιρία να σας εκφράσω και προσωπικά τη βαθειά και ειλικρινή εκτίμηση μου», φέρεται, να είπε ο Βενιζέλος στον ποιητή, όταν συναντήθηκαν.
Άλλωστε και μερικά σατιρικά στιχουργήματα του Λαπαθιωτη μάς δείχνουν τα σφοδρά αντιβασιλικά του αισθήματα:
«Φίλος καλός - μάλλον κακός, καθό βασιλικός
με ρώτησε αν συμπαθώ τα ζώα· κι εις εκείνου
την πρότασιν απήντησα επιγραμματικώς:
Όλα τα ζώα τ' αγαπώ - εκτός του Κωνσταντίνου».
Αργότερα, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, βοήθησε κι έκρυψε στο σπίτι του «παράνομους» και κυνηγημένους. Σχεδόν όλοι όσοι έγραψαν για τον Λαπαθιώτη, δεν μας αποκαλύπτουν αυτή την πτυχή της ζωής του, ενώ -αντίθετα- είναι πρόθυμοι και ικανοί να μας παρουσιάσουν άλλες -προσωπικές και ιδιαίτερες- στιγμές της. Ίσως και να μην γνώριζαν.
Πρώτος ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς μας κάνει λόγο γι' αυτό το γεγονός: «Ο Λαπαθιώτης, πριν αυτοκτονήσει, φρόντισε ν' αποκτήσει σύνδεσμο με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής Εξαρχείων, όπου κατοικούσε, και μια μέρα έμπασε, μυστικά στο σπίτι του, μια ομάδα ανταρτών και τους πρόσφερε για τον αγώνα, τα όπλα του πατέρα του».
. Ο κριτικός της λογοτεχνίας, επίσης, ο Βάσος Βαρίκας, συμπληρώνει: «Σημειώνω ενδεικτικά τη συμπάθεια, που από τα πρώτα ακόμη χρόνια του Μεσοπολέμου, σύμφωνα με αδιαμφισβήτητες πληροφορίες, έδειχνε ο Λαπαθιώτης προς το σοσιαλιστικό κίνημα, φτάνοντας ως το σημείο να παρακολουθεί ακόμη και δημόσιες συγκεντρώσεις, και που συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του, αφού και στην πλήρη κατάρρευση του, κατά την κατοχή, δεν αρνιόταν να φιλοξενήσει στο σπίτι του παράνομους».
Άλλωστε έχουν δημοσιευτεί και σχετικά κείμενά του, όπως το «Τραγούδι για το ξύπνημα του Προλεταριάτου», καθώς επίσης και μερικοί στοχασμοί του για τον κομμουνισμό, όπως εκείνος της 22ας Απριλίου 1928: «Θέλω τον ερχομό της κομμουνιστικής κοινωνίας με την ελπίδα ότι αυτή μέλλει να κινηθεί πλησιέστερα προς το πνεύμα της στοργής και της δικαιοσύνης». Όντας όμως ο ποιητής ένας οξυδερκής άνθρωπος, και αντιλαμβανόμενος το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα σε μια θεωρία ιδεών και την πρακτική εφαρμογή της, συμπληρώνει: «Από τη στιγμή που θα πειστώ ότι δεν πρόκειται να φέρει παρά μόνο μερικές, πολύ σχετικές τροποποιήσεις των ανθρωπίνων συνθηκών και σχέσεων, χωρίς άλλα σοβαρά παρακολουθήματα, η υπόθεση αυτή θα πάψει αυτομάτως να μ’ ενδιαφέρει».
Σ’ έναν άλλο στοχασμό του 1931 παρατηρεί: «Κάθε ιδεολογία γενικά -κι η πιο αγνή κι η πιο εκλεπτυσμένη- έχει ένα πολύ λεπτό σημείο, που ξεπερνώντας το λεπτό αυτό σημείο, επιστρέφει στην ηλιθιότητα», δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο τη βαθύτερη αμφιβολία και τις αμφισβητήσεις του προς κάθε είδους πολιτικά συστήματα- τα οράματα και τις επαγγελίες τους. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε και την επιστολή του Λαπαθιωτη -με ημερομηνία 1-5-1927- προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο, με την οποία, «για να είμαι απολύτως συνεπής προς τις υπαγορεύσεις της συνειδήσεώς μου» -όπως γράφει ο ποιητής- ζητά «τον διακανονισμό μιας υποθέσεως χαρακτήρος εντελώς προσωπικού - που αφορά τας σχέσεις μου με την εκκλησία». Συγκεκριμένα ζήτησε τη διαγραφή του από τις δέλτους της χριστιανικής εκκλησίας. Πρέπει -επιπλέον- να προσθέσουμε ότι αυτή η ενέργεια του δεν είναι αποτέλεσμα της συμπάθειας του προς τον κομμουνισμό, αλλά -μάλλον- μια υπαγόρευση των γενικότερων αισθητικών πεποιθήσεων του ποιητή.
Δ
Ακόμα κι όσο ζούσε ο Λαπαθιώτης, αλλά -πολύ περισσότερο-μετά τον θάνατο του, γράφτηκαν πολλά και διάφορα για τον τρόπο ζωής του ποιητή. Μιας ζωής που -σαφώς- κινιόταν έξω από τα κοινά αποδεκτά πλαίσια της εποχής του, γεμάτης ακραίες εμπειρίες, που -αναμφίβολα- τον έφεραν αρκετά κοντά με το κοινωνικό γίγνεσθαι και τις ποικίλες ζυμώσεις κι εξελίξεις της εποχής του. Αν ο ποιητής ζούσε σήμερα, οι επιλογές του δεν θα προκαλούσαν ιδιαίτερες αντιδράσεις· ίσως και να μας φαίνονταν, «φυσιολογικές», σύμφωνες, σχεδόν με τους «ρυθμούς» της δικής μας εποχής.
Μέσα στα πλαίσια, όμως, της εποχής που έζησε -στη μικρή Αθήνα των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας- ο τρόπος ζωής τού ποιητή αποτελούσε μια διαρκή πρόκληση στα μάτια των ανθρώπων. Όμως, όπως έγραφε κι ο ίδιος ο Λαπαθιώτης, το 1908, σ’ ένα κείμενό του για τη ζωή και το έργο τού Όσκαρ Ουάιλντ, η κοινωνία μπορεί να ταράσσεται και να εκπλήσσεται, αλλά «η κοινωνία ήτο πάντοτε αρκετά ταπεινή, ώστε να βλέπει όλα τα πράγματα από κάτω...»
Δεν πρόκειται ν’ αναφερθώ στο γεγονός της ομοφυλοφιλίας του ή την χρήση ναρκωτικών ουσιών. Ήδη το έχουν επιχειρήσει άλλοι, με αποτέλεσμα να γνωρίζουμε σήμερα περισσότερα για τη ζωή, παρά για το έργο του ποιητή. Η ζυγαριά έχασε την ισορροπία της, και το βάρος έπεσε στην ιδιότητα του ως «παραστρατημένου» ανθρώπου, αντί σ’ εκείνην του δημιουργού.
Άλλωστε, αυτές οι καταστάσεις πραγμάτων -το σκάλισμα και ξεψάχνισμα του βίου ενός καλλιτέχνη- ενδιαφέρουν μονάχα όσους αρέσκονται σε σκανδαλολογίες και -κατά συνέπεια- σε ηθικολογίες. Εξάλλου, οι συγκεκριμένες αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες του Λαπαθιώτη, αποτελούν έναν ολόκληρο τρόπο ζωής και σκέψης, τον οποίον ένας άλλος άνθρωπος περισσότερο μπορεί να βιώσει παρά να γράψει -υποθετικά- γι' αυτόν.
Αντίθετα, προτιμώ ν’ αναφερθώ στην αγάπη που έτρεφε για την μητέρα του, με αποτέλεσμα να γράψει μερικά από τα καλύτερα ποιήματα του, εξ αιτίας του θανάτου της, όπως παρατηρεί ο Μιχάλης Μερακλής. Ο ίδιος θέτει και το ζήτημα αυτής της αγάπης στις πραγματικές του διαστάσεις, όταν γράφει: «Την είπαν παθολογική, την συσχέτισαν με την ομοφυλοφιλία του (...) Η αγάπη του γιου στη μητέρα του, έστω και υπερβολική, δεν είναι ανώμαλη -αυτή τη λέξη τη χρησιμοποιούμε συχνά δίχως σύνεση».
Γιατί να μην αναφερθούμε και στις 154 μουσικές συνθέσεις του Λαπαθιώτη -όσες ακριβώς και τα επίσημα ποιήματα του Καβάφη-όπου «σ' όλες τις συνθέσεις, η ψυχή του ποιητή φανερώνεται ανώτερη και ψηλότερη από τις ψυχές άλλων μουσικών, τέλεια μυημένων στα μυστήρια κάθε τεχνικής επιστημοσύνης, τόσο μάταιης -αλλοίμονο- όταν λείπει το ένστικτο και το πάθος», Ή στην «υπερβολική» αγάπη, τρυφερότητα και στοργή που έδειχνε προς τα ζώα -και ιδιαίτερα στις γάτες;
«Ώσπου να ετοιμαστεί, τον περίμενα στο παλιό αρχοντικό σαλόνι του σπιτιού του, όπου μου κρατούσε συντροφιά η μητέρα του, η Μεσολογγίτισα, ενώ στα πόδια μας μπερδευόντουσαν οι πολυάριθμες γάτες του ποιητή. -Εγώ που ονειρευόμουν να πάρω στα γόνατα μου τα παιδάκια του, τώρα νταντεύω τις γάτες του, μου είπε ένα βράδυ αναστενάζοντας η μητέρα του, μαρτυρά, ένας φίλος του».
Εκτός από μερικούς στοχασμούς του με περιεχόμενο την αγάπη του ανθρώπου προς τα ζώα, ο Λαπαθιώτης στην αυτοβιογραφία του μας περιγράφει την πρώτη πραγματική οδύνη που ένιωσε, όταν ήταν παιδί, εξαιτίας του θανάτου ενός μικρού άσπρου γατιού που είχε, ενώ στο ημερολόγιο του σημειώνει ένα περιστατικό με μιαν άρρωστη γάτα που συνάντησε τυχαία μια νύχτα Χριστουγέννων στην οδό Πατησίων.
Γιατί εδώ, βέβαια, σ' αυτές τις «ιδιαιτερότητες» μπορεί να ανιχνεύσει και να εντοπίσει κανείς την ευαισθησία, την καλλιέργεια και την ποιότητα ενός ανθρώπου.
Δεν εργάστηκε ποτέ, αλλά ζούσε από τα αποθέματα της οικογενειακής περιουσίας. Όταν άρχισαν να σώνονται κι αυτά, αφού πρώτα -βέβαια- είχαν πεθάνει οι γονείς του, «άρχισε να πουλά τα πρώτα, πιο περιττά πράγματα. Προχώρησε στα κοσμήματα και στα χρυσαφικά. Συνέχισε με τ' αντικείμενα που δεν επρόκειτο να χρησιμοποιήσει ποτέ: τ! ασημικά και τα παλιά σερβίτσια. Θησαυροί, όλ’ αυτά, για ένα κομμάτι ψωμί. Το κτήμα στην Πάτρα επίσης. Για να καταλήξει στα βιβλία», για το ξεπούλημα των οποίων μας παρέχει πληροφορίες ο Γιώργος Ιωάννου.
Ο θάνατος της μητέρας του το 1937 και του πατέρα του το 1941, οι οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, οι σωματικές και ψυχικές ταλαιπωρίες που είχε υποστεί, επεξέτειναν την -αυξανόμενη με το πέρασμα του χρόνου- μοναξιά και μελαγχολία του, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί -με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια- στην αυτοχειρία, θέτοντας ένα τέλος στη ζωή του, μονάχα με «μια κίνηση περήφανη κι απλή (..) που θα 'χει κάνει ο μυς ενός δαχτύλου σ' ένα μικρό μοχλό μιας μηχανής» όπως ο ίδιος έγραψε σ' ένα πεζό ποίημα του, για τον άλλο αυτόχειρα ποιητή μας.
Η τελευταία και αναπόφευκτη λεπτομέρεια: ο ποιητής «κηδεύτηκε με έρανο έπειτ' από τέσσερις ημέρες, κατά την επιθυμία του», φοβούμενος το φαινόμενο της νεκροφάνειας, το οποίο -σε νεαρή ηλικία- είχε συμβεί στη μητέρα του.
Ε
Θα παραπέμψω τον αναγνώστη, που ενδιαφέρεται για περισσότερες λεπτομέρειες, πρώτ' απ' όλα στην αυτοβιογραφία του Λαπαθιώτη με τίτλο «Η Ζωή μου». Το κείμενο αυτό καλύπτει την χρονική περίοδο από τη γέννηση του ποιητή, μέχρι και τις αρχές του έτους 1917, όταν -πια- συμπλήρωνε τα 29 χρόνια του βίου του. Στο κείμενο αυτό πρέπει να σκύψουμε και να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον και την προσοχή μας, γιατί πολλά από τα κείμενα που γράφτηκαν για τη ζωή και το έργο του, τον παραμορφώνουν, κι αντί να μας διαφωτίζουν, μας παραπλανούν.
Πρέπει -βέβαια- να είμαστε προσεκτικοί, γιατί γράφοντας κάποιος για τη ζωή του, υπάρχει ο κίνδυνος να παρουσιάζει κάποιες στιγμές της ελαφρά τροποποιημένες, και κάτω από το πρίσμα μιας οπτικής προσέγγισης διαφορετικής κι αναθεωρημένης σε σχέση με τα ίδια τα γεγονότα και την εποχή τους. Παρά το γεγονός ότι πολλοί που το επιχείρησαν δεν κατόρθωσαν να αποφύγουν αυτόν τον σκόπελο, διαπιστώνω ότι δεν συμβαίνει αυτό με τον Λαπαθιώτη. Ανακαλύπτω ότι είναι αρκετά ειλικρινής και ευθύς, χωρίς την ανάγκη να μεταμφιέζει τις περιστάσεις του βίου του.
Ακόμα και για θέματα που δεν μπορεί να θίξει άμεσα, να τα πει «έξω απ’ τα δόντια», όπως η χρήση ναρκωτικών και η ομοφυλοφιλία του, χωρίς να τα αποκρύβει, τα αφήνει να υπονοηθούν. Σε μια συνέντευξη του 1931, αναφερόμενος στις νυχτερινές περιπλανήσεις του, δηλώνει: «Συχνάζω όπου τύχει. Πότε βρίσκομαι προς τα μέρη της Παλιάς Αγοράς, πότε στον Πειραιά, και πάντα θα βρεθεί και κάποιο καφενεδάκι που να διανυκτερεύει, στο οποίο, όταν κάθομαι, μου αρέσει να πίνω κι ένα ναργιλέ».
Στην αυτοβιογραφία του μας μιλά για τις νύχτες που πέρασε στην Αίγυπτο, για τις γνωριμίες του με διάφορους ντόπιους «ιθαγενείς» και για την επίσκεψη του «σ' ένα αυθεντικό, αράπικο χασισοποτείο, εξαιρετικού ενδιαφέροντος, όπου και παρακολούθησα, επάνω στα ντιβάνια, το κλασικό κάπνισμα του απαγορευμένου παυσώδυνου, μέσα στην υποβλητικότατη ατμόσφαιρα των τεχνητών γήινων παραδείσων».
Τέλος, εκτός από ένα μέρος των στοχασμών του με θέμα τους την ομοφυλοφιλία, οι οποίοι δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατο του, σε μιαν άλλη συνέντευξη του, το 1938, ο Λαπαθιώτης δηλώνει: «Στα παιδικά μου χρόνια είχα κάποιες έντονες συμπάθειες (προς το θήλυ), αλλά στην ακαθόριστη εκείνη ηλικία, τη μεταβατική, συμβαίνουν τέτοιες προσωρινές διαστροφές».
Ο φιλοπερίεργος αναγνώστης, εφόσον επιμένει, μπορεί ν' αντλήσει πρόσθετες πληροφορίες για τον ποιητή, εκτός από τις δύο προαναφερόμενες συνεντεύξεις του, και από τα διάφορα κείμενα τρίτων, που έχουν δημοσιευτεί σε αφιερώματα λογοτεχνικών περιοδικών, στον Λαπαθιώτη.
Επίσης, δεν μπορώ να παραλείψω την άψογη και υποδειγματική προσέγγιση που επιχειρεί ο Τάσος Κόρφης στο βιβλίο του: «Ναπολέων Λαπαθιώτης. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του». Φαίνεται πως ο Τ. Κόρφης δεν έχει ξεχάσει το παλιό αξίωμα, σύμφωνα με το οποίο η ποίηση «μιλά» πρώτα στην καρδιά, πι έπειτα στον εγκέφαλο. Με γνήσια κριτική ματιά, χωρίς φόβο και πάθος, με βαθιά ειλικρίνεια και σθένος, μας παρουσιάζει τον άνθρωπο και το έργο του.
Ζ
Αντίθετα, ως παράδειγμα προς αποφυγήν, θ' αναφερθώ στη θρασύτατη «τυμβωρυχία» που επιχείρησαν μερικοί -συγγραφείς και κριτικοί- σε βάρος του Λαπαθιωτη. Αναφέρομαι -βέβαια- στην εισαγωγή, τον σχολιασμό και γενικά την επιμέλεια του Άρη Δικταίου στη μεταθανάτια έκδοση των ποιημάτων του Λαπαθιωτη το 1964. Ο επιμελητής προχώρησε σε μια μεροληπτική και σκανδαλολογική παρουσίαση του ποιητή, γιατί ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη ζωή, παρά για το έργο του.
Στην κριτική που έγραψε ο Βάσος Βαρίκας με αφορμή την έκδοση αυτού του βιβλίου, αφού διαπιστώνει τη μονομέρεια του επιμελητή, συμπληρώνει: «θα πρόσθετα μάλιστα ότι στις σελίδες αυτές δεν συναντάμε, όσο και αν το επιδιώκει ο συγγραφέας τους, τον αντικειμενικό μελετητή. Υπεισέρχεται κάτι το προσωπικό, ένα πάθος, που φτάνει κάποτε ως την "αντιδικία", το οποίο και ιδιαίτερα τις χρωματίζει».
Ο ίδιος ο Δικταίος, όταν ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος του, για παράβαση του νόμου «περί ασέμνων» -το 1965- επειδή στο βιβλίο υπήρχε μια σειρά σχεδίων του Δ. Μεζίκη με γυμνούς νεαρούς, αναρωτιέται ρητορικά στο απολογητικό του υπόμνημα, αν η εργασία του δυσφημεί τον άνθρωπο και τον ποιητή και αποφαίνεται ακριβώς το αντίθετο: «Από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα η αγάπη του κρίνοντος προς τον κρινόμενον είναι έκδηλος».
Δεν ξέρω αν η αγάπη αυτή είναι φανερή ή αν υπάρχει κάποιο υπόγειο ρεύμα που την υποσκάπτει και τη διαβρώνει. Αρκεί να θυμηθώ τις σελίδες όπου ο Δικταίος περιγράφει την πρώτη του συνάντηση με τον Λαπαθιώτη, στο εστιατόριο «Ελληνικόν» στην Ομόνοια, παρόντος και του Μήτσου Παπανικολάου, και να τις συγκρίνω με το κείμενο του Σάββα Χαρατσίδη, όπου ο σκηνογράφος περιγράφει την πρώτη φορά που είδε τον ποιητή ή εκείνο του Π. Γλέζου. Αρκεί αυτό μονάχα για να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.
Δεν εξετάζω το κείμενο του Αλεξ. Αργυρίου «Ένας Λαπαθιώτης κοιταγμένος μεροληπτικά, στο όνομα μιας νέας τεχνοτροπίας». Ήδη έχει ασχοληθεί μαζί του -διεξοδικά και με επιτυχία- ο Τ.
Κόρφης στο κείμενο του «Προς κατεδάφισιν κι ο Λαπαθιώτης; Μια συναισθηματική υπεράσπιση».
Μια άλλη παρουσίαση επιχειρεί ο Λεωνίδας Χρηστάκης με το κείμενο του «Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ωραιοποίηση των πάντων κι ας βουρλίζεται η Ιστορία». Αν και κατηγορεί τον Δικταίο ως παθογράφο, ισχυρίζεται ότι ο ίδιος δεν ακολουθεί αυτή την τακτική, επειδή το απεχθάνεται· όμως, παρά το γεγονός αυτό δεν μας πείθει για τις αγαθότερες προθέσεις του, αφού το κείμενο του μπορεί -επάξια- να λάβει τον χαρακτηρισμό ενός λιβέλλου.
Δανείζεται -μάλιστα- τον υπότιτλο του κειμένου του από την εισαγωγή του Δικταίου, την οποία χαρακτηρίζει ως θαυμάσια εργασία! Αν και δηλώνει ότι τον ενδιαφέρει περισσότερο ο άνθρωπος, παρά ο συγγραφέας, συχνά παραβιάζει αυτή την αρχή. Προφανώς αγνοεί ότι ο άνθρωπος και το έργο του είναι ένα αδιαίρετο σύνολο. Πόσο μάλλον στην περίπτωση του Λαπαθιώτη, όπου ζωή και έργο ταυτίζονται με απόλυτη ακρίβεια και συνέπεια, ως γνήσιος γόνος του αισθητισμού που ήταν ο ποιητής.
Επιπλέον προχωρά σε μια σειρά από σημαντικά λάθη και προχειρότητες, τα οποία -ακόμα και με τη συνδρομή της πιο ελαστικής επιείκειας- ούτε δικαιολογούνται, ούτε συγχωρούνται. Αυτό δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της ελάχιστης σημασίας που απέδωσε στα διάφορα κείμενα που έχουν γραφτεί για τον Λαπαθιώτη, επειδή ανακαλύπτει ότι η σχετική βιβλιογραφία «στο σύνολο της, είναι μέτρια, ανεδαφική και συμπερασματική». Όλα τα κείμενα που γράφτηκαν για τον ποιητή «είναι τόσο αποσπασματικά και καθόλου σφαιρικά, που σου δημιουργούν κενά, παρά σου δίνουν τις αναμενόμενες απαντήσεις».
Για να καλύψει, λοιπόν, αυτά τα κενά και να βρει τις «αναμενόμενες απαντήσεις», ούτως ώστε να επιτύχει την «αυθεντική», όπως γράφει, σκιαγράφηση του Λαπαθιώτη, τον αντιμετωπίζει «με έναν τρόπο όχι ιστορικό ή γραμματολογικό, αλλά ανθρώπινο και ως ένα σημείο μυθοπλαστικό». Συμφωνούμε ως προς τον ανθρώπινο τρόπο αντιμετώπισης ενός συγγραφέα -πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να γίνει διαφορετικά;- αλλά θα διαφωνήσουμε ως προς τη μυθοπλαστική μέθοδο, η οποία είναι επικίνδυνη, γιατί μπορεί να εκταθεί πέρα από κάθε όριο, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Η
Ο ίδιος ο Λαπαθιώτης φρόντισε ελάχιστα το έργο του. Το σκόρπισε σε πλήθος περιοδικών, χωρίς να επιμεληθεί την αυτοτελή και πλήρη έκδοση του, εκτός από εκείνη την ισχνή επιλογή ποιημάτων του το 1939, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του να πέσει στα χέρια άλλων, οι οποίοι δεν το μεταχειρίστηκαν -πάντοτε- με τον καλύτερο τρόπο. Πιστεύω ότι αυτή η αμέλεια του ήταν μια από τις συνέπειες των ιδεών του αισθητισμού, τις οποίες είχε ασπαστεί ο ποιητής. Σε μια συνέντευξή του το 1931 δηλώνει: «Είμαι ευτυχισμένος που δεν έχω τυπώσει ακόμα βιβλία. Σκεφθείτε, αν όσα τραγούδια ή ό,τι άλλο έγραφα από τα είκοσι μου χρόνια, είχε στεγαστεί μέσα σε βιβλίο και ήταν τόσο εύκολο να με διαπομπεύει».
Αργότερα -βέβαια- όταν πια είχε παραιτηθεί από τη ζωή, αυτή η απροθυμία του, ως προς την έκδοση βιβλίων, είχε ως βάση της -όχι πλέον τον αισθητισμό, αλλά την αίσθηση της ματαιότητας των πραγμάτων. Ο Κλέων Παράσχος σε μια συνάντηση του με τον Λαπαθιώτη, μερικά χρόνια πριν αυτοκτονήσει, όταν τον ρώτησε γιατί δεν εκδίδει ένα νέο βιβλίο του: «τότε μ’ έναν τόνο που έσταζε άπειρη αθυμία κι απογοήτευση, αλλά και μια αδιαφορία ανθρώπου που σα να βγήκε από τη ζώνη της ζωής, μου είπε (το νόημα των λόγων του κρατώ): Δε βαριέσαι! Τι σημασία έχουν όλ’ αυτά. Σε βεβαιώ ότι δεν έχω την παραμικρότερη επιθυμία να δω τυπωμένο το έργο μου».
Να ήταν άραγε μονάχα αυτό; Ο αισθητισμός του, δηλαδή, στην αρχή και κατόπιν η αίσθηση της ματαιότητας που τον κατείχε; Ας μην ξεχνάμε ότι και πριν ακόμα κυκλοφορήσει η πρώτη επιλογή ποιημάτων του, είχε αρχίσει ήδη να ανατέλλει η μοντέρνα ποίηση στην Ελλάδα- ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης κι άλλοι ποιητές μιας «νέας» τεχνοτροπίας. Ίσως γι’ αυτό ακριβώς, αν και είχε ζητήσει την οικονομική ενίσχυση από την «Επιτροπή βοήθειας των πνευματικών αξιών της χώρας» μας, προκειμένου να εκδώσει μια δεύτερη επιλογή ποιημάτων του το 1943, με εβδομήντα τίτλους, την τελευταία στιγμή ματαίωσε την έκδοση της.
Τη μεταθανάτια έκδοση των ποιημάτων του, όσο επίμονα κι αν έψαξα, στάθηκε αδύνατο να την αποκτήσω, γιατί -εδώ και χρόνια-έχει εξαντληθεί. Πληροφορήθηκα μάλιστα ότι την ψάχνουν και πολλοί άλλοι, με αποτέλεσμα να συγκαταλέγεται πια στην κατηγορία των σπάνιων βιβλίων. Μονάχα στα ράφια της Εθνικής Βιβλιοθήκης την ανακάλυψα. Εκεί κατόρθωσα να την ξεφυλλίσω και να κρατήσω μερικές σημειώσεις.
Εκτός από τα ποιήματα, το υπόλοιπο έργο του Λαπαθιώτη είναι πλούσιο σε έκταση και είδη γραφής. Έμμετρα δράματα, θεατρικά έργα, σατιρικά στιχουργήματα, αισθητικά και κριτικά δοκίμια, άρθρα για συγγραφείς, ένα ρομάντσο, ένα ημιτελές μυθιστόρημα, πεζά ποιήματα, διηγήματα, στοχασμοί, ημερολόγια, όνειρα και αρκετές μεταφράσεις.
Όμως, εκτός από αυτά, που τουλάχιστον ένα μέρος τους έχει δημοσιευτεί σε περιοδικά, υπάρχει κι ένα πλήθος αδημοσίευτων χειρογράφων, όπως προκύπτει από μιαν επιστολή του Λαπαθιώτη προς τον Πέτρο Χάρη, στις 18 Αυγούστου 1942. Με το γράμμα του αυτό ο ποιητής ζητά από το διευθυντή του περιοδικού «Νέα Εστία», σε συνεργασία με κοινούς φίλους -Άγρα, Παπατζώνη και Παράσχο- να αναλάβει την επιμέλεια και την έκδοση του έργου του -δημοσιευμένου και μη- το οποίο ο Λαπαθιώτης είχε συγκεντρώσει «σε συρτάρια και σ’ ένα μπαουλάκι».
Ο Π. Χάρης -ευγενικά κι ανθρώπινα- αρνήθηκε να αναλάβει αυτή την ευθύνη, γιατί -όπως ισχυρίζεται- «όποιος βρεθεί κοντά σε κουρασμένους από τη ζωή ανθρώπους», δεν θα συμφωνούσε, ούτε θα έδειχνε πρόθυμη ανταπόκριση στην πρόταση του Λαπαθιώτη, γιατί αυτό το γεγονός «θα έκανε πιο γρήγορη την πορεία του ποιητή στο θάνατο».
Αναμφίβολα ο Π. Χάρης έχει δίκιο, αλλά σκέφτομαι ότι αυτή η τακτική αντιμετώπισης δεν έχει πάντα τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Συλλογίζομαι ότι για να φτάσει ένας ποιητής να προσφέρει σε κάποιον άλλο το έργο του, προκειμένου να φροντίσει εκείνος για την έκδοσή του, σημαίνει ότι ο ποιητής, ο άνθρωπος πια, έχει παραιτηθεί και είναι αποφασισμένος να πεθάνει. Πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Αφού ο κύβος έχει ήδη ριχτεί, όλα πια είναι ζήτημα χρόνου και όχι αποτελέσματος.
Γιατί μου φαίνεται ότι αυτή η άρνηση είχε σαν άμεσο αποτέλεσμα, το έργο του Λαπαθιώτη να είναι άγνωστο πού βρίσκεται σήμερα. Μήπως (όπως προφητικά;) σημείωνε ο ίδιος ο ποιητής στην προαναφερόμενη επιστολή του, τα χειρόγραφα αυτά κατέληξαν «σε μπακάλικα και σε μανάβικα, σαν απλό χαρτί περιτυλίγματος;»
Βέβαια ως προς τα δημοσιευμένα κείμενά του, μπορούμε, μετά από έρευνα να τα συγκεντρώσουμε και να προχωρήσουμε στην έκδοσή τους. Ως προς τα αδημοσίευτα όμως; Μου έρχεται στο μυαλό ένας στίχος του Καβάφη «θα βρίσκονται τα καημένα πουθενά»; Ποιος ξέρει! Γιατί υπάρχουν μαρτυρίες ότι αρκετά χειρόγραφα του Λαπαθιώτη έχουν περιπέσει στα χέρια διάφορων φίλων και γνωστών του, οι οποίοι τα παρακρατούν χωρίς να τα δημοσιεύουν. Κι άραγε είναι μόνον αυτά ή υπάρχουν κι άλλα, τα οποία είναι άγνωστο αν και πότε θα δουν το φως της δημοσιότητας;
Αναρωτιέμαι κι εγώ, όπως ο Β. Βαρίκας, «αν η προσφορά και άλλων άγνωστων στοιχείων δε θα τροποποιούσε, λίγο ή πολύ την εικόνα του ανθρώπου», όχι μονάχα στη ζωή του, αλλά -κυρίως- στο έργο του. Ακόμα και η έκδοση των ποιημάτων του 1964 «καλύπτει ένα μέρος μόνο του ποιητικού έργου του Λαπαθιώτη. Ο Δικταίος δημοσίευσε μόνον ό,τι είχε μπροστά του και δεν πραγματοποίησε καν την παραμικρή έρευνα» παρατηρεί ο Γιάννης Παπακώστας -επιμελητής της έκδοσης της αυτοβιογραφίας του Λαπαθιώτη.
Άλλωστε κι ο ίδιος ο Δικταίος το ομολογεί. Αφενός μεν άμεσα όταν δηλώνει ότι θυμάται κι άλλα ποιήματα του Λαπαθιώτη, τα οποία, όμως, δεν έψαξε να τα ανακαλύψει· αφετέρου έμμεσα όταν κατατάσσοντας χρονολογικά τα ποιήματα- διαπιστώνει ένα κενό εννέα χρόνων ανάμεσα στο 1913 και το 1922. Είναι δυνατόν ο Λαπαθιώτης, που δεν ήταν από τους ολιγογράφους συγγραφείς μας, να μην έγραψε τίποτα κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος;
Επιπλέον ο Δημ. Δασκαλόπουλος, εκτός από μια νέα έκδοση των ποιημάτων, «καμωμένη με πραγματική φιλολογική φροντίδα», προτείνει να συγκεντρωθούν και να εκδοθούν τα πεζά και τα κριτικά σημειώματα του Λαπαθιώτη, «που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα».
Μήπως φέτος που συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από το θάνατο του ποιητή, θα πρέπει -με υπευθυνότητα και σεβασμό- να ενδιαφερθούμε για την έκδοση του έργου του; Τουλάχιστον ως ένδειξη ενός ελάχιστου φόρου τιμής προς ένα συγγραφέα, που έζησε και έγραψε κατά τη διάρκεια μιας εποχής σημαντικής και κρίσιμης για τη λογοτεχνική μας εξέλιξη.
Θ, Ι, Κ, Λ, Μ
ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ
Ι. «Το να συμπαθεί κανένας» - παρατηρεί ο Λαπαθιώτης το 1928 - «τις αρετές ενός ανθρώπου είναι πολύ φυσικό και δεν σημαίνει κατά βάθος τίποτε' εκείνο που είναι σοβαρό είναι ν' αρχίσει να συμπαθεί τα ελαττώματά του' σ' αυτό το επικίνδυνο σημείο μπορεί ν' αρχίσει, ακριβώς, ο έρως». Και φαίνεται πως ήταν αρκετές οι φορές που ένιωσε τον έρωτα να φτερουγίζει μέσα του, γιατί ο ποιητής έγραψε πολλά ερωτικά ποιήματα, στα οποία αναπτύσσεται - με διεξοδικό τρόπο - η περιπέτεια του ανθρώπινου γένους, όταν δοκιμάζεται στον έρωτα και τις περιπέτειες των αισθημάτων.
Τα ποιήματα αυτά μπορούν να συγκινήσουν τον αναγνώστη, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες ερωτικές προτιμήσεις του, αρκεί να μην σκοντάψει στην ομοφυλοφιλία του ποιητή. Ας χρησιμοποιήσουμε ως βάση τον ακόλουθο στοχασμό του: «Ποτέ μου δεν υποστήριξα ότι η ομοφυλοφιλία είναι κάτι το θεόπεμπτο και ουρανοκατέβατο: εκείνο που υποστηρίζω πάντα είναι ότι - άσχετα με τα εξαίσια διανοητικά ή καλλιτεχνικά αποτελέσματα που μπορεί να έχει, καρποφορώντας μέσα σε μιαν εξαιρετική ιδιοσυγκρασία, (πράγμα που μπορεί, επίσης, αξιόλογα να φέρει σε μιαν εξαιρετική ιδιοσυγκρασία και η ετεροφυλοφιλία), κατά τ' άλλα είναι κι αυτή επίσης μια υπόθεση ανθρώπινη, κανονική - ούτε περισσότερο βέβαια ηθική, αλλά ούτε και λιγώτερο ασφαλώς φυσική, απ' όλες τις άλλες»
*
Η αίσθηση της όρασης είναι εκείνη που – πρώτη - κινεί το δαιμόνιο του έρωτα και δίνει το έναυσμα για την ανάπτυξη των ερωτικών αισθήσεων στην ποίηση του Λαπαθιώτη. Σε όλα σχεδόν τα ερωτικά ποιήματά του αναφέρεται στα μάτια του εραστή: Στον αγαπημένο μου, Άσμα Ασμάτων, Μεθύσι, Ο επαναπαυόμενος αθλητής, Εμένα την καρδιά μου...:
«Εμένα, την καρδιά μου δεν τη θόλωσαν
τα χρόνια και τα βάσανα κι οι πόνοι:
ένα μικρούλι προσωπάκι ολόχαρο,
εμένα την καρδιά μου τη θολώνει.
Τ' αστέρια μη ρωτάς και τα τριαντάφυλλα,
γιατί δεν είμαι πρόσχαρος σαν πρώτα:
δυο μενεξέδες βελουδένιους και γλυκούς,
που ανθούν σε δυο ματάκια, μόνο, ρώτα!...»
Εκτός από τα αναφερόμενα - στο προηγούμενο κεφάλαιο - δύο τραγούδια του ποιητή, υπάρχουν και άλλα τρία ποιήματά του που αναφέρονται στα μάτια: το ομώνυμο ποίημά του, καθώς επίσης και τα: Επεισόδιο και Νάρκισσος. Αν στο πρώτο ποίημα γίνεται λόγος για τα μάτια των προσώπων που - τυχαία - συναντά στον δρόμο γενικά και αόριστα:
«Μάτια συναντημένα μες στα τρίστρατα,
για ποιο σκοπό;
που για μια στιγμούλα δίνονται και χάνονται,
και τ' αγαπώ...»
στο δεύτερο περιγράφει το βλέμμα που δέχεται από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο:
«Μάτι δειλό που σε κοιτάζει
βαθιά, βουβά και σκοτεινά,
κι έτσι πιστά σα να σου τάζει:
θα σ' αγαπώ παντοτινά...»
ενώ στο τρίτο ο ποιητής αναφέρεται στα δικά του μάτια, τα οποία αποτελούν και το αντικείμενο μιας ωραιοπάθειας:
«Απόψε αγάπησα τα μάτια μου
κοιτώντας τα μες στον καθρέφτη...»
Επιχειρεί μάλιστα να εξηγήσει αυτό το γεγονός και παραθέτει διάφορες, πιθανές αιτίες που - ενδεχομένως - το προκάλεσαν: το λεπτό φως που πέφτει μες στην κάμαρα, ένα τριαντάφυλλο και την αγωνία για τον μαρασμό του, κάποιοι στείροι πόθοι που βασανίζουν τον ποιητή' για να συμπεράνει - με μια ρητορική ερώτηση, η οποία προσδίδει έμφαση - ότι αυτή η ναρκισσιστική εκδήλωση οφείλεται στο γεγονός ότι - εκείνο το βράδυ - τα μάτια του κοιτούσαν επίμονα ένα άλλο πρόσωπο.
Τα μάτια - εξάλλου - είναι εκείνα τα οποία μπορούν να προκαλέσουν ένα Μεθύσι:
«... Μα εγώ κρασί δεν ήπια... Θα νειρεύτηκα,
πως είχα έναν κρυστάλλινο αμφορέα.
- Τότε λοιπόν καλέ μου πώς εμέθυσες;
- Ρώτησε τα ματάκια σου τα ωραία!»
Όπως επίσης μπορούν να κινήσουν τα νήματα της ζηλοτυπίας σε μιαν ερωτική σχέση:
«Γιατί κοιτάς τους άλλους; Στα χαμένα
παν οι ματιές, ο κόσμος δεν πονεί.
Κοίταζε μένα, γέλα όλο σε μένα,
κι έτσι κοιτώντας στέλνεις κάπου μιαν ηδονή...»
(Στοv αγαπημένο μου)
Άλλωστε, αυτό το καίριο βλέμμα - το βαθύ, βουβό και σκοτεινό - συνεπάγεται και την έναρξη της ερωτικής περιπέτειας. Διότι όπως ομολογεί ο ποιητής - αυτά τα μάτια που στέλνουν το μήνυμα, ανήκουν σ' ένα νεαρό παιδί:
«Ψηλό, λιγνό, τρελλό για χάδι,
δουλεύει σ' ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σάββατο βράδυ
και κοιμηθήκαμε μαζί».
(Επεισόδιο)
Η δεύτερη αίσθηση που διαδραματίζει κύριο και πρωτεύοντα ρόλο - εξίσου με την όραση - είναι εκείνη της αφής, η οποία - όπως διαπιστώνουμε - εξειδικεύεται σε δύο συγκεκριμένες εκδηλώσεις: τα φιλιά και τα αγκαλιάσματα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ποιήματα: Χαρωπά τραγουδάκια, Alla C. Bot, Langeur d'amour, Γλυκιά αγάπη, Με τι λαχτάρα σε προσμένω, Γράμμα, Κι έπινα μες από τα χείλη σου:
«Και τα χέρια σου πλεκόντουσαν
στο κορμί μου γύρω-γύρω,
κι έπινα μες από τα χείλη σου
γλυκιάν άχνα σαν το μύρο»
Υπάρχει μια ιδιαίτερη επιμονή στην ποίηση του Λαπαθιώτη ως προς τα φιλιά που ανταλλάσουν οι ερωτευμένοι, η οποία μερικές φορές φτάνει τα όρια της παραφοράς:
«Αχ, να φιλούσα τα δυο χείλη σου,
τα πορφυρά σου χείλη τόσο,
τόσο τρελλά και τόσο αχόρταγα,
που απ' τα φιλιά να τα ματώσω...»
(Lαngeur d'αmour)
Ίσως γι' αυτό ακριβώς ένα φιλί δεν είναι μόνο μια μετάληψη:
«Κι είναι τα χειλάκια του
τόσο μελωμένα,
και χρυσό ροδόσταμο
στάζουνε για μένα.
Μες στο δισκοπότηρο,
το δροσάτο εκείνο,
τη γλυκιά μετάληψη
των χειλών του πίνω».
- όπως ομολογεί ο ποιητής σε ένα άτιτλο ποίημά του, γραμμένο το 1908 - αλλά και μια τυραννία:
«Όμως εκείνο το φιλί που δώσαμε σα φίλοι,
μας τυραννεί τα χείλη:
το 'χω για καταδίκη μου και για παρηγοριά μου,
κρυμμένο στην καρδιά μου»
(Γράμμα)
Με τα ποιήματα αυτά θα ασχοληθούμε ξανά παρακάτω. Προς το παρόν ας αναφέρουμε ότι το στοιχείο που τα χαρακτηρίζει είναι εκείνο της - δίχως μέτρο - ηττοπάθειας:
«Στην αγάπη ενός παιδιού,
όλα μου τα δίνω...»
όπως αναφέρει ο ποιητής στο άτιτλο ποίημά του - που μόλις μνημονεύσαμε. Επίσης πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτά τα ποιήματα, καθώς επίσης και τα περισσότερα από τα ερωτικά, είναι γραμμένα στα πρώτα χρόνια της ζωής του.
II. Η αναφορά του Λαπαθιώτη στα μυστήρια της ερωτικής κατάκλισης δύο προσώπων περιορίζεται στη μνεία αυτών των εκδηλώσεων - τα φιλιά δηλαδή και τα αγκαλιάσματα που ανταλλάσουν οι εραστές μεταξύ τους, χωρίς να προχωρά περισσότερο' τουλάχιστον σ' αυτό το μέρος της ποίησής του, γιατί υπάρχουν και ανέκδοτα σατιρικά στιχουργήματά του, τα οποία χαρακτηρίζονται από ελευθεροστομία. Ο πιο «τολμηρός» του στίχος που συναντήσαμε είναι αυτός - από το τρίτο κομμάτι του ποιήματος, Χαρωπά τραγουδάκια:
«Πλέξε μου τα χεράκια σου τριγύρω από τη μέση...
Αχ! πως μ' αρέσει απάνω μου να πέφτεις, πως μ' αρέσει!»
ή μια παραλλαγή από το ποίημα, Ερωτική νύχτα:
«'Ελα... πέσε πάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο...»
Στο ίδιο ποίημα γίνεται λόγος - μερικές νύξεις μονάχα - για τον κοινωνικό περίγυρο και τις αντιδράσεις του απέναντι στη συγκεκριμένη σχέση, τις οποίες και θα εξετάσουμε στο επόμενο κεφάλαιo.
Μια ερωτική σχέση - βέβαια - δεν περιορίζεται στην ευπράγματη άσκησή της μέσα στην κάμαρα. Με το ποίημά του, Τ' απλό παιδί που εγώ αγαπώ - μεταφερόμαστε αφ' ενός μεν στο δρόμο, αφ’ ετέρου δε σ' ένα άλλο επίπεδο της ερωτικής σχέσης εκείνο της αγάπης. Εδώ ο ποιητής αναπτύσσει το θέμα της ερωτικής γοητείας, που μπορεί να ασκήσει ένας άνθρωπος πάνω σε κάποιον άλλο, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά διαφέρουν ως προς την καταγωγή και τους τρόπους τους:
«Τ' απλό παιδί, που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
μα είναι το πιο καλό παιδί που μες στην πλάση τούτη
μπορεί ν' απαντηθεί...»
γιατί ο νεαρός σύντροφός του ούτε πολλά γράμματα γνωρίζει, ούτε κυκλοφορεί στα σαλόνια - επιδεικνύοντας τα λούσα και περιφέροντας την ματαιοδοξία του:
«μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει
τα ξένοιαστα πουλιά...»
Στο ποίημα, Σαββατόβραδα - όπου ο Λαπαθιώτης αναφέρεται στις νυχτερινές περιπλανήσεις του - γίνεται περισσότερο σαφής:
«Και στα θαμπά βλαμάκια δίνεται,
τ' αργά βλαμάκια, που απ' το γέρμα
ως τα βαθιά-βαθιά μεσάνυχτα,
παν έρμα
και τραγουδάν και ξεφαντώνουνε
μεθυσμενάκια μες στις στράτες,
κι όλο μεράκια είναι οι καρδούλες τους
γιομάτες... »
Ο νεαρός - άλλωστε - που ενημερώνει «τ' απλό παιδί» που αγαπά ο ποιητής, δεν διαμαρτύρεται, ούτε βαρυγκομά, καθώς βλέπει τα λούσα των άλλων, τα οποία ο ίδιος στερείται, αλλά:
«τότε γυρίζει τη ματιά και μου χαμογελάει,
να παρηγορηθεί»
Αυτή η σεμνότητα και ταπεινότητα, αυτό το φωτεινό χαμόγελο, αποτελούν τον πραγματικό πλούτο που προσφέρει ο έρωτας - τις αιώνιες αξίες του.
*
Εκτός από το ποίημα αυτό, υπάρχουν κι άλλα στα οποία ο ποιητής κάνει λόγο για την αγάπη, όπως το δεύτερο μέρος από το ποίημά του, Αποχαιρετιστήριο:
«Το βράδι που σ' αγάπησα δεν ήταν καλοκαίρι.
τα φύλλα μόλις πρόβαλλαν απάνω στα κλαριά...»
ή το, Γραμμένο σ' ένα λεύκωμα, όπου ο Λαπαθιώτης - αφού πρώτα αναφερθεί στο εφήμερο των καταστάσεων και των πραγμάτων γράφει:
«Γι' αυτό, στο λέω, να μ' αγαπάς, όπου βρεθείς κι όπου να πας,
κι η τωρινή μας η στοργή πάντα πιστή να μένει,
γιατί το βράδυ θ' απλωθεί - κι ίσως η σκέψη μας χαθεί,
μες στο σκοτάδι το βαθύ που παν οι πεθαμένοι».
Φαίνεται πως για τον ποιητή, η αγάπη ήταν μια αναγκαία και απαραίτητη κατάσταση, μια παραδείσια ευδαιμονία. Ο ίδιος την χαρακτηρίζει σ' ένα κείμενο ως «το ολοκλήρωμα του όντος» O Δικταίος άλλωστε είναι εκείνος που ανακάλυψε στα χαρτιά του ποιητή μερικές σημειώσεις που μαρτυρούν μια μακροχρόνια σχέση του, καθώς επίσης και μιαν ακροστιχίδα στο ποίημα του, Ερωτικό, όπου ο Λαπαθιώτης διαιώνισε το όνομα του αγαπημένου του. Εντοπίσαμε κι εμείς την ύπαρξη μιας άλλης, σ' ένα άτιτλο ποίημα του, γραμμένο το 1908:
«Είναι γλυκοθλιμμένα τα ματάκια σου, κι είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη!
Μέσα από το γλυκόλαλο χειλάκι σου, ουράνιο μύρο αγάπης ανασαίνει...
Μακρυά σου εσύ τι με νοιάζει αν γλυκοχάραμα ροδίζει στα βουνά τα χρυσωμένα;
Αυγούλες κρυσταλλένιες κι ολογάλανες τα μάτια σου μονάχα είναι για μένα!
Νύχτα και μέρα εγώ διψώ τη μέθη τους, είναι η ψυχή μου τόσο πονεμένη.
Ολόγλυκα η λαχτάρα μου και η θλίψη μου, σαν ίσκιος, μ' ένα γέλιο σου πεθαίνει!
Υγρά τα μάτια μου είναι από τα κλάμματα.. η νύχτα, τα φεγγάρια τα θλιμμένα,
Η θάλασσα, το φως, τα ροδοσύννεφα, σιμά σου μοναχά κι είναι ωραία για μένα! »
Η αγάπη επίσης μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο ποιητή, όπως γράφει το 1934 στο ποίημά του, Θα φύγω πάλι:
«... Γιατί στο τέλος τίποτα - στ' αλήθεια - δεν υπάρχει,
κι όλα τα πλάθει το μυαλό κι η νύχτα τα 'χει φέρει.
Μπορεί και συ, σα φάντασμα, να πέρασες - ποιός ξέρει!
κι αν ήσουν Λάουρα μια φορά - κι ας μ' έκανες Πετράρχη».
Και όχι μόνον αυτό, αλλά η αγάπη μπορεί να σταματήσει ακόμα και τον θάνατο, όταν ο τελευταίος χτυπά την πόρτα δυο ερωτευμένων:
«"…'Ελα γλυκειά λαχτάρα μου, έλα μαζί να πάμε
. . . . . . . . . . .
Έλα... και μόλις μας ιδή
πιασμένους απ' τη μέση,
θε να δακρύσει ο θάνατος,
και θα μας συμπονέσει».
III. Διαβάζοντας όμως μερικά ακόμα ερωτικά ποιήματα του Λαπαθιώτη, διαπιστώνουμε ότι και αυτά έχουν αρχίσει να προσβάλλονται σιγά-σιγά, από εκείνο το «θανατερό σπέρμα» που αναφέρει ο Τάκης Παπατζώνης:
«Ήμουν μες στην αγάπη σου τόσον καιρό κλεισμένος,
μ' αυτό δεν θέλω και να πω πως μου ήταν φυλακή'
μα τι τα θες, απόκαμα, καλά ήταν ως εκεί'
θέλω να φεύγω τώρ' αλλού, γιατί είμαι κουρασμένος...»
(Απαυδημός)
Γιατί, αν και ο έρωτας αποτελεί για τον ποιητή έναν ολόκληρο κόσμο, η διάρκειά του είναι - συνήθως - πολύ σύντομη, επειδή δεν ξεφεύγει κι αυτός από τις φευγαλέες και εφήμερες καταστάσεις πραγμάτων:
«ο παλιός μας ο Έρωτας, με τα βάσανά του,
ο καλός μας ο Έρωτας, ήταν του θανάτου
. . . . . . . . . . .
Μα όπως όλα μας περνούν, και χαρές και πόνοι,
να μια μέρα που κι αυτός άρχισε να λυώνει...»
(Μικρό τραγούδι)
Ο ερωτευμένος, μετά τον αρχικό ενθουσιασμό και την ικανοποίηση των βαθύτερων αισθημάτων του, μετά τον αισθησιασμό και την πλήρωση - ίσως και τον κορεσμό - της ηδονής, αντιλαμβάνεται ότι το ευχάριστο και φωτεινό διάλειμμα που - μόλις - έζησε, ήταν μια μικρή παρένθεση - έτοιμη πια να κλείσει. Και όπως αναφέρει ο Λαπαθιώτης στο ποίημα, Απαυδημός, ο άνθρωπος νιώθει την ανάγκη να ξεφύγει από τα πλοκάμια του έρωτα:
«Θέλω και πάλι να χαθώ στην πρώτη μου σιωπή,
να μη θεωρώ, να μη θεωρώ τι γίνεται τριγύρω'
να λησμονήσω ως και χαρά κι αγάπη τι θα πει'
θέλω στην πρώτη μου ξανά την χίμαιρα να γείρω,
έτσι όπως ήρθα ξένοιαστος, τρελλό παιδί του δρόμου
Και να χαθώ σφυρίζοντας μες στ' άστρα τ' όνειρό μου».
*
Οι εραστές, αφού πρώτα έχουν τελέσει τα μυστήρια μέσα στην κλειστή και μισοφωτισμένη κάμαρα - κι έχουν απολαύσει και το φως, νυχτερινό ή ημερήσιο, του δρόμου, μεταφέρονται πάλι σ' έναν άλλο κλειστό χώρο’ όχι ιδιωτικό, αλλά δημόσιο: σε μια ταβέρνα. Εδώ σε μια κρίσιμη στιγμή - και υπό την επίδραση του οινοπνεύματος - συνειδητοποιούν την ματαιότητα του ερωτικού αισθήματος. Το ποίημα του Λαπαθιώτη: Στο κέντρο το νυχτερινό, μας παρέχει ένα στιγμιότυπο αυτής της κατάστασης:
«Τώρα που παίζει το βιολί κι έχουμε πιεί τόσο πολύ,
που μ' έναν έρωτα τρελλό σα να 'μαστε δεμένοι
σ' ένα συντρόφεμα ζεστό - βάνε ξανά να ζαλιστώ,
μες στ' όνειρο μου να κλειστώ - το μόνο που μου μένει.
Γιατί άμα λείψει το κρασί και φύγεις άξαφνα κι εσύ,
και βουβαθεί και το βιολί με τον γλυκό βραχνά του,
μες στης καρδιάς μου το κενό, μεγάλο σαν τον ουρανό,
θ' ακούσω πάλι το βραχνό τραγούδι του θανάτου».
Ήδη, με αυτό το ποίημα, γίνεται λόγος για μια ερωτική σχέση που βρίσκεται στο τέλος της. Ο δεύτερος στίχος του είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός.
Ο ερωτευμένος, όμως, - ακόμα και μετά από αυτήν την πικρή έκλαυση - εξακολουθεί να βαυκαλίζεται με την ιδέα πως δεν έχει αλλάξει τίποτα, εξαιτίας της ανάμνησης του χαμένου παραδείσου στον οποίο μετείχε πριν από λίγο καιρό. Το δαιμόνιο του έρωτα δεν υποχωρεί, αλλά εξακολουθεί να τον κεντρίζει. Παρά το τέλος μιας ερωτικής σχέσης και την ματαιότητα - με το ποίημα: Κι έτσι είναι κάπου μια ψυχή, ο ποιητής δηλώνει πως υπάρχει ελπίδα για μια νέα σχέση, μια καινούργια αρχή. Με τη διαφορά πως σ' αυτό το ποίημα εισέρχεται το μοτίβο της αποξένωσης, το οποίο ο Λαπαθιώτης θα αναπτύξει πληρέστερα σε μιαν άλλη σειρά ποιημάτων του. Εδώ ο ποιητής φαντάζεται και υποθετει ότι υπάρχει κάποιος που τους ενώνει ο αμοιβαίος πόθος - και ο οποίος τον περιμένει, αλλά ακόμα κι αυτή η ελπίδα έχει δηλητηριαστεί, γιατί μόλις φτάσει η στιγμή της περιπόθητης συνάντησης, τότε:
«δίπλα θ' αντιπεράσουμε και δεν θ' απαντηθούμε».
Το στοιχείο της αποξένωσης μέσα στα πλαίσια μιας ερωτικής σχέσης δεν αποτελεί το μοναδικό μαρτύριο ενός ερωτευμένου. Επιπλέον υπάρχει και κάτι άλλο - μια καταδίκη την οποία κάθε ερωτευμένος αρχίζει να εκτίει μετά τον χωρισμό του από το αγαπημένο πρόσωπο: εκείνη της ανάμνησης.
«Θυμάσαι τις θολές νυχτιές, τα μαύρα μεσονύχτια,
που σ' έσερνα στου πόθου μου τα ολόγλυκα τα δίχτυα...»
γράφει ο Λαπαθιώτης σ' ένα άτιτλο ποίημα του 1909. Σ' ένα άλλο ποίημα, το Ένα τραγούδι μακρυνό, - ο ποιητής αναφέρεται σ' ένα πρωινό ξύπνημά του από ένα τραγούδι - απομακρυσμένο στην αρχή, αλλά η φωνή ολοένα και πλησιάζει στην κάμαρά του - με αποτέλεσμα:
«Κι έτσι όπως ξύπνησα - με μιας - μες απ' τον ύπνο το βαθύ,
σα μαγεμένος γύρισα στον ήχο το κεφάλι,
κι είπα πως ήταν η ψυχή κάποιου παιδιού που έχει χαθεί,
και με θυμόταν πάλι.
Την άκουγα μες στο στρατί-παθητικά να περπατεί,
και σαν εχάθη βάρυναν αργά τα βλέφαρά μου,
και δάκρυσαν τα μάτια μου, χωρίς να ξέρω το γιατί'
μπορεί κι απ' τη χαρά μου».
Άλλωστε η τυραννία αυτών των αναμνήσεων είναι εκείνη που οδηγεί τον ποιητή στα παλιά λημέρια του έρωτά του:
«Καημός αλήθεια να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει σκοτεινά μια μέρα του θανάτου,
στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά το ξαναπέρασμά του...».
IV. Γράφτηκαν πολλά για τα ήθη του Λαπαθιώτη, αλλά ελάχισtα για τα ήθη της εποχής του. Εκτός από την ιστορία που προκάλεσε το ποίημα του Stabat mater dolorosa, ας μνημονεύσουμε, δύο άλλα παρόμοια περιστατικά. Το πρώτο συμβαίνει το 1910, όταν ο ποιητής δημοσίευσε στο περιοδικό «Ανεμώνη» ένα αισθησιακό ποίημα' το «Κι έπινα μες από τα χείλη σου». Αμέσως, εκείνοι που ο Καβάφης χαρακτηρίζει ως «οι τα φαιά φορούντες, περί ηθικής λαλούντες» ενοχλήθηκαν σφόδρα. Ο Γ. Τσοκόπουλος δημοσίευσε το κείμενο του «Οσκαρουαϊλδισμοί», ο Σπ. Μελάς το η «Σάρκα! Η Σάρκα!», καθώς επίσης και ένα άλλο κείμενο του Π. Δημητρακόπουλου. Οι δύο πρώτοι μάλιστα ζητούσαν και την επέμβαση του εισαγγελέα, προκειμένου να παταχθεί το κακό στη ρίζα του! ΟΛαπαθιώτης δεν ενοχλήθηκε καθόλου' αντίθετα έστελνε στον Μελά ειρωνικά σχόλια για τα δημοσιεύματά του. Μάλιστα όταν ο Μελάς συναντήθηκε με τον πατέρα του ποιητή και πήγε να του κάνει παράπονα για τον γιο του, λέγοντας: «Έναν έκανες...», ο στρατηγός Λαπαθιώτης τον διέκοψε -και πρόσθεσε: «Αλλά Ναπολέοντα!»
Το δεύτερο περιστατικό συνέβη το 1938, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά. Όταν στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» δημοσιεύτηκε μια συνέντευξη του ποιητή, η οποία συνοδευόταν από το αυτόγραφο ποίημά του Επεισόδιο. Ξέσπασε πάλι σκάνδαλο, με αποτέλεσμα ο Λαπαθιώτης να στείλει στον διευθυντή του περιοδικού την ακόλουθη επιστολή:
«Επειδή μαθαίνω, με πολλή μου λύπη, την εξαιρετική συγκίνηση και ταραχή που προκάλεσε στη λογοκρισία το εντελώς – ή περίπου, ή και καθόλου έστω - αθώο παιγνίδι - οκτάστιχο (...) αποφασίζω, ν' αλλάξω τον τελευταίο και τον ένοχο στίχο του, έτσι ώστε - αποκαθαρμένος από το βάρος των φοβερών υπονοούμενων που περικλείει - να εμφανιστεί περισσότερο σύμφωνο με το πνεύμα της νέας καταστάσεως. Λάβε λοιπόν την καλοσύνη να τους ανακοινώσεις, ό,τι πρέπει να διαβαστεί έτσι:
«Ψηλό, λιγνό, τρελλό για χάδι,
δουλεύει σ' ένα μαγαζί.
Το πήρα ένα Σάββατο βράδυ,
μα δεν πλαγιάσαμε μαζί!»
ΔΥΟ-ΤΡΕΙΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
(Λαπαθιώτης - Καβάφης)
Ν
Η πρώτη γνωριμία των δύο ποιητών έγινε το 1917, όταν ο Λαπαθιώτης βρισκόταν στην Αίγυπτο. Κάποιος φίλος από την Αλεξάνδρεια -μάλλον ο Γιάγκος Πιερίδης- του πρότεινε να συναντηθούν με τον Καβάφη. Όπως ομολογεί ο Λαπαθιώτης, μέχρι εκείνη τη στιγμή «ελάχιστα τον είχα παρακολουθήσει και δεν τον είχα εκτιμήσει όσο του άξιζε».
Η επίσκεψη στο σπίτι του Καβάφη έγινε «ένα απόγεμα προς το βράδυ», όπου «ο ιδιόρρυθμος σε όλα του ποιητής, προειδοποιημένος για το γεγονός της επισκέψεώς μας είχε αναμμένες -προς τιμήν μου- της σπάνιας τέχνης κρεμαστές δαμασκηνές του λάμπες και μας περίμενε». Η ιδιαίτερη προφορά του Καβάφη -«ιδιάζουσα» όπως τη χαρακτηρίζει ο Λαπαθιώτης- «ξενική και ραφιναρισμένη με τις ειρωνικές και ιδιότυπα φινετσάτες μεταπτώσεις κι αποχρώσεις, μου έκαμε εξαιρετική εντύπωση, λεπτότατου κι ευχάριστου causeur».
Αν και ο Λαπαθιώτης υποσχέθηκε να επισκεφθεί ξανά τον ποιητή, δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Συναντήθηκαν -τυχαία- μιαν ακόμα φορά στο δρόμο, κι αφού κάθησαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, πήγαν πάλι στο σπίτι του Καβάφη, όπου «τη φορά αυτή μιλήσαμε πιο άνετα, πιο φιλικά κι εγκάρδια και οικεία από την προηγούμενη». Υπόσχεται ξανά ότι, πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, θα περάσει για ν' αποχαιρετήσει τον ποιητή, αλλά -για δεύτερη φορά- αθετεί την υπόσχεση του.
Από τότε ο Καβάφης αρχίζει να στέλνει στον Λαπαθιώτη τα ποιητικά του φυλλάδια. Όταν μάλιστα το 1932 έρχεται άρρωστος στην Αθήνα, ο Λαπαθιώτης τον επισκέπτεται μαζί με τον Μάριο Βαϊάνο, ο οποίος στις ανέκδοτες «Αναμνήσεις» του διασώζει το διάλογο των δύο ποιητών· όταν ο Καβάφης ρώτησε τον Λαπαθιώτη, αν πιστεύει στο Θεό, ο τελευταίος έδωσε μια γενική και αόριστη απάντηση, η οποία δεν ενθουσίασε καθόλου τον άρρωστο ποιητή. Άλλωστε σ' ένα ποίημα του, γραμμένο το φθινόπωρο του 1936, ομολογεί:
«Κι όταν θα 'ρθει η στιγμή και πάλι
να κατεβώ προς το βυθό,
χωρίς την πίστη που έχουν άλλοι,
μα και χωρίς να φοβηθώ...»
Αν και ο Καβάφης σε μια συζήτηση του με τον Γιώργο Θεοτοκά συμπεριλάμβανε και τον Λαπαθιώτη σ' εκείνη την ομάδα των ποιητών, για τους οποίους είπε: «Είναι Ρομαντικοί. Ρομαντικοί. Ρομαντικοί», εννοώντας -προφανώς- ότι είναι υπερβολικά αισθηματικοί στα ποιήματα τους, ο Λαπαθιώτης σε μια συνέντευξη του, που δημοσιεύτηκε το 1929 - μιλώντας για τον Καβάφη και το έργο του, δηλώνει:
«Ο Καβάφης, όπως εγώ τον κρίνω, από απόψεως ωριμότητας ψυχής, από απόψεως αποπνευματώσεως, αποκρυσταλλωμένης συνειδήσεως, κατέχει αναντιρρήτως πρώτην θέσιν (...) Το έργο του Καβάφη, έργο δοσμένο με το σταγονόμετρο, δεμένο κι αυστηρά συντονισμένο, ένα είδος πεμπτουσίας της ποιήσεως, που έχει ακεραίαν τη σφραγίδα της προσωπικής αυθεντικότητας, ενός εκλεπτυσμένου στοχασμού, ανοίγει τους ορίζοντες της παγκοσμίου τέχνης, απ' την οποίαν είχαμε αποξενωθεί, χάρις στα νόθα κατασκευάσματα, με τα οποία μας είχαν συνηθίσει».
Τέλος, μετά τη φιλολογική διαμάχη ανάμεσα στον Παλαμά και τον Καβάφη, ο Λαπαθιώτης συμμετέχει, στην ομάδα των «Φίλων του Καβάφη» το 1924, υπογράφει διαμαρτυρία διανοουμένων υπέρ του Αλεξανδρινού ποιητή, και τον υποστηρίζει με άρθρα του στις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής. Πρωτοστάτησε μάλιστα στην έκδοση του αφιερώματος του περιοδικού «Νέα Τέχνη», στον Καβάφη.
Επίσης, δεν θα ήταν άσκοπο να αναφέρουμε ότι ανάμεσα στα έντεκα ποιήματα του Λαπαθιώτη, που αποτελούν μιμήσεις ύφους άλλων ποιητών, και τα οποία δημοσιεύτηκαν το 1938-1939 στο περιοδικό «Πνευματική Ζωή», υπάρχει κι ένα γραμμένο à la manière de Καβάφης. Είναι μάλιστα το πρώτο από τη σειρά αυτών των ποιημάτων και δημοσιεύεται στο τεύχος 32 του περιοδικού, στις 25 Σεπτεμβρίου 1938, με τίτλο «Εις Τύριον Ζωγράφον»:
«Τΰριε ζωγράφε, αβρέ και περισπούδαστε,
την βαθυτάτην τέχνη σου εκτιμώ.
Έχεις μοιράσει τα ηδυπαθή σου χρώματα,
επάνω στον λεπτόν αυτόν σου πίνακα,
μ' ακρίβειαν και μ' ευσυνειδησίαν,
που τέρπει και την σκέψιν και την όρασιν.
Όμως εκείνα τ' άρρητα, τ' ανέκαθεν,
εκείνα τα μεγάλα και τ’ αθάνατα,
που για να τα εκφράσει ο νους αγωνιά,
να δυνηθής να εκφράσης, μην το στοχασθής.
Ξ
Η ομοφυλοφιλία των δύο ποιητών δεν αποτελεί το μοναδικό σημείο, στο οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί κάποιος, προκειμένου να διαπιστώσει σε πόσο βαθμό συγκλίνει ή αποκλίνει το ποιητικό έργο τους. Ο Μιχ. Μερακλής δηλώνει ότι αποδίδει μικρή σημασία στα ερωτικά ποιήματα χου Λαπαθιώτη, γιατί βρίσκει ότι «δεν έχουν τόσο υπαρξιακή αυθεντικότητα» σε σχέση με τα αντίστοιχα ποιήματα του Καβάφη. Προτείνει μάλιστα να τα εξετάσουμε ως προϊόντα Καβαφικής μίμησης.
Έχω την πεποίθηση ότι δεν συμβαίνει αυτό με τα ερωτικά ποιήματα του Λαπαθιώτη, γιατί η τέχνη καθενός ποιητή κινείται σε διαφορετικούς χώρους και επίπεδα. Επιπλέον πιστεύω ότι οι δύο ποιητές αποτελούν διαφορετικές περιπτώσεις ομοφυλόφιλου ανθρώπου και καλλιτέχνη.
Εξάλλου ένα ικανό μέρος της ερωτικής ποίησης του Λαπαθιώτη είναι γραμμένο και δημοσιευμένο πριν από το 1917, δηλαδή πριν αρχίσει να λαμβάνει ο ίδιος τα ποιητικά φυλλάδια του Καβάφη. Αλλά και όσα από τα ερωτικά ποιήματα του γράφτηκαν αργότερα, αφ' ενός δεν διαφέρουν, ως προς το ύφος και το περιεχόμενο τους, από τα προηγούμενα, αφ' ετέρου δεν μοιάζουν με τα αντίστοιχα ποιήματα του Καβάφη, γιατί ο πυρήνας του θέματος του έρωτα έχει ήδη σχηματιστεί από νωρίς στην ποίηση του Λαπαθιώτη.
Αρκετά από τα ερωτικά του ποιήματα μπορούν να συγκινήσουν τον αναγνώστη, ανεξάρτητα από τη μορφή του έρωτα που περιγράφουν, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα ποιήματα του Καβάφη, τα οποία συγκινούν γυναίκες και άνδρες, ανεξάρτητα από τις ερωτικές προτιμήσεις τους. Ο Μιχ. Μερακλής –ωστόσο- είναι εκείνος που προχωρά σε μιαν καίρια και εύστοχη παρατήρηση. Ξεχωρίζοντας από το σώμα της ερωτικής ποίησης του Λαπαθιώτη εκείνα τα ποιήματα «που μιλάνε για τα φιλιά που έδινε κι έπαιρνε» ο ποιητής, επισημαίνει: «Στον Καβάφη (τα φιλιά) είναι μονοσήμαντα ηδονικά, επιδερμικά. Καλά-καλά ο Καβάφης δεν μιλάει για τα φιλιά, μιλάει για τα χείλη, για το μέλος και το μέρος της σάρκας που λαχταρίζει. Ο Λαπαθιώτης βγαίνει ολόκληρος, άλλη μια φορά, από τα φιλήματα του».
Σε αυτή τη μερική περίπτωση της ερωτικής ποίησης του Λαπαθιώτη συμπεριλαμβάνονται ποιήματα όπως: Γλυκιά αγάπη, Alla C.Bot, Κι έπινα μες από τα χείλη σου, Langueur d’amour:
Αχ να φιλούσα τα δυο χείλη σου,
τα πορφυρά σου χείλη τόσο,
τόσο τρελλά και τόσο αχόρταγα
που απ’ τα φιλιά να τα ματώσω.
……….
Και να μου λες: «Μη τα χειλάκια μου!
Μην τα ματώνεις, τι σου φταίνε;
Αχ, μου πόνεσαν τα χειλάκια μου!
Σώνει γλυκέ μου αγαπημένε»!
Παρατηρούμε ότι αυτά τα ποιήματα συγκρινόμενα με τα αισθησιακού περιεχομένου ποιήματα του Καβάφη, πάσχουν από τόσον πολύ αισθησιασμό και υπερβολικό αισθηματικό φορτίο, ώστε σήμερα να μας φαίνονται γλυκερά και ανούσια.
«Γλυκάθηκα, γλυκάθηκα από τ' άλικο σου στόμα
και δε χορταίνω τα φιλιά κι όλο γυρεύω ακόμα.
Και συ θυμώνεις και μου λες: «τι θέλεις πια από μένα,
όλο φιλούν τα χείλη κι όλο είναι διψασμένα!».
Και μ' αποπαίρνεις άπονα, και σκύβω το κεφάλι
ώσπου να φύγουνε οι θυμοί, να φιληθούμε πάλι»,
(Γλυκιά αγάπη)
Αντίθετα ο Καβάφης χειρίζεται το θέμα του αισθησιασμού με ακρίβεια, οικονομία και λεπτότητα. Παραπέμπω τον αναγνώστη στα ποιήματα του: Στον καφενείου την είσοδο, Μια νύχτα, Μακρυά, καθώς επίσης και στο, Να μείνει:
«Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν - πολλά δεν ήσαν
γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας.
Σάρκας απόλαυση ανάμεσα
στα μισοανοιγμένα ενδύματα·
γρήγορο σάρκας γύμνωμα...».
Σε αυτά ακριβώς τα ποιήματα του Λαπαθιώτη, σ' εκείνα που μιλάνε για τα φιλιά, εντοπίζουμε την έλλειψη υπαρξιακής αυθεντικότητας, για την οποία κάνει λόγο ο Μιχ. Μερακλής. Ο Βάσος Βαρίκας άλλωστε είναι εκείνος που χαρακτηρίζει ως μύθο τον αισθησιασμό στην ποίηση του Λαπαθιώτη, γιατί -αν και υπάρχει-«εξαντλείται στη γραφικότητα. Μοιάζει περισσότερο με παιγνίδι», επειδή «από τα αισθησιακά ποιήματα του Λαπαθιώτη (...) απουσιάζει το πάθος».
Ο
Με αφορμή το προαναφερόμενο ποίημα του Καβάφη, το, «Να μείνει», όπου περιγράφεται η συνάντηση δύο ανδρών σ' ένα καπηλειό, και οι αισθησιακές στιγμές που απολαμβάνουν, καθώς επίσης και τα: «Η προθήκη του καπνοπωλείου» και «Ρωτούσε για την ποιότητα», δεν κρίνεται άσκοπο να συγκριθούν αυτά με εκείνα τα ποιήματα του Λαπαθιώτη, που έχουν ως θέμα τους το γεγονός της τυχαίας συνάντησης και της απόλαυσης του έρωτα, μεταξύ δύο ανθρώπων του ίδιου φύλου. Αναφέρω τα ποιήματα του Λαπαθιώτη: «Επεισόδιο», το δεύτερο μέρος του «Μια νύχτα με φεγγάρι», καθώς επίσης και το ποίημα του «Μάτια»:
«Μάτια συναντημένα μες στο τρίστρατο,
για ποιο σκοπό;
που μια στιγμούλα δίνονται και χάνονται
και τ' αγαπώ...»
Παρατηρώ ότι το σκηνικό των ποιημάτων του Λαπαθιώτη είναι πολύ φτωχό και περιορισμένο, σε σύγκριση με το αντίστοιχο σκηνικό των ποιημάτων του Καβάφη, ο οποίος επικεντρώνεται -περισσότερο- στον κοινωνικό περίγυρο και τις αντιδράσεις του, ενώ ο Λαπαθιώτης εστιάζει την προσοχή του στο γεγονός της τυχαίας συνάντησης και στο συγκεκριμένο πρόσωπο χωρίς να προχωρά σε ιδιαίτερες νύξεις ως προς το κοινωνικό περιβάλλον και την ατμόσφαιρα που επικρατεί.
Αν και οι συναντήσεις αυτές γίνονται σε ανοιχτούς χώρους -στους δρόμους, στα πάρκα και στην αγορά- ο Λαπαθιώτης δεν θίγει το θέμα της αγωνίας και της βιαστικής συνεύρεσης των εραστών, όπως το κάνει ο Καβάφης στα ποιήματα του. Ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνους τους περίφημους στίχους του τελευταίου:
«Γρήγορα και κρυφά, για να μη νιώσει
ο καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν»;
(Ρωτούσε για την ποιότητα)
Το μοναδικό ποίημα του Λαπαθιώτη, από όσα έχω διαβάσει, που αναφέρεται στον κοινωνικό περίγυρο -και μάλιστα σε τέσσερα σημεία του- είναι το Ερωτική νύχτα:
«Κλείσε το παράθυρο να μη βλέπουν οι γειτόνοι
και την πόρτα σφάλησε και σβήσε το κερί.
Η αγκαλιά μου πύρωσε σαν τη φωτιά και λιώνει
για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο σε καρτερεί.
……………………………
Κι όταν σε ρωτήσουνε τη χαραυγή οι γειτόνοι
για ποιο λόγο σφάλησες - αχ, πες τους, να χαρείς,
πες τους πως στην κάμαρα, φοβάσαι, σαν νυχτώνει
κι έπεσες και πλάγιασες νωρίς - τ' ακούς; Νωρίς!»
Στις τέσσερις από τις πέντε στροφές του γίνεται λόγος για τους γειτόνους, τις «ματιές του κόσμου», γι’ «άλλες ψυχές στο δρόμο», και τον τρόμο του εραστή που κοιτά με φοβισμένο βλέμμα. Αλλά ακόμα κι εδώ απουσιάζει η ένταση που υπάρχει στα ανάλογα ποιήματα του Καβάφη. Ίσως γιατί αυτή η ερωτική νύχτα διαδραματίζεται σε κλειστό -και όχι ανοιχτό- χώρο, μακριά από τα ξένα κι επίφοβα μάτια τρίτων.
Επίσης στην ερωτική ποίηση του Καβάφη, εκτός από τη βιαστική εκπλήρωση της σαρκικής επιθυμίας, εξαιτίας της αντιξοότητας των συνθηκών, και παρά το γεγονός ότι απουσιάζει η αίσθηση της αμαρτίας, ιδιαίτερο ρόλο και βάρος αποκτά -όχι μόνο η αγωνία των εραστών- αλλά κυρίως το αίσθημα της ενοχής που νιώθουν να τους τυραννά. Ενδεικτικά αναφέρω τα ποιήματα του Καβάφη: «Ομνύει», «Εν τη Οδώ», «Εν Απογνώσει», και -τέλος- «Η αρχή των»:
«Η εκπλήρωσις της έκνομής των ηδονής
έγινεν. Απ' το στρώμα σηκωθήκαν,
και βιαστικά ντύνονται χωρίς να μιλούν.
Βγαίνουνε χωριστά, κρυφά απ' το σπίτι· και καθώς
βαδίζουνε κάπως ανήσυχο στο δρόμο, μοιάζει
σαν να υποψιάζονται που κάτι επάνω των προδίδει
σε τι είδους κλίνη έπεσαν προ ολίγου».
Η ηδονή που απολαμβάνουν οι εραστές είναι: νοσηρή, άνομη, στιγματισμένη. Πολλές φορές το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τελειώνει μια σχέση:
«Τον έχασ' εντελώς, σαν να μην υπήρχε καν.
Γιατί ήθελε -είπ' εκείνος- ήθελε να σωθεί
απ' την στιγματισμένη, την νοσηρή ηδονή·
απ' την στιγματισμένη, του αίσχους ηδονή».
(Εν απογνώσει)
Αντίθετα στα ερωτικά ποιήματα του Λαπαθιώτη, όχι μόνο απουσιάζει το αίσθημα της ενοχής και το φορτισμένο κλίμα που δημιουργείται με την συνδρομή της, αλλά το επίθετο «άνομος» το συναντώ μονάχα στο ποίημα του: Κι έπινα μές από τα χείλη σου. Αλλά κι εδώ πάλι, δεν έχει το βάρος που αποκτά η λέξη, όταν τη χρησιμοποιεί ο Καβάφης:
«Έτσι αγάπη μου σε χόρτασα
κι έτσι τη γλυκάδα σου ήπια,
μέσα στ' άνομα αγκαλιάσματα,
στ' άνομα τα καρδιοχτύπια».
Ας μην ξεχνάμε και τις «Ετυμολογίες», μια σειρά ολιγόστιχων σατυρικών στιχουργημάτων του Λαπαθιώτη –poesie impure, όπως την χαρακτηρίζει - όπου μ' ένα ιδιαίτερο παιγνιώδη και πρωτότυπο τρόπο επιχειρεί να ετυμολογήσει {ή ετοιμολογήσει - όπως γράφει) μερικές λέξεις που αναφέρονται στα γεννητικά όργανα και τις ερωτικές προτιμήσεις του, και που φανερώνουν ότι ο άνθρωπος Λαπαθιώτης δεν ένιωθε ενοχές για τις ερωτικές επιλογές του, όπως ο Καβάφης.
«Αν ποτέ μου δοθεί η ευκαιρία», παρατηρεί ο ποιητής, «να γράψω την αυτοβιογραφία μου, εκείνο που πρέπει να τονίσω πρώτο - πρώτο, είναι το εξής: ότι ποτέ, σε καμιά στιγμή της ζωής μου, δεν θεώρησα ελάττωμα την υλική αποστροφή μου στη γυναίκα, και την έλξη μου από το ίδιο μου το φύλο. Αλλ’ απεναντίας, αυτήν την ιδιότητα μου τη θεώρησα, πάντα, όχι σαν αδυναμία, αλλά σαν μια ωραία και καινούργια δύναμη, μια προηγμένη κι ανώτερη τάση, για την οποία ήμουν πάντα υπερήφανος! Κι οι άλλοι ας νομίζουν ότι θέλουν».
Π
Ωστόσο το αίσθημα της ενοχής στην ερωτική ποίηση του Καβάφη αναπτύσσεται πάντοτε εκ των υστέρων, μετά την ολοκλήρωση της ερωτικής πράξης. Διότι, πριν απ' αυτήν, οι νεαροί της ποίησης του δεν βασανίζονται ιδιαίτερα ως προς το ξεγύμνωμά τους, το οποίο - άλλωστε - κάνουν πολύ εύκολα και γρήγορα. Αν μάλιστα επιθυμούν «καμιά κραβάτα ακριβή» ή «κανένα ωραίο πουκάμισο μαβί», όπως ο νεαρός στο «Μέρες 1909, ’10 και ’11», δεν διστάζουν καθόλου να «πουλήσουν» - ή καλύτερα να «νοικιάσουν» το σώμα τους, «για ένα τάλληρο ή δύο», προκειμένου ν' αποκτήσουν αυτά τα αγαθά.
Σπάνια ο Καβάφης κάνει λόγο για ερωτικές σχέσεις. Ακόμα κι όταν μας μιλά γι' αυτές, αντιλαμβανόμαστε ότι δεν είναι μακροχρόνιες, αλλά σύντομες· το πολύ να κρατήσουν ένα μήνα. Αντίθετα αυτό που διαρκεί είναι το απρόσωπο και ανώνυμο ποθούμενο ερωτικό σώμα, το οποίο αποκτά μιαν εμπράγματη, υψηλή αξία, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης, αλλά ακόμα κι όταν, μετά από χρόνια, ανακαλείται στη μνήμη.
Στην ερωτική ποίηση του Καβάφη η αναζήτηση της αγάπης αποτελεί πολυτέλεια, για να μην πούμε χάσιμο χρόνου. Αυτό -αντίθετα - που ξοδεύεται ασύστολα είναι το σώμα, το οποίο βασανίζεται συνεχώς από επιθυμίες, οι οποίες όσο συχνά κι αν ικανοποιούνται, δεν φτάνουν μέχρι το σημείο του κορεσμού. Αυτό που χαρακτηρίζει τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη είναι μια τυραννική και αδυσώπητη επιθυμία για την ερωτική πράξη, η οποία -εξαιτίας των συνθηκών που επικρατούν στην κοινωνία - γίνεται σε ύποπτους κι ευτελείς χώρους, σε άθλια δωμάτια και ταπεινά κρεββάτια:
«Η κάμαρα ήταν πτωχική και πρόστυχη,
κρυμμένη επάνω από την ύποπτη ταβέρνα.
Απ' το παράθυρο φαίνονταν το σοκάκι,
το ακάθαρτο και το στενό.
…………………………….
Κι εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι,
είχα το σώμα του έρωτος...»
(Μια νύχτα)
Αντίθετα, στην ερωτική ποίηση του Λαπαθιώτη παρατηρούμε ότι απουσιάζουν αυτά τα στοιχεία. Υπό την επίδραση του αισθητισμού και της ωραιοποίησης, όλα είναι εξευγενισμένα και λέγονται «με το γάντι». Ακόμα και στα ποιήματα του: «Κι έπινα μες από τα χείλη σου» και «Ερωτική νύχτα», το θέμα της ερωτικής πράξης περιορίζεται μονάχα στην αναφορά των αγκαλιασμάτων και φιλιών που ανταλλάσσουν οι εραστές μεταξύ τους. Μονάχα ένας στίχος του Λαπαθιώτη - τουλάχιστον από το σύνολο των δημοσιευμένων ποιημάτων του - χαρακτηρίζεται από τολμηρότητα:
«Έλα... πέσε πάνω μου και μην κοιτάς με τρόμο» (Ερωτική νύχτα)
Άλλωστε η ερωτική πράξη στην ποίησή του διαδραματίζεται μέσα στο σπίτι, στην κάμαρα, όπως προαναφέραμε, όπου:
«Κ' οι μπερντέδες ήταν κόκκινοι,
κι ήταν άσπρο το κρεββάτι...»
(Κι έπινα μες από τα χείλη σου)
Στην ποίηση του Καβάφη η ερωτική πράξη είναι ένα «έγκλημα» στιγμιαίο, και όχι διαρκείας. Οι εραστές, αφού ολοκληρώσουν σύντομα την πράξη, και εισπράξουν την ηδονή, ντύνονται –χωρίς να μιλούν- και αποχωρίζονται. Εδώ δεν υπάρχουν ερωτικές νύχτες, αλλά ερωτικές στιγμές. Ο Λαπαθιώτης, όμως, επιθυμεί ολόκληρες ερωτικές νύχτες, οι οποίες - αν ήταν δυνατόν - να εκτείνονται ως την αιωνιότητα:
«Έλα... ως τα μεσάνυχτα θα σε φιλώ στο στόμα,
έλα, κι είναι οι πόθοι μου τρελλοί. τόσο τρελλοί,
που το γλυκοχάραγμα θε να μας εύρη ακόμα
στο πρώτο μας αγκάλιασμα, στο πρώτο μας φιλί».
(Ερωτική νύχτα)
Ο Λαπαθιώτης, επίσης, είναι εκείνος που κάνει λόγο για αγάπη στην ερωτική ποίηση του. Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι ο Καβάφης δεν χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη. Κάνει χρήση του αντίστοιχου ρήματος - συνήθως στον αόριστο ή τον υπερσυντέλικο χρόνο, αλλά και πάλι με την έννοια του ρήματος «πλαγιάσαμε» μαζί ερωτικά. Ο Λαπαθιώτης μπορεί να φτάσει στο σημείο να γράψει:
«Ήμουν μες στην αγάπη σου τόσον καιρό κλεισμένος,
μ' αυτό δεν θέλω και να πω πως μου ήταν φυλακή·
μα τι τα θες, απόκαμα, καλά ήταν ως εκεί
-θέλω να φύγω τώρ' αλλού, γιατί είμαι κουρασμένος»
(Απαυδημός)
αλλά θα δηλώσει σε χρόνο ενεστώτα:
«Τ’ απλό παιδί που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
μα ’ναι το πιο καλό παιδί που μες στην πλάση τούτη
μπορεί ν' απαντηθεί!»
(Τ’ απλό παιδί που εγώ αγαπώ)
Η αγάπη για τον Λαπαθιώτη, ήταν μια απαραίτητη κι αναγκαία κατάσταση πραγμάτων, μια παραδείσια ευδαιμονία. «Το ολοκλήρωμα του όντος», όπως σημειώνει. Άλλωστε ο Άρης Δικταίος είναι εκείνος που μας πληροφορεί ότι ανακάλυψε στα χαρτιά του ποιητή, μερικές σημειώσεις, που μαρτυρούν μια μακροχρόνια σχέση του. Ο ίδιος μάλιστα ανακάλυψε και μιαν ακροστιχίδα σ' ένα ποίημα του Λαπαθιώτη, στην οποία ο ποιητής διέσωσε (ή μήπως διαιώνισε;) το όνομα του αγαπημένου του.
Διαβάζοντας ξανά το ποίημα του Λαπαθιώτη «Τ’ απλό παιδί που εγώ αγαπώ», διαπιστώνω μιαν εμμονή στο θέμα της ενδυμασίας. Η επιμονή του Καβάφη πάνω στο ίδιο θέμα είναι αδιαμφισβήτητη. Ήδη την έχει αναπτύξει ο Γ. Π. Σαββίδης στο κείμενο του: Ένδυμα, ρούχο και γυμνό στο σώμα της Καβαφικής ποίησης, παρατηρώντας ότι ενώ στα πρώτα ποιήματα του το ανδρικό σώμα είναι ντυμένο, στη συνέχεια ο Καβάφης μας το παρουσιάζει ημίγυμνο, για να φτάσει στο τελευταίο ποίημα που δημοσίευσε να μας το ξεγυμνώσει εντελώς.
Το ποίημα του Λαπαθιώτη είναι γραμμένο - σε πρώτη μορφή -το 1929, και διορθωμένο οριστικά το 1934. Εκτός από την πρώτη του στροφή που ήδη αναφέραμε, παραθέτω και τους δύο επόμενους στίχους:
«Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι,
τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμμένα και παλιά...»
Αυτά τα «τριμμένα και παλιά» ρούχα μας θυμίζουν τα παλιόρουχα που φορούσε ο νεαρός στο ποίημα του Καβάφη: Μέρες του 1909, ’10 και ’11 ή την «κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά» και «τ’ ανάξια ρούχα και τα μπαλωμένα εσώρουχα» στο Μέρες του 1908.
Ίσως εδώ να υπάρχει μια επίδραση - και όχι μίμηση - του Καβάφη. Ας μην ξεχνάμε - άλλωστε - και το γεγονός ότι οι φωτογραφίες και οι μαρτυρίες τρίτων για τους δύο ποιητές μας τους παρουσιάζουν ως ανθρώπους που πρόσεχαν ιδιαίτερα και σχολαστικά - φιλάρεσκα θα έλεγα - την ενδυμασία, και γενικά την εμφάνιση τους.
Τέλος, στην ποίηση του Λαπαθιώτη το θέμα του έρωτα περιπλέκεται και συνδυάζεται σε κάποια ποιήματα του με εκείνο του θανάτου. Στο ποίημά του Alla C. Bot, ένα από εκείνα που μιλάνε για τα φιλιά, γράφει:
«Κι ένα φιλί στο στόμα τόσο ατέλειωτο
που οι ώρες να μας πλέξουνε στεφάνι,
και τόσο ηδονικό που να φιλιόμαστε
κι όλοι να λεν πως έχουμε πεθάνει.
Κι όταν θ' απαλοσβήσει αυτό το φίλημα
και ιδείς κλειστά τα μάτια μου στη φύση,
θα με σαλέψεις με τα δυό χεράκια σου,
κι εγώ θα 'χω στ' αλήθεια ξεψυχήσει».
Επίσης σ' ένα άλλο ποίημα του, το οποίο δεν συγκαταλέγεται στα ερωτικά, αλλά σ' εκείνα που ως θέμα τους έχουν την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου, ομολογεί ότι καρτερεί τη στιγμή του θανάτου του:
«με την ψυχή που περιμένει
την ώρ' αυτή σαν εραστή...».
(Επιστροφή)
Ίσως γι' αυτό το λόγο ο έρωτας σε μερικά ποιήματα του Λαπαθιώτη χρωματίζεται από μια μεταφυσική χροιά και λεπτή αγωνία ως προς τον επεκεινα της ζωής χώρο, στοιχείο που απουσιάζει από την ποίηση του Καβάφη. Εκτός από το ποίημα του «Γραμμένο σ' ένα λεύκωμα», αναφέρω και το «Ερωτικό»:
«Ας είναι ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς ποτέ να μου το δώσει.
Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,
και με τη Νύχτα μυστικά γίνουμε πάλι ταίρι,
αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή να μου το ξαναφέρει!»
Αν ο «ρεαλιστής» Καβάφης αναζητά ένα σφριγηλό σώμα, για να ικανοποιήσει τη γενετήσια ορμή κι επιθυμία του, ο «νεορομαντικός» Λαπαθιώτης δεν αρκείται μονάχα σε αυτό το δεδομένο. Δεν περιορίζεται στους αρωματισμένους Σιδώνιους νέους, αλλά επιθυμεί και ψάχνει κάτι πολύ βαθύτερο και ουσιαστικό, το περιεχόμενο του οποίου ίσως είναι αυτοί οι δύο στίχοι από το ποίημα του Alla C. Bot:
«να στάζει σε χείμαρρους η ψυχούλα σου
στους πόρους της δικής μου σαν τη δρόσο».
Μετά απ’ όλα αυτά, το μοναδικό ποίημα του Λαπαθιώτη που πλησιάζει πιο κοντά στα ποιήματα του Καβάφη, που έχουν ως θέμα τους τον έρωτα ή τον αισθησιασμό, είναι το «Επεισόδιο», με το λιτό και υπαινικτικό ύφος του.
Σ
Όπως αναφέραμε στην αρχή αυτού του κειμένου, ο ομοφυλόφιλος έρωτας δεν αποτελεί τη μοναδική βάση για μια συγκριτική μελέτη της ποίησης του Λαπαθιώτη και του Καβάφη. Εκτός από αυτό το θέμα, υπάρχουν και τρία άλλα, που θα μας βοηθήσουν να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο. Πρώτα απ' όλα το θέμα του φωτός και του θανάτου· έπειτα εκείνο που ως αντικείμενο του έχει τη λειτουργία της μνήμης και των αναμνήσεων και τέλος αυτό το ίδιο το θέμα της ποιήσεως.
Στην ποίηση του Καβάφη δεσπόζει το ημίφως, το φως των κεριών. Με λίγα λόγια επικρατεί ο τεχνητός φωτισμός, και όχι ο φυσικός, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως στα ποιήματα «Ο ήλιος του απογεύματος» και «Αλεξανδρινοί Βασιλείς». Ο Καβάφης προτιμά περισσότερο τη νύχτα με τον ελάχιστο φωτισμό της, ο οποίος είναι και πάλι τεχνητός:
«Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ' τες εννιά που άναψα τη λάμπα,
και κάθισα εδώ...»
(Απ' τες εννιά)
Όταν το αμυδρό φως ενός κεριού δεν αρκεί, «για νάρθουν της Αγάπης, για νάρθουν οι Σκιές» ή όταν, μετά από εξονυχιστική μελέτη μιας συλλογής επιγραφών των Πτολεμαίων, επιτυγχάνει την πλήρη φαντασίωση, τότε ο Καβάφης αφήνει επίτηδες τη λάμπα του να σβήσει, για να οραματιστεί καλύτερα «τα ινδάλματα της ηδονής».
Και στον Λαπαθιώτη αρέσει η νύχτα και το φως των κεριών. Ας αναφέρουμε τα ποιήματα του: Μια νύχτα με φεγγάρι και τα δύο Νυχτερινά:
«Κίτρινη η φλόγα του κεριού μου
στη νύχτα επάνω στο τραπέζι,
σαν έρημη πνοή ανασαίνει».
(Νυχτερινό Ι)
Ωστόσο, από τα ποιήματα του δεν απουσιάζει το φυσικό φως, είτε ημερήσιο είτε νυχτερινό. Παρατηρούμε μιαν ιδιαίτερη επιμονή του ποιητή στο φεγγάρι, το οποίο δεν χρησιμοποιεί πάντοτε ως σύμβολο. Ας θυμηθούμε και το ποίημα του «Εκάτης πάθη», όπου η Σελήνη προσωποποιείται σε μιαν ακόρεστη και λάγνα γυναίκα. Παρατηρούμε επίσης ότι δείχνει μια ξεχωριστή προτίμηση στο φως της αυγής ή του δειλινού. Το ποίημα του «Οι νικημένοι της ζωής» αναφέρεται στο πρώτο, καθώς επίσης και το «Ένα τραγούδι μακρυνό»:
«Την ώρα που μισάνοιγαν τα πρώτα ρόδα της αυγής,
ένα τραγούδι μακρυνό στα πέρατα του δρόμου
ήρθε και πέρασε σιγά, σα να μην άγγιξε στη γης,
απ' το παράθυρό μου».
Το φως, όμως, που κυριαρχεί είναι εκείνο του δειλινού. Το βασίλεμα που πέφτει και το ποίημά του Μελαγχολία -το οποίο είναι μία από τις έντεκα μιμήσεις ύφους άλλων ποιητών, όπου ο Λαπαθιώτης γράφει à la manière de Λαπαθιώτης!- αναφέρονται σ' αυτό το φως:
«Τ' αχνά, τα οκνά τα δειλινά, που καθώς πέφτουνε, και να,
προβάλλουν μαύρα τα βουνά, κι αρχίζει να βραδιάζει,
καθένα του μες στην ψυχή, σαν ένας θάνατος ηχεί,
και σε δακρύων θερμή βροχή τη θλίψη μας αδειάζει...»
και σ' ένα άλλο ποίημα του ομολογεί:
«Τα δειλινά δεν είναι παρά θλίψη,
κι αλάλητος καημός για κατιτί»
(Κακό φθινόπωρο)
Αντίθετα, το μεσημεριανό - ή τέλος πάντων το έντονο ημερήσιο φως, λείπει από την ποίησή του. Ας μην ξεχνάμε, όμως, και τον πρώτο τίτλο της εφημερίδας που εξέδωσε, όντας παιδί: Ωχρόν Λυκόφως. Εξάλλου οι λεπτές αποχρώσεις και διακυμάνσεις του φωτός τού επιτρέπουν να εκφράσει πληρέστερα την αγωνία του. Στο ποίημα του Νάρκισσος περιέχονται δύο ιδιαίτερα αποκαλυπτικοί στίχοι:
«να 'ταν το φως που μες στην κάμαρα
τόσο λεπτά κι ανάερα πέφτει;»
Ναι· ίσως τελικά να είναι το φως, οι κλίμακές του, η επίδραση των οποίων πάνω του τον αναγκάζει να γράψει:
«Κατέβαινε το φως - μια ωχρή αγωνία,
σε κήπους όλο βάλσαμα γιομάτους·
τ' άνθη μεθούσαν από τ' άρωμα τους,
μέσα σε μιαν ανείπωτη αρμονία...»
(Ήταν ένα βαθύ κι εξαίσιο βράδυ)
Ο Καβάφης αποφεύγει το άπλετο φως, γιατί φοβάται ότι θα αποκαλύψει τις ρυτίδες και τη φθορά, που έχει υποστεί το σώμα και η μορφή του από το. πέρασμα του χρόνου. Ο Λαπαθιώτης αντίθετα δεν αντιμετωπίζει αυτού του είδους τα προβλήματα. Ακόμα και στα πιο απαισιόδοξα ποιήματά του έχουμε την εντύπωση ότι μιλά (και γράφει) ένας άνθρωπος χωρίς ηλικία, εγκλωβισμένος για πάντα στη νεότητα - έστω και νοητή, ακόμα κι όταν η πραγματική ηλικία του έχει προχωρήσει.
Και το θέμα των γερατειών, όπου ο Καβάφης επικεντρώνει, αν όχι ολόκληρη, τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της δικής του υπαρξιακής αγωνίας, με αποτέλεσμα να γράψει μερικά από τα καλύτερα και πιο δυνατά ποιήματά του; Ο Λαπαθιώτης, ως γνήσιος απόγονος του Ντόριαν Γκρέϋ, δεν έγραψε καθόλου ποιήματα με θέμα τους το γήρας.
Βέβαια, στο ποίημα του Αλήτης, ίσως να αναφέρεται - αν όχι σε κάποιον γέρο, τουλάχιστον σ' έναν άνθρωπο που δεν είναι πια νέος. Ωστόσο έχω την αίσθηση ότι η συγγραφή αυτού του ποιήματος ξεκινά, όχι από κάτι βαθύτερο και ουσιαστικό, αλλά από έναν τυχαίο αλήτη που συνάντησε στο δρόμο, σε κάποια από τις περιπλανήσεις του.
«Ο Λαπαθιώτης», παρατηρεί ο Τέλλος Άγρας, «πολεμούσε με το χρόνο. Ήθελε - τι άλλο; να τον σταματήσει (...) Ο Λαπαθιώτης γέρος; Ποιος θα μπορούσε να το φανταστεί; Ακόμη ολιγώτερο αυτός ο ίδιος. Όλα τ' άλλα ημπορούσε να τα κάμει τέχνη. Την τέχνη του γήρατος όμως δεν την ήξερε».
Όσο και να πολεμά ο καθένας το χρόνο, με τα δικά του όπλα, στο τέλος όλοι αθροίζονται στο ίδιο πηλίκον· εκείνο του θανάτου, ο οποίος -άλλωστε- είναι και ο μόνος κοινός διαιρέτης που εξισώνει όλους τους ανθρώπους.
Στον Καβάφη υπάρχει μια ολόκληρη πινακοθήκη νεκρών προσώπων: ο Ίασης, ο Λάνης, ο Άμμονης, ο Μύρης, καθώς επίσης και ο Λεύκιος που «κοιμήθηκε» εν τω μηνί Αθύρ. Όμως, το κύριο και βασικό θέμα αυτών των ποιημάτων δεν είναι αυτό καθ' αυτό το γεγονός του θανάτου, αλλά η παρακμή και η φθορά στις ποικίλες μορφές κι εκδηλώσεις της, με λίγα λόγια το πέρασμα του χρόνου.
Με αφορμή το θάνατο ενός προσώπου, ο Καβάφης συνοψίζει τον βίο του και απογειώνει τη ζωή του σε άλλες σφαίρες. Ο Λεύκιος «μεγάλως θ' αγαπήθη» όσο ζούσε. Ο εραστής του Μύρη, όταν επισκέπτεται το σπίτι του, για να προσκυνήσει το λείψανο του φίλου του, αντιλαμβάνεται ότι -παρά τον κοινό τρόπο ζωής που είχαν μοιραστεί- τελικά ήταν ξένοι μεταξύ τους, ενώ ο Ίασης ναι μεν πέθανε από τις καταχρήσεις, αλλά ο διαβάτης που θα συναντήσει το μνήμα του, δεν θα τον επικρίνει, γιατί αν είναι από την Αλεξάνδρεια, θα γνωρίζει:
«την ορμή του βίου μας- τι θέρμην έχει· τι ηδονή υπέρτατη».
Και στον Λαπαθιώτη υπάρχουν νεκρά πρόσωπα. Πώς θα μπορούσαν να λείπουν -άλλωστε- αφού ολόκληρη η ποίηση του είναι στιγματισμένη από την ιδέα του θανάτου. Πρώτα απ' όλα η νεκρή
μητέρα του:
«Τις βαριές τις ώρες που είμαι μόνος
και δεν είναι γύρω μου κανείς,
που δεν είμαι παρά μόνο πόνος,
περιμένω Μάνα να φανείς!»
(Προσμονή)
Έπειτα είναι οι φίλοι που πέθαναν πριν απ' αυτόν, και τέλος κάποια ανώνυμα πρόσωπα, μια μικρούλα πεθαμένη ή κάποια γιαγιά, των οποίων ο θάνατος τους έχει συγκινήσει τον ποιητή.
Ο Λαπαθιώτης, όμως, περιορίζεται στην περιγραφή του γεγονότος του θανάτου, καθώς επίσης και σε μιαν ιμπρεσιονιστική σκηνογραφία και σκηνοθεσία αυτού. Μονάχα όταν αναφέρεται στην επιθυμία του να πεθάνει ο ίδιος, όπως είδαμε, απογειώνεται σε άλλες σφαίρες.
Τ
Αν και ο Λαπαθιώτης δεν έγραψε ποιήματα για την υλική φθορά ενός ανθρώπου, για το γέρασμά του, έγραψε αρκετά ποιήματα για την άλλη φθορά, την αόρατη, η οποία -άλλωστε- είναι η πιο ύπουλη και επικίνδυνη. Εκείνη που ως πεδίο δράσης της έχει την εσωτερική διάσταση του ανθρώπου: την ψυχή του.
Στον Καβάφη, η μνήμη του και -κατά συνέπεια- οι αναμνήσεις λειτουργούν μ' έναν τρόπο ενεργητικό. Ανακαλεί το παρελθόν, προκειμένου να αντλήσει δύναμη, για να συνεχίσει να ζει και να δημιουργεί. Καταφεύγει στο παρελθόν για ν’ αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει το βαθύ τραύμα που του προκαλεί «το γήρασμα του σώματος και της μορφής» του, με τη βοήθεια που προσφέρει «το είδωλο του νέου σώματος» που κάποτε είχε.
Στον Λαπαθιώτη, αντίθετα, η μνήμη δεν λειτουργεί ζωτικά. Είναι εντελώς στείρα, ανίκανη να του προσφέρει μιαν όαση ανάπαυλας και δροσιάς. Αποτελεί έναν απονεκρωμένο χώρο, όπου όλα, όσα έχουν αποθηκευτεί εκεί μέσα, βρίσκονται σε μια τάξη που δεν μπορεί, ούτε πρέπει να διασαλευτεί. Όλα είναι ακίνητα και παγωμένα, σαν παλιές φωτογραφίες μιας εποχής που δεν έχει πλέον αντίκρισμα. Τις αναμνήσεις του τις προσλαμβάνει εντελώς παθητικά και αρρωστημένα, με αποτέλεσμα να καταλήγει έρμαιο στις διαθέσεις τους, ένα παιγνιδάκι στα χέρια τους, και να απονεκρώνεται ο ίδιος σιγά-σιγά. Γίνεται δούλος τους, χωρίς καμιά δυνατότητα ανταρσίας και διαφυγής:
«Το καθετί που πέρασε, για πάντα μ' έχει σκλάβο,
κι όσο γυρεύεις Σήμερα, το Χτες να μου αφανίσεις,
τόσο σ' εκείνο θα γυρνώ, και τόσο δεν θα παύω
να ζω στις αναμνήσεις».
(Αναμνήσεις)
Επιπλέον, εκεί που ο Καβάφης προσφεύγει -κάποιες φορές- στο παρόν, για να μπορέσει να σωθεί και να ξορκίσει την πληθωρική, ξεχειλισμένη, και -ώρες ώρες- αδυσώπητη μνήμη του:
«Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά,
βγήκα ν' αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον
ολίγη αγαπημένη πολιτεία.
ολίγη κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών».
(Εν εσπέρα)
Ο Λαπαθιώτης βυθίζεται ολοένα και περισσότερο, στο βαθύ και δίχως πάτο -θα έλεγα- πηγάδι της μνήμης του:
«Όταν βραδιάζει, μέσα μου, ξυπνούν τα περασμένα·
ξυπνούν αργά, σα μουσικές νεκρές από καιρό,
σα μουσικές που χάθηκαν και που τις λαχταρώ,
κ' έρχονται πάλι μαγικά κι ανέλπιδα σ' εμένα».
(Όταν βραδιάζει)
Με όλο και πιο αυξανόμενη ένταση συνεχίζει να προσεγγίζει τις αναμνήσεις του με τρόπο παθητικό -θα τον χαρακτήριζα ιερό, φοβούμενος μήπως τις βεβηλώσει- με αποτέλεσμα να μη μπορεί πια τίποτα να τον συγκινήσει, εφόσον δεν ανάγεται στο παρελθόν:
«Της πεθαμένης της χαράς έχει στερέψει η βρύση,
κι ούτε γυρεύει θάματα, κι ούτε προσμένει δώρα,
κι ούτε μπορεί πια τίποτα να την παρηγορήσει,
παρά ό,τι ήταν ως τώρα»
(Αναμνήσεις)
Αναρωτιέμαι κι εγώ, όπως ο Καβάφης στο ποίημα του «Εν μεγάλη Ελληνική αποικία», αν «μετά από τόση δεινότητα χειρουργική» -απομένει κάτι. Γιατί ο Λαπαθιώτης μόλις φτάσει στο τέλος του δρόμου που έχει ακολουθήσει, όταν πια ανακαλύπτει ότι η πορεία του σ' αυτό το μονοπάτι ήταν ολισθηρή, τότε -συνειδητοποιώντας το αδιέξοδο στο οποίο έχει βρεθεί- γράφει:
Απόψε η νύχτα είναι βαριά, κι η μνήμη μου κι αυτή βαριά,
και κάποια θύμηση πικρή μού τυραννεί τη σκέψη,
καθώς ειν' όλα σκοτεινά, κι ακούω τη λύσσα του βοριά,
που μες στον κήπο πλάκωσε, για να τον καταστρέψει».
(Χειμώνας)
Σκέφτομαι ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις, όταν ένας άνθρωπος αντιμετωπίζει τέτοιου είδους καταστάσεις πραγμάτων, δεν έχει παρά να ζητήσει τη βοήθεια των άλλων ανθρώπων. Όμως, στο κρίσιμο, δεινό και ριψοκίνδυνο σημείο που έχει φτάσει ο Λαπαθιώτης, οι άλλοι άνθρωποι δεν αποτελούν γι' αυτόν μια σανίδα σωτηρίας, αφού -έτσι κι αλλιώς- είναι καταδικασμένοι στη μεταξύ τους αποξένωση: γι' αυτό άλλωστε -και τους αποκλείει.
Έτσι, αφού πρώτα μας περιγράψει σε αυτό το ποίημα του την κατάσταση πραγμάτων που -με οδύνη- βιώνει, επανέρχεται στην πικρή θύμηση που τον βασανίζει, και συμπληρώνει:
«κι αυτή, παλιά πληγή νεκρή, κι ωστόσο πάντα ζωντανή,
δεν είναι για να μαθευτεί ποτέ κι από κανένα».
Όταν πλέον αντιλαμβάνεται ότι η θεοποίηση του παρελθόντος και των αναμνήσεων, καθώς επίσης και ο τρόπος που τις προσεγγίζει και τις ανακαλεί, τον έχουν οδηγήσει - όχι απλά σε ολέθριες συνέπειες, αλλά εκεί όπου πια δεν υπάρχει μια διέξοδος, ένας δρόμος επιστροφής -γιατί ήδη είναι αργά και ο κλοιός έχει σφίξει υπερβολικά -τότε, σ' ένα από τα πιο μουσικά ποιήματά του, εκφράζει τον πόνο του:
«Μας ξεπλανάτε σ' όνειρα σαν τις Σειρήνες
στο εξωτικό τρεμόσβημα θλιμμένης φύσης,
και μας μεθάτε με γλυκύτατες οδύνες!
Ανάθεμά σας, κολασμένες αναμνήσεις!
Ο δρόμος σας δε χάνεται βαθιά στη λήθη,
και το φως σας την τυφλή σκέψη ξαναπάγει
στα μαγικά και στα φαρμακερά σας βύθη..
Πνιγείτε πια στης νύχτας τα βαθιά πελάγη...»
(Στα περασμένα)
Υ
Τι απομένει λοιπόν; Σχεδόν τίποτα. Ίσως μονάχα η ίδια η τέχνη της ποιήσεως, το γράφειν, ως το έσχατο αποκούμπι ενός κουρασμένου ανθρώπου. Αυτή η άσκοπη και ασυλλόγιστη σπατάλη που επιχειρούν μερικοί άνθρωποι.
Όμως, ενώ ο Καβάφης μένει απόλυτα ικανοποιημένος από την τέχνη του, τόσον ικανοποιημένος, ώστε να γράφει:
«Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ»
(Ζωγραφισμένα)
ή εκείνο το περίφημο:
«Κάθομαι και ρεμβάζω. Επιθυμίες και αισθήσεις
εκόμισα εις την Τέχνην»
(Εκόμισα εις την Τέχνην)
το οποίο εμπεριέχει ένα σπέρμα έπαρσης, ο Λαπαθιώτης - παρά το γεγονός ότι κι αυτός αγαπούσε και πρόσεχε ιδιαίτερα την ποίησή του - προς το τέλος της ζωής του - το 1941 - μας δίδει, σ' ένα ποίημα του, το βαθύτερο ψυχολογικό πορτραίτο του ποιητή:
«Πόσο βαθύ κι ασήμαντο συνάμα
της Ζωής σου και της Τέχνης σου το δράμα.
Σ' ένα παιγνίδι μάταιο και γελοίο
του Νου σου να σκορπάς το μεγαλείο!
Μέρα-νύχτα να παίζεις με τις λέξεις,
πως πρέπει μεταξύ των να τις πλέξεις,
και πώς μαζί να σμίξεις κάποιους ήχους,
ώστε να κλείσεις τ' Όνειρο σε στίχους!
Πόσος κόπος και πόνος κι αγωνία
να πλάσεις απ' τη θλίψη σου αρμονία,
και να πλάσεις μ' όλους σου τους τρόπους,
για να την ξαναδώσεις στους ανθρώπους...»
(Ποιητής)
Στίχοι που μας θυμίζουν τον άλλον αυτόχειρα ποιητή της λογοτεχνίας μας:
«Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω σε σχήμα βιβλίου μεγάλο»
(Σταδιοδρομία)
Ακόμα και το καταφύγιο της ποίησης δεν έχει να προσφέρει κανένα αγαθό στον Λαπαθιώτη. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτός ήταν ένας ποιητής «της παλιάς τεχνοτροπίας», όπως είχε σημειώσει στον υπότιτλο του τελευταίου ποιήματος του, Αποχαιρετισμοί στη μουσική, το οποίο δημοσιεύτηκε λίγες μόλις ημέρες μετά την αυτοκτονία του.
Αν ο Καβάφης -στις. δύσκολες στιγμές του- επικαλείται την βοήθεια της τέχνης του, της Ποίησης, που σύμφωνα μ' έναν άλλο ποιητή μας είναι Αγία, για να προστρέξει γρήγορα στο πλευρό του, και να τον βγάλει από την μελαγχολία που νιώθει και τον ζόφο που τον κυκλώνει:
«Τα φάρμακα σου φέρε Τέχνη της ποιήσεως,
που κάμνουνε - για λίγο - να μη νιώθεται η πληγή»
(Μελαγχολία Ιάσονος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.)
Ο Λαπαθιώτης, στο τέλος, φαντάζεται και περιγράφει τα ποιήματα του ως στυγερές κι ανελεήμονες θεότητες, που τον ταράζουν και τον βασανίζουν με το κυνηγητό τους:
«Γι’ αυτό σφαλνώντας τη ματιά πηγαίνω να χαθώ
μες στους πικρούς σας εμπαιγμούς, και μες στις ειρωνείες.
Τώρα που τίποτα γερό δεν έμεινε ορθό.
Τραγούδια μου... Ερινύες!»
(Ερινύες)
Αθήνα -Κρήτη Α. Β. Στρατής