Ενα λεύκωμα για τον μεγάλο αρχιτέκτονα και το έργο του στην Ακρόπολη έρχεται να θυμίσει τις - «ξεχασμένες» συνειδητά από το κράτος - αρχές που πρέπει να διέπουν τις πολεοδομικές παρεμβάσεις
Κι αν για τα έργα στον Παρθενώνα υπάρχει η κοινή παραδοχή για την αναγκαιότητα και την ποιότητά τους (για την τελευταία βέβαια «ευθύνεται» το μεράκι των μαστόρων που δουλεύουν με το απαράδεκτο καθεστώς όλης της «γκάμας» των συμβάσεων, γεγονός που δε θα κουραζόμαστε ποτέ να σημειώνουμε) για τα άλλα δύο έργα η απόσταση από μια ανάλογη, με την παραπάνω, κοινή παραδοχή είναι τεράστια: στου Μακρυγιάννη καταστρέφονται σημαντικά αρχαία μνημεία, ενώ η «ενοποίηση», από «όραμα» έφτασε να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια σειρά καλλωπισμών αρχαιολογικών χώρων και τοποθέτησης και άλλου κάγκελου σε μια πόλη που ασφυκτιά από την έλλειψη αυτού που ονομάζεται «δημόσιος χώρος». Φυσικά, οι πεζοδρομήσεις των περιφερειακών οδών της Ακρόπολης, της Δ. Αεροπαγίτου και της Απ. Παύλου είναι θετικά γεγονότα (όσο τουλάχιστον θα λειτουργούν ως «πεζόδρομοι») δεν ακυρώνουν όμως την επισήμανση ότι δε θα χρειαζόταν η σύσταση ανώνυμης εταιρίας, όπως η «Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων Αθήνας ΑΕ» για να γίνουν, ενώ ακυρώνονται και από το γεγονός της αποσπασματικότητάς τους σε σχέση με αυτά που εξαρχής διαφημίστηκαν. Ετσι, από το «στόχο»(;) για ένα μεγάλο αρχαιολογικό πάρκο, ανοιχτό στους κατοίκους της πόλης, έχουμε πεζοδρομήσεις που ανεβάζουν ακόμη περισσότερο την αξία της γης στην περιοχή και δημιουργία νέων κλειστών χώρων με φυλάκια και εκδοτήρια εισιτηρίων. Μην ξεχνάμε την επισήμανση μέλους του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου σε «ανύποπτη» στιγμή, πως είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Αθήνας που ο λόφος του Φιλοπάππου φράζεται.
Το 2001 οι εκδόσεις «Ινδικτος» σε συνεργασία με την «ΕΑΧΑ ΑΕ» εξέδωσαν ένα καλαίσθητο λεύκωμα με τίτλο «Δημήτρης Πικιώνης - Εργα Ακροπόλεως» σε επιμέλεια της Αγνής Πικιώνη και φωτογραφίες του Γιώργου Μαυρόπουλου. Το λεύκωμα μοιράστηκε στους δημοσιογράφους σε σχετικά πρόσφατη συνέντευξη Τύπου της «ΕΑΧΑ ΑΕ». Η συμβολή της εταιρίας στην έκδοση, αλλά και η διανομή της στη συνέντευξη μπορεί να εξυπηρετεί «επικοινωνιακούς» στόχους, δεν αναιρεί σε καμία περίπτωση όμως το ίδιο το εκδοτικό αποτέλεσμα. Σε μια χρονική στιγμή που η «νέα ανοικοδόμηση της Αθήνας» - κατά μία διατύπωση μέλους του ΚΑΣ - απαξιώνει τα ιστορικά χαρακτηριστικά της και αποδιαρθρώνει ό,τι απέμεινε από την «προ - καραμανλική» πολεοδομία της, σε μια εποχή που η πόλη υποτάσσεται στο «μοντέλο Βηρυττού» - για να θυμηθούμε και τον αξέχαστο Αυδή - με «απαστράπτον» κέντρο και «πληβειακή» περιφέρεια, δηλαδή σε ένα μοντέλο με σαφή ταξικά χαρακτηριστικά, το έργο του Πικιώνη και - κυρίως - η αντίληψη η οποία εκφράζεται μέσα από αυτό αποκτά μία εκπληκτική επικαιρότητα.
Ετσι αρχίζει η εισηγητική έκθεση του Πικιώνη «επί της συνεργασίας μου εις τα υπό εκτέλεσιν έργα των περί την Ακρόπολιν αρχαιολογικών χώρων». Πρόκειται για το σύνολο των εκπληκτικών πλακοστρώσεων προς την είσοδο της Ακρόπολης, προς το λόφο του Φιλοπάππου, όλα τα στοιχεία που στολίζουν τον Ιερό Βράχο, τον αναδεικνύουν και τα οποία μας φαίνονται τόσο αναπόσπαστα με το περιβάλλον που θαρρείς ότι φτιάχτηκαν την ίδια εποχή με τον Παρθενώνα.
Οι λέξεις «ιστορικότητα» και «αισθητική» θα «μονοπωλούν» πολλά κείμενα του αρχιτέκτονα για το έργο. Οσο για το «... πας τις δύναται να κατανοήση» ήταν μάλλον μια ευχή και ελπίδα του, παρά βεβαιότητα. Αλλωστε, η περίοδος που δημιουργεί ο Πικιώνης στην Ακρόπολη, από το Μάη του 1954 μέχρι και τον Φλεβάρη του 1958 είναι μια εποχή που η Αθήνα, αλλά και όλη η Ελλάδα, κινούνταν στους αμερικανικούς «ρυθμούς» των στρατοδικείων, του αντικομμουνισμού, του ανελέητου κυνηγητού των αγωνιστών, με «παράπλευρες απώλειες» τα αποτελέσματα της πολεοδομικής και άλλης «αισθητικής» των εργολάβων και όσων «τσέπωσαν» το «σχέδιο Μάρσαλ» και τη λοιπή ιμπεριαλιστική «βοήθεια». Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό, ο Πικιώνης επιμένει στο σεβασμό της ιστορικότητας του μνημείου και του περιβάλλοντα χώρου του, επιμένει σε κάτι εξίσου σημαντικό: στη λειτουργία του δημόσιου χώρου. Στο μυαλό του Πικιώνη κυριαρχεί ο άνθρωπος και η ανάγκη για αισθητική και πνευματική παιδεία, η οποία δεν προέρχεται μόνο μέσα από την εκπαίδευση, αλλά και μέσα από μια βόλτα στην πόλη. Σε μια πόλη όμως που πρέπει να αφεθεί να «μιλήσει» και να «εκπαιδεύσει».
Το πολυσχιδές έργο κάτω από την Ακρόπολη θα είχε επιτυχία μόνο αν εκλαμβανόταν συνολικά, γιατί «η ενδεχομένη κακοτεχνία των επί μέρους στοιχείων θα δημιουργήση αισθητικάς αντινομίας ικανάς να καταβιβάσουν την στάθμην της επιτεύξεως του συνόλου». Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο από έναν αρχιτέκτονα «ο οποίος θα παρείχε τας εγγυήσεις της επιτελέσεως του έργου τούτου, ούτος δέον να είναι ικανός να αρθή υπεράνω των κατά συνθήκην και εφημέρων συλλήψεων αίτινες χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Δέον ούτος να έχει διά μακράς παιδείας ανεπτυγμένην, θα έλεγα, ιστορικήν συνείδησιν των μορφών ας θα εφαρμόση εν τόπω ο οποίος δεν ανέχεται την ισχύουσαν συμβατικότητα». Ο διανοούμενος αυτός ζητά παιδεία και ιστορική συνείδηση σε μια εποχή που οι εργολάβοι «ακόνιζαν» τις μπουλντόζες. Ακόμη και τώρα, αυτή η παράγραφος μοιάζει ξένη. Η ιστορική συνείδηση σίγουρα περνάει δύσκολες στιγμές στον Μαραθώνα, στο Μαρκόπουλο, στου Μακρυγιάννη, ακόμη και μέσα στην καρδιά της Πλάκας, όπου «ξεφύτρωσαν» ακόμη και πισίνες. «Τα ανωτέρω εκτιθεμένα», συνεχίζει ο Πικιώνης, «δε συνιστούν υποκειμενικάς απόψεις, είναι αντικειμενικού κύρους. Ισχύον, ισχύουν και θα ισχύουν εις όλους τους τόπους και όλας τας εποχάς όπου η πνευματική καλλιέργεια υφίσταται». Με βάση αυτό το τελευταίο κριτήριο ποιος θα μπορούσε να περηφανευτεί για τη δική μας εποχή;
Αλλά όπως είπαμε, αυτές οι αρχές δεν ίσχυαν ούτε στην εποχή του Πικιώνη. Ο ίδιος, σε επιστολή του προς έναν Γερμανό συνάδελφό του γράφει, μεταξύ άλλων: «... Συνέβη ουχ ήττον αυτάς τας ημέρας να επισκεφθώ, ύστερα από πολύν χρόνον, τον τόπον των έργων μου (...) Εφριξα όταν είδα τι οι τρίτοι είχον προσθέσει και πως είχον απόλυτα παρεξηγήσει το πνεύμα των έργων. Πώς, συγκεκριμένα, το είδος της βλαστήσεως ήτο ανοίκειον προς το πνεύμα του έργου, και ο υπερβολικός φόρτος της είχεν ανατρέψει την σχέσιν των μερών προς το όλον, των λεπτομερειών προς τον όλον χώρον. Πρέπει τώρα να ζητήσω την άδειαν να επαναφέρω εις την αρχικήν πρόθεσιν του αρχιτέκτονος τας παραβάσεις των ανευθύνων, οι οποίοι δεν εφρόντισαν να ζητήσουν τουλάχιστον την γνώμην μου...».
Επιπλέον, σε αναλυτικό κείμενο που συνοδεύει το λεύκωμα και υπογράφει ο Αλέξης Παπαγεωργίου σημειώνεται: «Είναι αυτονόητο πως τα πλακόστρωτα είναι φτιαγμένα για τον άνθρωπο και όχι για το αυτοκίνητο. Εντονες παρεμβάσεις, όμως, της τεχνικής υπηρεσίας του υπουργείου Συγκοινωνιών πέτυχαν την έγκριση ενός προγράμματος για περιορισμένη άνοδο οχημάτων (μέχρι επτά, έλεγαν τότε) "προς εξυπηρέτηση των προσκεκλημένων του κράτους επισκεπτών με ειδικές ανάγκες" (...) Η παρέμβαση του υπουργείου έγινε η κερκόπορτα της περιοχής αφού και σήμερα ακόμη καταφέρνουν να ανεβαίνουν τα πούλμαν στου Φιλοπάππου παρά τις ανασχετικές για το σκοπό αυτό καμπές που έχουν τα δύο σκέλη του πλακόστρωτου». Οταν γράφονταν αυτά δεν είχε πεζοδρομηθεί η Δ. Αεροπαγίτου. Ωστόσο, κανείς αρμόδιος δεν έχει δεσμευθεί μέχρι σήμερα για το πού θα εκτρέπεται η κυκλοφορία των τουριστικών λεωφορείων που θα κατακλύζουν σίγουρα την περιοχή γύρω από το Νέο Μουσείο Ακρόπολης, επιβαρύνοντας την περιοχή. Εκτός αν θεωρείται «λύση» το ασφαλτοστρωμένο «γήπεδο» μπροστά από το εστιατόριο, απέναντι από την είσοδο στην Ακρόπολη.
Το έργο του Πικιώνη κάτω από την Ακρόπολη είναι ένα μνημείο λειτουργικότητας με σεβασμό στην παράδοση και τις ιστορικές επιταγές του χώρου. Ενα μνημείο της διαλεκτικής σχέσης που (πρέπει να) διέπει την πολεοδομική ανάπτυξη της πόλης με τη μνήμη. Με λίγα λόγια, είναι ένα έργο που θα «στοιχειώνει» την εργολαβική αντίληψη αυτής της εξουσίας, όσο βέβαια υπάρχει... Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ/Ριζοσπάστης.