Προϊστορία
Η πρώιμη παλαιολιθική εποχή στην Ευρώπη, περίπου 800.000 π.π.[2], συνδέεται πιθανώς με την κατοίκηση του ελλαδικού χώρου, με αρχαιότερη αξιόπιστη μαρτυρία το κρανίο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής. Ενδείξεις, ωστόσο, για πιθανές ταφικές πρακτικές και χρήση ώχρας έχουμε πολύ αργότερα, κατά τη μεσολιθική περίοδο ιδιαίτερα από το σπήλαιο Φράγχθι, όπου εκτός των εννέα ταφών ανακαλύφθηκαν και δύο καύσεις, χειρόμυλοι με ίχνη ώχρας και πρώιμες προσφορές οστρέων, εν είδει κτερισμάτων[3].
Σε ό,τι αφορά στη μέση και νεότερη νεολιθική εποχή, στον ελλαδικό χώρο η αρχαιολογική μαρτυρία μας δίνει μια εικόνα της άποψης του νεολιθικού ανθρώπου επίσης μέσω των ταφικών εθίμων, που υποδηλώνουν σεβασμό στους νεκρούς και πίστη στη μεταθανάτια ζωή. Θρησκευτική ερμηνεία σε ευρήματα αυτής της εποχής έχουν επιχειρήσει τόσο η Μαρίγια Γκιμπούτας όσο και ο Κόλιν Ρένφριου, βασισμένοι στα ευρήματα μιας από κοινού διενεργηθείσας ανασκαφής στην αρχαιολογική θέση Σιταγροί[4].
Η μελέτη της μινωικής και μυκηναϊκής θρησκείας, όπως και η επιβίωσή της στην ιστορική περίοδο του ελληνικού πολιτισμού, διατήρησε παλαιότερα και διατηρεί ακόμα αμείωτο το ενδιαφέρον της ακαδημαϊκής έρευνας. Υφίσταται ευρέως η άποψη ότι η προϊστορική θρησκευτική περίοδος επικεντρωνόταν στη λατρεία μιας παγκόσμιας φυσικής θεάς και του αρσενικού της αντίστοιχου που αναπαριστούσε τον ημερολογιακό κύκλο της φυσικής βλάστησης[5]. Αυτή η λατρεία ήταν στενά συνδεδεμένη με τον θεοποιημένο Ήλιο, τον φορέα του φωτός και της Άνοιξης. Η τοπική ονοματοδοσία και η διάσπαση του αρχικού αρχετύπου σε κατηγοριοποιημένες ιδιότητες φαίνεται πως απέδωσε διαφορετικές όψεις αυτών των αρχικών θεοτήτων με διαφορετικά ονόματα τα οποία διατηρήθηκαν στην ιστορική περίοδο.
Αρχαϊκή και κλασική περίοδος
Μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων, γεγονός που επηρέασε σημαντικά τις πολιτισμικές εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο φαίνεται πως άλλαξαν και οι λατρευτικές συνήθειες. Η διακοπή της λατρείας στα ανακτορικά ιερά φαίνεται πως ώθησε προς την κατεύθυνση νέων υπαίθριων λατρευτικών κέντρων, με παράλληλη ανάπτυξη της ηρωικής λατρείας. Η λατρεία θεοτήτων -γνωστών όπως φαίνεται ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή- τα οποία θα συγκροτήσουν αργότερα το Δωδεκάθεο είναι παρούσα σε ιερά όπως αυτά της Αρτέμιδος του Δία, του Απόλλωνα ή Απέλλωνα, της Αθηνάς και του Ποσειδώνα στην Αττική, την Πελοπόννησο ή τη Σάμο και σε ναούς της μέσης γεωμετρικής περιόδου στην Έφεσο και την Ερέτρια με έντονη αναθηματική δραστηριότητα.
Κατά την αρχαϊκή εποχή ο Όμηρος και ο Ησίοδος παίζουν το ρόλο τους, με τα δημοφιλή επικά τους ποιήματα, στην οριστική συγκρότηση και κάποια τυποποίηση του ελληνικού πανθέου, παρά τις κατά τόπους διαφοροποιήσεις. Η θρησκευτική λατρεία αποκτά ισχυρό αστικό χαρακτήρα σε αυτήν την εποχή που θεμελιώνονται οι πόλεις-κράτη ως κεντρικοί πολιτειακοί σχηματισμοί: σκοπός της λατρείας είναι η εξασφάλιση της εύνοιας των θεών σε ατομικό αλλά -ιδίως- και σε κοινοτικό επίπεδο. Καθώς έχει διατηρηθεί η μνήμη της αναπαράστασης φυσικών δυνάμεων ως θεοτήτων, οποιαδήποτε κακοτυχία ή φυσική καταστροφή αποδίδεται στην οργή των θεών. Στους τελευταίους οι Έλληνες προσωποποιούσαν τις κοσμικές δυνάμεις που είναι ισχυρότερες από τον Άνθρωπο και "τη δράση των οποίων αναγνώριζαν στον κόσμο, στην κοινωνική ζωή και στην προσωπική ζωή του ατόμου"[6].
Αυτή την περίοδο οριστικοποιούνται και οι πυρήνες των ελληνικών, μυητικών μυστηριακών λατρειών, όπως του Διονύσου ή της Δήμητρας, οι οποίες αρχικώς έχουν περιθωριακό και μη ελεγχόμενο από το κράτος χαρακτήρα. Εδώ φαίνεται καθαρά η προϊστορική πηγή της ελληνικής λατρείας στην ανάγκη ελέγχου της σοδειάς και της ετήσιας βλάστησης με τη βοήθεια συμπαθητικής μαγείας, με προσπάθεια δηλαδή να ελεγχθεί ο ημερολογιακός ή ο καθημερινός ηλιακός κύκλος μέσω συμβολικής μυθολογικής και τελετουργικής αναπαράστασής του, ή ακόμα και σε σαμανιστικές πρακτικές. Ωστόσο κατά τα τέλη του έκτου αιώνα π.Χ. ένα κύμα μυστικισμού, πιθανώς καταγόμενο από την Αίγυπτο, σαρώνει τον ελλαδικό χώρο. Η ελληνική φιλοσοφία, που είχε ήδη γεννηθεί στην Ιωνία, το προσεγγίζει και έτσι εμφανίζεται η πρώιμη μεταφυσική. Ο πυθαγορισμός και ο ορφισμός αποτελούν τυπικά δείγματα της εποχής, ενώ γρήγορα τοπικές μυστηριακές λατρείες (όπως τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα Μυστήρια του Διονύσου ή τα Καβείρια Μυστήρια) επηρεάζονται σημαντικά από αυτές τις εξελίξεις.
Κατά την κλασική εποχή πια οι μυστηριακές λατρείες και ορισμένες φιλοσοφικές σχολές, όπως ο πυθαγορισμός και ο πλατωνισμός, προσφέρουν ένα πλήρες μεταφυσικό και ηθικό σύστημα καλυμμένο με τους κατάλληλα προσαρμοσμένους μύθους της αρχαϊκής εποχής. Αυτά τα συστήματα ήταν αντιληπτά ως προαιρετικά, ιδιωτικά συμπληρώματα της κρατικής, κοινοτικής αστικής λατρείας και επομένως, όσον αφορά τους πολίτες που ήταν μυημένοι σε αυτά, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μία πλήρη θρησκεία. Συνέχιζαν όμως να βρίσκονται στο περιθώριο και να αφορούν περιορισμένες ομάδες του πληθυσμού, προερχόμενες περισσότερο από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Ανάμεσα στ' άλλα ριζοσπαστικά στοιχεία, ο Πλάτων στρέφει την προσοχή σε έναν ανώτατο υπερβατικό, άρρητο και άφατο Θεό ο οποίος αποτελεί αιτία της ύπαρξης και λειτουργίας του κόσμου και η διάνοιά του εκδηλώνεται στο ορατό πεδίο μόνο μέσω των ουρανίων σωμάτων, η τέλεια περιοδική και αιώνια κίνηση των οποίων παραπέμπει ταυτόχρονα σε θεότητες αλλά και στις πλατωνικές ιδέες. Αυτός ο Ένας Θεός αποτελεί το έσχατο θεμέλιο της μεταφυσικής και ηθικής κοσμικής τάξης στη σκέψη των περισσότερων φιλοσόφων της περιόδου. Η κοινοτική αστική λατρεία φτάνει σε μία ασταθή ισορροπία με αυτές τις νέες, πιο ιδιωτικές θρησκευτικές τάσεις της κλασικής εποχής χωρίς να λείψουν οι συγκρούσεις (π.χ. η διδασκαλία των σοφιστών και η εκτέλεση του Σωκράτη από το αθηναϊκό κράτος).
Ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδος
Εν γένει η ελληνική θρησκεία στον ελληνιστικό και ρωμαϊκό κόσμο υπέστη σημαντικές τροποποιήσεις. Ο διευρυμένος συγκρητισμός της εποχής σμιλεύει ιδιόρρυθμα θρησκευτικά αμαλγάματα. Οι περισσότερες μυστηριακές λατρείες πλέον είναι υπό στιβαρό κρατικό έλεγχο (ιδιαιτέρως στις ελληνιστικές μοναρχίες) και, παρά την υποχώρηση του πλατωνισμού, συντηρούν ένα περιθωριακό κλίμα μυστικισμού. Νέες μυστηριακές θεότητες και λατρείες συνθέτονται ηθελημένα, μέσω εκλεκτισμού ή προσαρμογών σε τοπικά πάνθεα, καθώς είναι φανερή η βαθύτερη ενότητα των μεσογειακών Μυστηρίων μεταξύ τους και με τις μυστικιστικές φιλοσοφικές σχολές. Η τυπολατρική αστική θρησκεία ωστόσο, αναμειγμένη πλέον με παρεμφερείς παραδόσεις της Εγγύς Ανατολής, είναι αυτή που εξακολουθεί να αποτελεί την καρδιά της ελληνικής ευσέβειας.
Μέχρι τον πρώτο αιώνα π.Χ. όλος ο μεσογειακός κόσμος περιέρχεται στο ρωμαϊκό κράτος, θέτοντας έτσι τέρμα στην ελληνιστική περίοδο. Οι Ρωμαίοι επηρεάζονται βαθύτατα από την ελληνική φιλοσοφική, θρησκευτική και λογοτεχνική παράδοση και, μέσω της interpretatio romana, υιοθετούν όλες τις όψεις της ελληνικής κουλτούρας παράγοντας το τελικό κράμα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Ο τελευταίος επικρατεί καθολικά στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίες μάλιστα είναι συνήθως δίγλωσσες μιλώντας άπταιστα τόσο λατινικά όσο και ελληνικά, και με αυτόν τον τρόπο η ελληνική θρησκεία διαδίδεται σε κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας, από τη Βρετανία ως τη Συρία και από τη Μοισία ως τη Μαυριτανία. Όλος ο ζωτικός χώρος του Ελληνισμού (μικρασιατικά παράλια, νότια Βαλκάνια, Μεγάλη Ελλάδα και διάσπαρτες παραλιακές αποικίες ανά τη Μεσόγειο θάλασσα), αλλά και οι (έστω και επιφανειακά) εξελληνισμένες επικράτειες των ελληνιστικών μοναρχιών, είναι πλέον ενοποιημένος σε ένα κοινό κρατικό και πολιτιστικό μόρφωμα. Στο πλαίσιο του κοινού ελληνορωμαϊκού πολιτισμού η αστική ελληνική και η ρωμαϊκή θρησκεία, παρά τις μικροδιαφορές στην ονοματολογία και στο πάνθεον, σχεδόν ταυτίζονται από άποψη λειτουργίας και δοξασιών.
Σε όλη τη Μεσόγειο διαδίδεται η αντίληψη ότι οι παλαιοί θεοί παραστέκονται συνεχώς στους ανθρώπους, αποστέλλοντας τους προγνωστικά όνειρα, χρησμούς στα μαντεία ή θεραπείες από ασθένειες, αρκεί αυτοί να σέβονται τις παραδοσιακές λατρευτικές τελετουργίες και συνήθειες προκειμένου να κερδίζουν την εύνοια τους. Έτσι λοιπόν επικρατεί ένα συντηρητικό θρησκευτικό κλίμα, στραμμένο στα πατροπαράδοτα ήθη κι έθιμα κάθε πόλης, σύμφωνα με τις τυπολατρικές ελληνικές πρακτικές που εξαπλώθηκαν κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή σε Ανατολή και Δύση. Ο καθένας ωστόσο, από τη στιγμή που εκπλήρωνε τα τελετουργικά του καθήκοντα που εξασφάλιζαν την επιμέλεια των θεών (θυσίες, προσφορές, τελετές), ήταν ελεύθερος να λατρεύει όποια επιμέρους μεσογειακή ή ανατολική θεότητα προτιμούσε, αφού τόσο το ελληνορωμαϊκό πάνθεον όσο και ο Όσιρις, ο Άδωνις, ο Άττις, ο Σέραπις ή άλλες θεότητες μυστηριακών λατρειών θεωρούνταν περιστασιακές, κατώτερες και ισοδύναμες ενσαρκώσεις του Ενός Ύψιστου Θεού, της υπερβατικής και υπερκόσμιας οντότητας των Μυστηρίων και του Πλάτωνα που κυβερνούσε τα πάντα. Μία πλειάδα τέτοιων κατώτερων θεοτήτων έμοιαζε απαραίτητη ως δύναμη μεσολάβησης μεταξύ του άφατου Ενός Θεού, απρόσιτου κατασκευαστή του Σύμπαντος, και των ανθρώπων.
Αυτές οι αντιλήψεις συντηρούσαν στους κινούντες τη δημόσια ζωή πολίτες ένα αίσθημα ενότητας, ασφάλειας και συμμετοχής στον «καλύτερο δυνατό κόσμο» για τον οποίον προνοούσαν οι παμπάλαιοι θεοί· κατ’ αυτόν τον τρόπο η επίσημη τυπολατρική θρησκευτική πρακτική διατηρούσε την κοινωνική συνοχή και το κοινωνικοπολιτικό status quo, ενώ βαθύτερο φιλοσοφικό περιεχόμενο μπορούσε ο καθένας, ιδιωτικά και προαιρετικά, να ανακαλύψει στις συμπληρωματικές μυστικιστικές πρακτικές των Μυστηρίων και στη συναφή διδασκαλία των Ελλήνων φιλοσόφων. Έτσι η αστική λατρευτική θρησκεία, οι μυστηριακές λατρείες και η φιλοσοφία αποτελούσαν ένα σύστημα τριών αλληλένδετων πυλώνων διανοητικής καλλιέργειας και συμμετοχής στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Η τυπική θρησκευτική λατρεία των νεκρών ηγετών της Αυτοκρατορίας και της ίδιας της Ρώμης, πολιτική τακτική πολιτισμικής ομογενοποίησης που έμοιαζε περισσότερο με όρκο πίστης και διαδόθηκε από την περίοδο του Αυγούστου, συμπλήρωνε την εικόνα του κλίματος της εποχής.
Όμως ήδη από τους ύστερους ρεπουμπλικανικούς χρόνους οι μυστηριακές λατρείες, οι μυστικιστικές φιλοσοφικές σχολές που έδιναν έμφαση στη μεταφυσική, η ελληνιστική μαγεία, η διάχυτη δεισιδαιμονία και κάθε τύπος συστηματοποιημένης γνώσης ή πρακτικής ο οποίος υποσχόταν στις κατώτερες και μεσαίες κοινωνικές τάξεις του ρωμαϊκού κράτους απόδραση από τη δυσάρεστη καθημερινή πραγματικότητα ή εύκολη χειραγώγηση της με σκοπό το ατομικό όφελος, περιθωριακά ή ελιτιστικά φαινόμενα σε περασμένες εποχές, γίνονταν όλο και πιο δημοφιλή παρά τις κατά καιρούς εκκαθαριστικές αστυνομικές επιχειρήσεις που στόχευαν στην εκμηδένιση ταραχοποιών και ανατρεπτικών στοιχείων. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Η κοσμοπολίτικη, «οικουμενική» ατμόσφαιρα που είχε επικρατήσει στην αυστηρώς ταξικά ιεραρχημένη Αυτοκρατορία των Αντωνίνων, ένας διεθνισμός που αποτελούσε κληρονομιά της ελληνιστικής περιόδου και τώρα είχε γιγαντωθεί, προκαλούσε στις μετακινούμενες και ημιμαθείς μικροαστικές τάξεις αισθήματα αλλοτρίωσης, αποξένωσης και μοναξιάς. Ο κόσμος φαινόταν σκληρός και απρόσωπος ενώ από την ανθρώπινη ζωή έμοιαζε να λείπει το νόημα. Στην αναπτυγμένη ρωμαϊκή Ανατολή έμποροι και τεχνίτες μετακινούνταν άνετα για επαγγελματικούς λόγους από τη Συρία ως τη Γαλατία μιλώντας μόνο ελληνικά και νιώθοντας αποκομμένοι από τον τόπο τους και τις παραδόσεις του, ενώ οι ευκατάστατες ολιγαρχίες κάθε πόλης παρέμεναν πεισματικά και επιδεικτικά προσκολλημένες σε αναχρονιστικούς τοπικούς κώδικες, τελετουργίες και έθιμα που στόχευαν στην ικανοποίηση της αυταρέσκειας της εγχώριας ελίτ.
Η φιλοσοφία και η κλασική ελληνορωμαϊκή παιδεία ήταν άτυπα «απαγορευμένη» για τη μεσαία τάξη, και φυσικά για την κατώτερη, λόγω της στάσης της ρωμαϊκής αριστοκρατίας η οποία από το δεύτερο αιώνα μ. Χ. όρθωνε γύρω της αδιαπέραστα τείχη εγκαταλείποντας την κοινή ελληνική γλώσσα προς όφελος του αρχαϊκού αττικού ιδιώματος της Δεύτερης Σοφιστικής, καθιστώντας έτσι απροσπέλαστη την ελληνορωμαϊκή φιλοσοφική και λογοτεχνική παράδοση για το ευρύ κοινό. Μη βρίσκοντας στηρίγματα ούτε στη λατρεία του κράτους ή στην επίσημη τυπολατρική ελληνική θρησκεία που είχε συντηρητικό, τοπικιστικό και απαρχαιωμένο χαρακτήρα, όσοι ένιωθαν ξένο τον κόσμο που τους περιέβαλλε αγκάλιασαν ευρύτερα την ελληνιστική μαγεία και μαντεία, καθώς και τις φιλοσοφικές μυστηριακές λατρείες της ανατολικής Μεσογείου οι οποίες κήρυτταν την αρετή, την καθολική αγάπη και την ισότητα των ανθρώπων. Πλέον το ζητούμενο δεν ήταν η εύνοια των γεωγραφικά κατακερματισμένων κατώτερων θεοτήτων του ελληνορωμαϊκού πανθέου αλλά η ενεργητική χειραγώγηση της φύσης ή του πεπρωμένου και η άμεση, μυστικιστική επαφή με τον παγκόσμιο Έναν και Άφατο Θεό του Πλάτωνα, τη μόνη δύναμη που μπορούσε να οπλίσει με ψυχικό σθένος τους αλλοτριωμένους, αποστασιοποιημένους από τον κόσμο πολίτες της Αυτοκρατορίας. Έτσι άρχισε να διαμορφώνεται μία, απροσδιόριστη ακόμα, απαίτηση για κάποια «παγκόσμια», κοινή μυστηριακή θρησκεία που θα διαγράφει τις τοπικές ιδιαιτερότητες και θα συνεπικουρείται από ένα νομοθετικό, ένα διοικητικό κι ένα λατρευτικό σύστημα κοινά για όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τα οποία θα υπερκαλύπτουν τις κατά τόπους αστικές παραδόσεις υπονομεύοντας την ισχύ των τοπικών ολιγαρχιών, ελίτ και ιερατείων προς όφελος του υπερκείμενου «παγκόσμιου» ρωμαϊκού κράτους.
Στον πυρήνα όλων αυτών των νέων τάσεων της λαϊκής διανόησης, όπως και των παλαιότερων μυστηριακών λατρειών, κρυβόταν η πλατωνική ιδέα του αιώνιου και ασώματου πνεύματος, καμωμένου από θεϊκή ουσία, που ήταν παγιδευμένο στην ανθρώπινη σάρκα και περίμενε να ανακαλυφθεί. Ως παρενέργεια η σάρκα, η ύλη και η φύση άρχισαν να θεωρούνται βδελυρού και ποταπού χαρακτήρα, ή έστω αμετάκλητα απομακρυσμένες από τον αγαθό παγκόσμιο Θεό, σύμφωνα με έναν ακραίο πλατωνισμό που ταίριαζε στην καθημερινή κακοδαιμονία που βίωναν οι κατώτερες, ακόμα και οι μεσαίες, κοινωνικές τάξεις της εποχής. Έτσι οι διδασκαλίες των μεσογειακών Μυστηρίων και των πλατωνικών φιλοσόφων, εμποτισμένες με έναν πιο λαϊκό και πιο δεισιδαίμονα χαρακτήρα, ριζοσπαστικοποιούνται και ριζώνουν στο ευρύ κοινό όσο ποτέ άλλοτε. Οι περισσότεροι πολίτες τοποθέτησαν τις ελπίδες τους για το μέλλον στην αιώνια, μεταθανάτια ζωή του άφθαρτου πνεύματος τους, ενώ απέβλεπαν στη λύτρωση, τη σωτηρία ή τη φώτιση της ψυχής τους μέσω ενός κατάλληλου, ευσεβούς ή ασκητικού, επίγειου βίου. Η περιορισμένη ανεξιθρησκία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανεχόταν οποιαδήποτε λατρεία δεν αμφισβητούσε ευθέως το κατεστημένο και την επίσημη κουλτούρα, υποβοήθησε την εξάπλωση αυτών των αντιλήψεων.
Οι εν λόγω θρησκευτικές εξελίξεις ήταν εν μέρει απόρροια της σταδιακής αντικατάστασης στη συνείδηση των κατώτερων κοινωνικών τάξεων του εμπειρισμού και της πραγματιστικής αριστοτελικής σκέψης από τη μαγεία, τη μαντεία και τη δεισιδαιμονία, ανεξαρτήτως από το παλαιότερο θρησκευτικό τους υπόβαθρο, μίας τάσης που είχε ήδη διαφανεί από την πρώιμη ελληνιστική εποχή. Η Αίγυπτος των Πτολεμαίων αποτέλεσε πραγματικό καμίνι συγκρητισμού όπου ετερογενή αλλά παρεμφερή ρεύματα γνώσης σφυρηλατήθηκαν σε ένα συνεκτικό κράμα και η μαγεία συστηματοποιήθηκε σε μία εφαρμοσμένη επιστήμη, η οποία μπορούσε να διδαχθεί και να συμβαδίζει με τη φυσική φιλοσοφία. Η διάδοση αυτών των αντιλήψεων υποβοήθησε την εξάπλωση μίας πιο δεισιδαιμονικής εκδοχής των μυστηριακών λατρειών που έδινε έμφαση στις τελετουργίες, κοινό χαρακτηριστικό τόσο της θρησκείας όσο και της μαγείας. Επί Αντωνίνων ακόμη και ο ορθολογισμός, που σε παλαιότερες εποχές επαινέθηκε από τις πυθαγόρειες και πλατωνικές διδασκαλίες, υποχωρεί ως γνωσιολογική μέθοδος προς όφελος της εκστατικής αποκάλυψης· γεγονός που ανακλάται τόσο στις θρησκευτικές όσο και στις φιλοσοφικές εξελίξεις.
Ύστερη Αρχαιότητα και Μεσαίωνας
Όλες οι ανωτέρω τάσεις μετά τον δεύτερο αιώνα τείνουν από περιθωριακές να γίνουν κανόνας στη ρωμαϊκή κοινωνία. Η σοβαρή κρίση του ρωμαϊκού κράτους σε όλους τους τομείς κατά τα μέσα του τρίτου αιώνα επιτείνει την κατάσταση καθώς η αστική ελληνορωμαϊκή θρησκεία, χτυπημένη από την υποχρηματοδότηση των ναών και των τελετουργιών αλλά και από την εξάπλωση μυστηριακών υποκατάστατων, υποχωρεί σημαντικά. Από την κρίση αυτή περισσότερο επωφελείται ο χριστιανισμός με το συγκεντρωτικό, άκαμπτα οργανωμένο, αποτελεσματικό και ευέλικτο ιερατείο του, την Εκκλησία. Ο χριστιανισμός διαδίδεται ευρύτατα στις μεσαίες αστικές τάξεις, καλύπτοντας το κενό που άφησε η υποχώρηση της τυπολατρικής ελληνορωμαϊκής θρησκείας, και η Εκκλησία αρχίζει να αποκτά πολιτική ισχύ και αυξανόμενους πόρους. Την ίδια στιγμή όμως στην Αλεξάνδρεια εμφανίζεται ένα καινούργιο φιλοσοφικό κίνημα, ο νεοπλατωνισμός. Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του, ο Πλωτίνος, επανερμήνευσε τον Πλάτωνα μονιστικά[7] και πανενθεϊστικά[8], ενώ υπήρξε υπέρμαχος του μυστικισμού και της ατομικής βύθισης, μέσω του διαλογισμού και της ενδοσκόπησης, στην ενιαία θεία δύναμη, τον αιώνιο κόσμο των ιδεών. Έτσι προσέφερε μία λυτρωτική φιλοσοφία που δεχόταν τη δυνατότητα ανύψωσης του ανθρώπινου πνεύματος στο τέλειο, μία πλήρη διδασκαλία που συνταίριαζε την ελληνική φιλοσοφία με την τυπολατρική ελληνορωμαϊκή λατρευτική παράδοση, ερμηνευμένη εκ νέου μέσω αφαιρετικών σχημάτων και μεταφορών, και με τις μυστηριακές θρησκείες της Ανατολής.
Ο νεοπλατωνισμός αποτέλεσε μία πολύτιμη γέφυρα μεταξύ του ριζοσπαστικού ρεύματος της λαϊκής διανόησης, που εξαπλώθηκε ευρύτατα κατά τον τρίτο αιώνα, και της φιλοσοφικής παιδείας των καλλιεργημένων αστών και αριστοκρατών, τη στιγμή που τα περισσότερα παρεμφερή φιλοσοφικά και θρησκευτικά κινήματα υπόσχονταν στις κατώτερες τάξεις σωτηρία δίχως ανάγκη μελέτης της κλασικής ελληνορωμαϊκής παιδείας. Ο νεοπλατωνισμός υπήρξε το μαχητικό προπύργιο της συντηρητικής αριστοκρατίας σε μεταφυσικές διαμάχες με το γνωστικισμό, το χριστιανισμό και κάθε διανοητικό ρεύμα ή μυστηριακή λατρεία που απαρνούνταν τη μακρόβια ελληνορωμαϊκή παράδοση ή υιοθετούσε τη ζοφερή, απορριπτική ζωροαστρική οπτική απέναντι στην ύλη, θεωρώντας τη βδελυρή και ταυτίζοντας την με το Κακό, μία οπτική η οποία δε συμφωνούσε με τις τυπικές ελληνικές πρακτικές αλλά έβρισκε απήχηση στα λιγότερο ευνοημένα κοινωνικά στρώματα. Ως φιλοσοφικό κίνημα άκμασε στην Αλεξάνδρεια όπου γεννήθηκε αλλά, ακόμα περισσότερο, στην Ιταλία και την Ελλάδα, καθώς εκεί συνάντησε καθολική αποδοχή ως σύγχρονη μετεξέλιξη της κλασικής πλατωνικής φιλοσοφίας και της ελληνικής λατρευτικής θρησκείας, μίας ζωντανής παράδοσης με γερές ρίζες αιώνων στις εν λόγω περιοχές. Ως τις αρχές του τέταρτου αιώνα ο νεοπλατωνισμός σχεδόν ταυτίστηκε με τον Ελληνισμό καθώς αυτός ήταν που ανέλαβε να υπερασπίσει το ελληνορωμαϊκό πάνθεον και την ελληνική φιλοσοφία και παιδεία από διανοητικά ρεύματα που είτε απέρριπταν (όπως ο χριστιανισμός) είτε υποκαθιστούσαν (όπως ο γνωστικισμός) την ελληνορωμαϊκή παράδοση, ρεύματα που η συντηρητική αριστοκρατία αποδοκίμαζε ως βαρβαρικά. Κυριολεκτικά η αρχαία ελληνική θρησκεία συσπειρώθηκε γύρω από τον νεοπλατωνισμό, σε μία εποχή που ο διαδεδομένος χριστιανισμός, για διάφορους λόγους, άρχιζε να κερδίζει την προτίμηση των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων ως ενοποιητικός μηχανισμός του απέραντου κράτους τους.
Μετά τα μέσα του τέταρτου αιώνα πλέον οι αυτοκρατορικές Αυλές ήταν χριστιανικές. Το χριστιανικό ιερατείο ακολουθούσε μία αυστηρή πολιτική μη ανοχής σχετικά με το επίσημα αποδεκτό θρησκευτικό δόγμα του, την "ορθοδοξία", και αποστρεφόταν την ελληνορωμαϊκή ή οποιαδήποτε άλλη θρησκεία πλην του χριστιανισμού. Οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες κατά τα τέλη του τέταρτου αιώνα έκλεισαν τα μαντεία και τους ναούς και απαγόρευσαν τα αποκαλούμενα παγανιστικά παίγνια σε μία σειρά διαταγμάτων, ενώ είχαν ήδη από καιρό θέσει το χριστιανισμό υπό κρατική προστασία και επενέβαιναν ανοιχτά στην εξελισσόμενη προσπάθεια αυστηρής οριστικοποίησης της ορθόδοξης μεταφυσικής του. Εντέλει, η δημόσια άσκηση της αστικής ελληνορωμαϊκής θρησκείας και των μεσογειακών Μυστηρίων κηρύχθηκε παράνομη από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α' και τους διαδόχους του. Κάθε μη χριστιανική θρησκεία στιγματίστηκε ως παγανιστική, δηλαδή λατρεία των παγανών (pagani)[9], και ενόσω η Ευρώπη εισερχόταν στον Μεσαίωνα επιβίωσε μόνο σε ορισμένες αγροτικές περιοχές, για να αφομοιωθεί γρήγορα από τη χριστιανική τελετουργία, ή σε κάποιους απομονωμένους αριστοκρατικούς κύκλους. Ο νεοπλατωνισμός επέζησε ως τον έκτο αιώνα που ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε οριστικά τις σχολές ελληνικής φιλοσοφίας ως παγανιστικές.
Ωστόσο ένα τμήμα της ελληνορωμαϊκής θρησκείας και των μεσογειακών Μυστηρίων επιβίωσε ενσωματωμένο στο μύθο, τη θεολογία και τις λατρευτικές πρακτικές του χριστιανισμού. Οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήδη από τον τρίτο αιώνα, είχαν στιβαρό υπόβαθρο στον πλατωνισμό, τον νεοπλατωνισμό ή άλλες σχολές ελληνικής φιλοσοφίας. Επιχείρησαν επανειλημμένα να εκμεταλλευτούν αυτή τους την ευρυμάθεια προς όφελος της Εκκλησίας, δανειζόμενοι φιλοσοφική ορολογία και στηριζόμενοι στην ομοιότητα όψεων του χριστιανισμού με ορισμένες δοξασίες μυστηριακών λατρειών και με τη σωκρατική / πλατωνική ηθική. Καθώς ο χριστιανισμός έπαιρνε την τελική του μορφή και ταυτόχρονα επικρατούσε σε όλη τη Μεσόγειο, ενσωμάτωνε όλη τη ριζοσπαστική τάση της λαϊκής διανόησης και θρησκευτικότητας που εμφανίστηκε κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ενώ παράλληλα αφομοίωνε παμπάλαιες τελετουργικές πρακτικές[10] (π.χ. η λατρεία της Μεγάλης Μητέρας αντικαταστάθηκε από την απόδοση τιμής στην Παναγία, η επέτειος της αναγέννησης του Ήλιου άρχισε να εορτάζεται ως Χριστούγεννα, στους χριστιανούς αγίους καταμερίστηκαν ιδιότητες ανάλογες με αυτές που αποδίδονταν στις ελληνορωμαϊκές θεότητες κλπ). Ορισμένες χριστιανικές δοξασίες οι οποίες κρίθηκαν ως αιρέσεις από την επίσημη Εκκλησία αντλούσαν την καταγωγή τους ακριβώς από αυτήν την επίμονη άρνηση του παγανισμού να εξαφανιστεί (π. χ. ο αρειανισμός εμφάνιζε τον Χριστό ως μεσολαβητική λυτρωτική θεότητα, "κτιστή" και κατώτερη του άφατου Πατρός Θεού, παρομοίως με τη νεοπλατωνική αντίληψη).
Πολλοί ανθρώπινοι πολιτισμοί εόρταζαν και εορτάζουν τόσο το χειμερινό όσο και το θερινό ηλιοστάσιο, όπως και τις ισημερίες, πράγμα που αντικατοπτρίζεται και σε κοντινές ημερολογιακά φαινομενικά άσχετες θρησκευτικές εορτές. Το γνωστότερο παράδειγμα για το χειμερινό ηλιοστάσιο είναι τα Χριστούγεννα. Από τις 17 ως τις 23 Δεκεμβρίου, οι αρχαίοι Ρωμαίοι εόρταζαν τα Σατουρνάλια και στις 25 Δεκεμβρίου τα Μπρουμάλια (η λέξη υποδηλώνει τη μικρότερη ημέρα του χρόνου, dies brevissima > brevma > bruma, δηλ.το χειμερινό ηλιοστάσιο). Σε αυτά τιμούσαν την «ημέρα της γεννήσεως του αήττητου Ήλιου» (dies natalis invicti Solis), αφού ο Ήλιος από εκείνες τις ημέρες έπαυε να χαμηλώνει την τροχιά του και άρχιζε να επανέρχεται ψηλά στον ουρανό ως θριαμβευτής για να ξαναφέρει τη ζέστη και τη ζωή στην παγωμένη φύση. Ο Χριστιανισμός λοιπόν υιοθέτησε την ημερομηνία (επισήμως από τον 6ο αι.) αλλάζοντας το τιμώμενο πρόσωπο στον «Ήλιο της Δικαιοσύνης» (κατά το τροπάριο των Χριστουγέννων), τον Ιησού Χριστό, οπότε ο λαός δεν δυσκολεύθηκε να αλλάξει και πολύ τις εορταστικές του συνήθειες (βλ. το αναλυτικό άρθρο Ιστορία του εορτασμού των Χριστουγέννων). Σε άλλους λαούς παρατηρούμε ότι π.χ. οι εορτές Γιάλντα, Καρατσούν, Χανουκκά, Κουάντζα κλπ. εορτάζονταν επίσης πολύ κοντά στο χειμερινό ηλιοστάσιο.
Για το θερινό ηλιοστάσιο και οι τρεις μεγάλες συνιστώσες του Χριστιανισμού (Ορθόδοξοι, Καθολικοί και Προτεστάντες) εορτάζουν τη γέννηση του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή στις 23 ή στις 24 Ιουνίου, γνωστή στην Ελλάδα ως εορτή του «Αϊ-Γιάννη του Φανιστή», αρκετά σημαντική ώστε σε κάποια μέρη (Σωζόπολις Ανατ.Ρωμυλίας) ολόκληρος ο Ιούνιος να αναφέρεται ως «Αϊγιαννίτης». Ο λαογράφος Γεώργιος Μέγας έγραφε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 22/6/1958:
`Οτι μία νέα χρονική περίοδος αρχίζει με την 24ην Ιουνίου το γνωρίζουν και οι άνθρωποι του λαού: «είναι λιτρόπι» λέγουν, δηλ. ημέρα των θερινών τροπών του ηλίου και δι' αυτό τον Ιωάννην Πρόδρομον, του οποίου το Γενέθλιον εορτάζεται την ημέραν αυτήν, εις μερικούς τόπους, όπως εις την Κύμην, την Κύθνον, την Λέσβον, την Σινώπην, την Οινόην, τον ονομάζουν Αϊγιάννη «Λιοτροπιόν» ή Αλιτροπιόν ή του Λουτρόπου. Επικρατεί μάλιστα η πίστις ότι ο ήλιος της ημέρας αυτής «τρέμει ή γυρίζει και είναι θαμπερός»
Στις βορειότερες χώρες, όπου οι μεταβολές της πορείας του ήλιου είναι ευκολότερα αντιληπτές από ό,τι στην Ελλάδα, οι σχετικές τελετές επικρατούσαν από τη χαραυγή ήδη του πολιτισμού. Το αρχαιότερο ίσως σχετικό μνημείο είναι το Στόουνχεντζ. Σήμερα η κεντρική ιδέα επιβιώνει σε εορτασμούς όπως η Ημέρα του Ιβάν Κουπάλα και η Λίθα.
Στους περισσότερους πολιτισμούς τα 2 ηλιοστάσια και οι 2 ισημερίες ορίζουν τα μέσα των 4 εποχών του έτους. Ωστόσο, στην Ελλάδα αναφέρεται συχνά ότι η 21η Ιουνίου είναι η «επίσημη» ή «αστρονομική» έναρξη του Θέρους και η 21η Δεκεμβρίου η έναρξη του χειμώνα.
Στο Ινδικό ημερολόγιο υπάρχουν δύο αστρικά ηλιοστάσια, το Uttarayana και το Dakshinayana. Το πρώτο τοποθετείται περί τις 14 Ιανουαρίου κάθε χρόνο, ενώ το δεύτερο περί τις 14 Ιουλίου. Αυτά σημειώνουν δύο σημεία στη φαινόμενη κίνηση του Ήλιου κατά μήκος ενός σταθερού ως προς τους μακρινούς αστέρες Ζωδιακού (η μετάπτωση των ισημεριών αγνοείται): την είσοδό του στο ζώδιο Mesha (αντιστοιχεί στο ζώδιο Κριός το 285 μ.Χ. περίπου) και στο αντίθετο ζώδιο Tula (Ζυγός του 285 μ.Χ. περίπου).