Τη γνωρίσαμε ως ανώτατη αξιωματούχο του Λευκού Οίκου, η οποία πρωτοστάτησε στη «ρύθμιση» των ζητημάτων ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004.
Με τη διπλή ιδιότητα της Ελληνοαμερικανίδας και της συμβούλου του προέδρου Μπους σε ζητήματα καταπολέμησης της τρομοκρατίας και εσωτερικής ασφάλειας, η Φράνσις (Φραν) Φράγκος Τάουνσεντ μετείχε σε όλες τις κρίσιμες συσκέψεις που διοργανώθηκαν στην Αθήνα και την Ουάσιγκτον στο διάστημα της άνοιξης και του καλοκαιριού του 2004.
Βασικό αντικείμενο των συσκέψεων εκείνων ήταν η εφαρμογή του πακέτου των μέτρων ασφαλείας, με κεντρικό άξονα τη λειτουργία του περιβόητου συστήματος C4Ι και με πιο συζητημένο μέτρο, τότε, την πτήση του ευαίσθητου Ζέπελιν στον αττικό ουρανό.
Οπως μάθαμε αργότερα -δυστυχώς εκ των υστέρων και μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης των υποκλοπών- ένα από τα καίρια ζητήματα που απασχολούσαν αυτές τις συσκέψεις ήταν η εξασφάλιση του μηχανισμού παρακολούθησης τηλεφώνων, κυρίως κινητών, κάτι που είχε καθυστερήσει εξαιτίας της έλλειψης νομοθετικού πλαισίου και της απροθυμίας των εταιρειών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών να υποβληθούν στα σχετικά έξοδα.
Γνωρίζουμε τώρα ότι αυτή η αδυναμία καλύφθηκε την τελευταία στιγμή όπως όπως, με αποτέλεσμα να καταλήξουμε στο σκάνδαλο της Vodafone.
Οταν είχαμε αποκαλύψει τον ιδιαίτερο ρόλο της κυρίας Τάουνσεντ σ' αυτή την υπόθεση, οι εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης είχαν σπεύσει να μας διαψεύσουν. Επικαλέστηκαν ως λόγους των τακτικών συναντήσεων την παρουσία της στο ελληνοαμερικανικό λόμπι, ενώ ως αντικείμενο των διαπραγματεύσεων μαζί της προβλήθηκε η προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να αρθεί από τις ΗΠΑ το εμπόδιο της βίζας για τους έλληνες πολίτες.
Ομως, τα στοιχεία είναι συντριπτικά. Και δεν είναι δυνατόν να διαψευστεί το γεγονός ότι η κυρία Τ. διορίστηκε από το 2003 υπαρχηγός της τότε συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Κοντολίζα Ράις, με αρμοδιότητα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και ειδικό ρόλο να οργανώσει το σχεδιασμό ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας εκ μέρους του Λευκού Οίκου (βλ. σχετ. «Η σκιά της κυρίας Τάουνσεντ», 14/5/06, «Η κυρία επί των κοριών», 21/5/06, «Το λόμπι των υποκλοπών», 29/4/07).
Τα «χρήσιμα» βασανιστήρια
Και να που τώρα η κυρία Τάουνσεντ επανέρχεται στο προσκήνιο της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, αναλαμβάνοντας να υπερασπιστεί εκείνη το έργο του προέδρου της και το δικό της, στον πιο σκοτεινό ίσως τομέα της δράσης της CIA και των στρατιωτικών υπηρεσιών των ΗΠΑ: στη συστηματική διενέργεια βασανιστηρίων.
Τη στιγμή που άλλοι αξιωματούχοι του τομέα της αντιτρομοκρατικής πολιτικής του Μπους έχουν κρυφτεί μετά τις αποκαλύψεις επίσημων εγγράφων που δικαιολογούν και επιτάσσουν τα βασανιστήρια εις βάρος κρατουμένων, η κυρία Τ. δεν έχει κανένα πρόβλημα να ξιφουλκήσει εναντίον της κυβέρνησης Ομπάμα και να επιμείνει στο πρόγραμμα των βασανιστηρίων.
*Σε συνέντευξή της στην πρωινή ζώνη του CNN, στις 17 Απριλίου η κυρία Τ. δεν μάσησε τα λόγια της. Επέκρινε τη δημοσίευση των απόρρητων υπομνημάτων για τα βασανιστήρια, με το επιχείρημα ότι έτσι υπονομεύεται ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας.
*Φρόντισε, βέβαια, να εξασφαλίσει τα νώτα της: «Ακόμα και κατά τη διάρκεια της θητείας μου στην κυβέρνηση δεν μετείχα στις σχετικές πολιτικές συζητήσεις, αλλά θα σας πω ποια είναι η ανησυχία μου με την αποκάλυψη αυτών των εγγράφων. Ανεξάρτητα από το τι νομίζετε για το ζήτημα του αν είναι βασανιστήριο το waterboarding (σ.σ.: μια από τις τεχνικές «ανάκρισης», κατά την οποία ο κρατούμενος δένεται σε μια σανίδα, σκεπάζεται το κεφάλι του με κουκούλα και του ρίχνουν νερό ώς το όριο του πνιγμού), υπήρξαν νομικά κείμενα, τα οποία συνέταξαν μόνιμοι υπάλληλοι των υπηρεσιών πληροφοριών, και τα οποία αποτέλεσαν τη βάση εφαρμογής του προγράμματος. Υπήρξαν πολύ αυστηροί έλεγχοι στο πρόγραμμα αυτό. Αυτοί οι άνθρωποι (που συνέταξαν το πρόγραμμα) βασίστηκαν σ' αυτούς τους ελέγχους και τώρα η αποκάλυψη των εγγράφων υποβάλλει αυτούς τους επαγγελματίες σε ένα είδος δημόσιου εξευτελισμού και ατίμωσης, ενώ το ενδεχόμενο να διενεργηθεί έρευνα από το Κογκρέσο θα κάνει τις υπηρεσίες πληροφοριών μας να αποφεύγουν κάθε ρίσκο. Αυτό νομίζω ότι ήθελε να πει ο Μάικ Χέιντεν, πρώην διευθυντής της CIA, όταν έλεγε ότι "θα μας κάνετε λιγότερο ασφαλείς". Νομίζω ότι η κυβέρνηση πρέπει να βγει και να μας εξηγήσει για ποιο λόγο αποκάλυψαν αυτά τα έγγραφα. Πιστεύω ότι πήραν τη σωστή απόφαση όταν είπαν ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν διώξεις εις βάρος υπαλλήλων των υπηρεσιών πληροφοριών. Αλλά τότε για ποιο λόγο αποχαρακτήρισαν αυτά τα έγγραφα; Ποιος ήταν ο σκοπός; Διότι έχουμε κερδίσει νομικές μάχες στα δικαστήρια για να προστατεύσουμε αυτά τα υπομνήματα από τη δημοσιότητα».
*Οταν ο δημοσιογράφος του CNN αντιτείνει ότι η αποκάλυψη των εγγράφων, σύμφωνα με τις δηλώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης, γίνεται για να επισφραγιστεί η απόφαση της κυβέρνησης Ομπάμα ότι δεν θα επιτρέψει πλέον βασανιστήρια, η κυρία Τ. είναι και πάλι αφοπλιστική: «Νομίζω ότι είναι απολύτως θεμιτό για τον υπουργό και τον πρόεδρο να αποφασίσουν ότι δεν πρόκειται να εφαρμόσουν πλέον αυτή την τεχνική (sic). Αλλά με τη γνωστοποίηση αυτή βάζουν αληθινές χειροπέδες στις μελλοντικές κυβερνήσεις». Μ' άλλα λόγια, καλώς δεν κάνετε εσείς βασανιστήρια, αλλά γιατί μας στερείτε εμάς τη δυνατότητα όταν επανέλθουμε στην εξουσία!
*«Και επί τη ευκαιρία», συνεχίζει η κυρία Τ., «ο πρόεδρος έχει ορίσει μια ομάδα για να εξετάσει την αποτελεσματικότητα και τη χρήση αυτών των τεχνικών. Και ενώ αυτή η ομάδα δεν έχει ακόμα καταλήξει σε πόρισμα, οι αποκαλύψεις αποκλείουν την πιθανότητα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι τεχνικές αυτές υπήρξαν αποτελεσματικές. Σήμερα το πρωί στη "Wall Street Journal" υπάρχει άρθρο του πρώην διευθυντή Χέιντεν, το οποίο δίνει ως παράδειγμα το πώς αυτές οι τεχνικές οδήγησαν στην τελική σύλληψη του Χαλίντ Σεΐχ Μοχάμεντ (σ.σ.: βλ. διπλανές στήλες). Υπάρχει δηλαδή το επιχείρημα ότι σε περιορισμένες περιπτώσεις αυτές οι τεχνικές μπορεί να είναι αποτελεσματικές στην πρόληψη τρομοκρατικών επιθέσεων».
*Ο δημοσιογράφος τής απαριθμεί τα βασανιστήρια αυτά που εκείνη αποκαλεί «τεχνικές», αλλά η κυρία Τ. δεν δυσκολεύεται: «Εγώ δεν μετείχα ούτε στις νομικές ούτε στις πολιτικές συζητήσεις. Και αυτός ο κατάλογος των τεχνικών που μου ανέφερες ήταν ίσως ένα από τα καλύτερα φυλασσόμενα μυστικά της κυβέρνησης. Γνώριζα ότι υπήρχε ένα πρόγραμμα, και μόνο αργότερα έμαθα ποιες ήταν αυτές οι τεχνικές, αλλά και ότι πάντοτε μετείχε ιατρικό προσωπικό στην εφαρμογή τους, ενώ οι τεχνικές εγκρίνονταν μόνο από τον διευθυντή της CIA».
*Και στο τελικό ερώτημα αν την απασχόλησε ποτέ το γεγονός ότι αυτή η πρακτική μπορεί να ήταν παράνομη, η κυρία Τ. παραμένει ψύχραιμη: «Ποτέ δεν είχα δει αυτά τα νομικά υπομνήματα, όπως και οι περισσότεροι Αμερικανοί. Αυτό που γνώριζα ήταν ότι το OLC (Γραφείο του Νομικού Συμβούλου) είχε εκδώσει γνωμοδότηση με την οποία διαπιστωνόταν ότι η εφαρμογή των τεχνικών ήταν νόμιμη».
Είναι αλήθεια ότι η κυρία Τ. είχε παραδεχτεί την ύπαρξη του προγράμματος βασανιστηρίων ήδη από την εποχή που βρισκόταν στη θέση του συμβούλου Ασφαλείας του προέδρου Μπους. Στις 4/10/07 η εφημερίδα «New York Times» αποκάλυψε ότι το Φεβρουάριο του 2005 είχε εκδοθεί εγκύκλιος από το υπουργείο Δικαιοσύνης με την οποία επιτρεπόταν στις μυστικές υπηρεσίες της χώρας να εκτελούν βασανιστήρια για να ανακρίνουν υπόπτους σε υποθέσεις τρομοκρατίας.
Ηταν η πρώτη φορά που ερχόταν στη δημοσιότητα ένα ντοκουμέντο που τεκμηριώνει όχι απλά τη διενέργεια των βασανιστηρίων -κάτι που είναι συνήθης πρακτική στον γκρίζο κόσμο των μυστικών υπηρεσιών- αλλά τη συγκρότηση ειδικού «προγράμματος βασανιστηρίων», και μάλιστα από το υπουργείο Δικαιοσύνης. Και τότε πάλι η κυρία Τ. είχε βγει στο CNN για να υπερασπιστεί τα βασανιστήρια:
«Με ρωτάτε αν υπάρχει σχετικό πρόγραμμα; Ναι, υπάρχει. Είναι πολύ περιορισμένο. Περιλαμβάνει λιγότερους από 100 ανθρώπους και οι άνθρωποι που μετέχουν σ' αυτό το πρόγραμμα είναι προσεκτικά εκπαιδευμένοι, με περισσότερες από 250 ώρες εκπαίδευσης. Ο μέσος όρος ηλικίας των ανακριτών είναι τα 43 χρόνια. Οι ομάδες αυτές δεν περιλαμβάνουν μόνο ανακριτές. Υπάρχουν επίσης ειδικοί στα ζητήματα της ανάκρισης και άτομα που ελέγχουν την υγεία και την ψυχολογική κατάσταση του κρατούμενου. Αρχίζουμε με τις λιγότερο σκληρές μεθόδους. Και σταματάμε μόλις κάποιος γίνεται συνεργάσιμος. Είναι σαφές ότι οι κρατούμενοι έχουν εκπαιδευτεί με τεχνικές αντίστασης στην ανάκριση».
Η τωρινή επιμονή της κυρίας Τ. στην υπεράσπιση των πρακτικής των βασανιστηρίων δεν αποτελεί μόνο ένδειξη νομιμοφροσύνης απέναντι στον πρόεδρο. Η σχέση της με την υπόθεση δεν είναι μόνο θεωρητική διότι έχει η ίδια άμεσα εμπλακεί στο ζήτημα αυτών των ειδικών «ανακρίσεων», και μάλιστα συνδέεται με την πιο σκοτεινή περίοδο της φυλακής Αμπου Γκράιμπ.
Για το ζήτημα αυτό ήρθαμε σε επαφή με τον Τζαμέλ Τζαφέρ, εκπρόσωπο της μεγαλύτερης οργάνωσης πολιτικών δικαιωμάτων στις ΗΠΑ (ACLU, American Civil Liberties Union), ο οποίος μας διευκόλυνε στην αναζήτηση των ντοκουμέντων που σχετίζονται με το θέμα που εξετάζουμε. Η ACLU είναι εκείνη που, στηριζόμενη στη νομοθεσία για την ελευθερία της πληροφόρησης (FOIA) διεκδίκησε ήδη από το 2003 (μαζί με άλλες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων) από την κυβέρνηση των ΗΠΑ να της κοινοποιηθούν έγγραφα σχετικά με τη μεταχείριση κρατουμένων των ΗΠΑ εκτός της αμερικανικής επικράτειας.
Η δράση της κυρίας
Η αρχική απάντηση της κυβέρνησης Μπους ήταν αρνητική. Οταν, όμως, δημοσιεύτηκαν οι γνωστές φωτογραφίες από το Αμπου Γκράιμπ, η αμερικανική κοινή γνώμη υπέστη σοκ.
Η ACLU κατέθεσε αγωγή για να διεκδικήσει τα έγραφα που ζητούσε. Το δικαστήριο, επηρεασμένο από την αποκάλυψη των φωτογραφιών, επέβαλε στην κυβέρνηση να ανταποκριθεί στο αίτημα της ACLU, κρίνοντας ότι «είναι δικαίωμα των πολιτών να μάθουν πώς μεταχειρίζονται οι αρχές τους κρατούμενους εκτός ΗΠΑ».
Από τότε η ACLU έχει λάβει πάνω από 100.000 σελίδες απόρρητων εγγράφων, με τα οποία αποδεικνύεται ότι οι νομικοί σύμβουλοι της κυβέρνησης εφηύραν ένα νέο νομικό πλαίσιο -αυτό που κάποια στιγμή ο πρόεδρος Μπους αποκάλεσε «νέο παράδειγμα»- με σκοπό να επιτραπούν βάρβαρες πρακτικές ανάκρισης και να προστατευτούν οι ανακριτές και οι αξιωματούχοι των αμερικανικών υπηρεσιών από διώξεις με την κατηγορία εγκλημάτων πολέμου.
Σύμφωνα με την ACLU, «βασισμένοι σ' αυτό το νέο νομικό πλαίσιο οι ανακριτές υπέβαλαν τους φυλακισμένους σε κακοποίηση και βασανιστήρια. Αυτά τα έγγραφα αποδεικνύουν ότι η κακοποίηση φυλακισμένων ήταν συστηματική και δεν περιοριζόταν στο Αμπου Γκράιμπ, καθώς και ότι εκατοντάδες κρατούμενοι του στρατού των ΗΠΑ πέθαναν στις φυλακές και πολλοί άλλοι εξαφανίστηκαν στο μυστικό δίκτυο φυλακών της CIA».
Μεταξύ των εγγράφων που μελετήσαμε, σύμφωνα με την υπόδειξη του κ. Τζαφέρ, βρίσκεται και ένα με ειδικό ενδιαφέρον για την περίπτωσή μας.
Πρόκειται για την κατάθεση του αντισυνταγματάρχη Στίβεν Τζόρνταν, επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών στη φυλακή του Αμπου Γκράιμπ κατά το διάστημα που σημειώθηκαν τα γνωστά ανατριχιαστικά κρούσματα βασανισμού ιρακινών αιχμαλώτων (φθινόπωρο του 2003).
Το περιεχόμενο της κατάθεσης έχει γίνει γνωστό από δημοσίευμα της «USA Today» στις 17/6/04, αλλά τώρα πια έχουμε πρόσβαση στο αυθεντικό ντοκουμέντο. Η κατάθεση του Τζόρνταν δόθηκε ενόρκως στις 21 και 22 Φεβρουαρίου 2004, στο Camp Doha, δηλαδή στο στρατηγείο των αμερικανικών δυνάμεων στο Κουβέιτ. Την ανάκριση έκανε ο υποστράτηγος Αντόνιο Ταγκούμπα, ο οποίος είχε επιφορτισθεί με την έρευνα των καταγγελιών για κακομεταχείριση κρατουμένων.
Στη σελίδα 110 του ντοκουμέντου, κάτω από την επιμονή του Ταγκούμπα, ο αντισυνταγματάρχης Τζόρνταν ομολόγησε πρώτη φορά ότι του ασκήθηκαν πιέσεις από πολύ ψηλά για να κάνει ό,τι έκανε: «Αισθάνθηκα ότι υπήρχε πρόσθετη πίεση για την άντληση πληροφοριών από τους κρατούμενους», λέει στον υποστράτηγο.
Και όταν εκείνος του ζητά να γίνει πιο σαφής, ο Τζόρνταν απαντά: «Είχα την επίσκεψη εκπροσώπου της Κοντολίζα Ράις για το ζήτημα του χειρισμού των κρατουμένων και τις ανακρίσεις». Και προσθέτει ότι τον πίεσαν για αποτελεσματικές ανακρίσεις «πάρα, πάρα, πάρα πολλές φορές».
Αυτός που τον επισκέφτηκε στο Αμπου Γκράιμπ δεν είναι άλλος από την κυρία Τάουνσεντ. Με την ιδιότητα της υπαρχηγού της Κοντολίζα Ράις σε ζητήματα καταπολέμησης της τρομοκρατίας, η κυρία Τ. επισκέφτηκε το Αμπου Γκράιμπ το Νοέμβριο του 2003 και μετά την επίσκεψή της άρχισαν να εντατικοποιούνται τα βασανιστήρια. Οι γνωστές φωτογραφίες που προκάλεσαν τον παγκόσμιο σάλο έχουν τραβηχτεί στις αρχές Ιανουαρίου του 2004.
Η κυρία Τ. αναγκάστηκε να παραδεχτεί την επίσκεψη και τη συνάντησή της με τον Τζόρνταν, αλλά αρνήθηκε ότι τον πίεσε για «αποτελέσματα». Εδωσε ειδική συνέντευξη τύπου για να πει ότι κατά την επίσκεψή της στο Αμπου Γκράιμπ όχι μόνο δεν συζήτησε για «εντατικοποίηση» των ανακρίσεων αλλά και δεν πήρε χαμπάρι για τη φρικιαστική κατάσταση που επικρατούσε, ενώ «δεν είχε πληροφορηθεί» και τη σχετική έκθεση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, που είχε εκδοθεί λίγες μέρες νωρίτερα. Ο αμερικανικός τύπος που μετέδωσε τις απόψεις της δεν έμεινε, βέβαια, ικανοποιημένος με τις εξηγήσεις (CBS 18/6/04, «Washington Post» 19/6/04).
Ο δεύτερος που πίεζε για αποτελέσματα τον Τζόρνταν ήταν ένας άλλος Ελληνοαμερικανός, ο συνταγματάρχης Τόμας Πάπας, διοικητής της πτέρυγας της φυλακής όπου διεξάγονταν τα βασανιστήρια. Στις 28/8/07 ο Τζόρνταν κάθισε στο εδώλιο του στρατοδικείου. Ηταν ο μόνος από τους αξιωματικούς του Αμπου Γκράιμπ που διώχτηκε. Ο Πάπας τη γλίτωσε με απλή επίπληξη. Και, ω του θαύματος, ο αντισυνταγματάρχης Τζόρνταν αθωώθηκε από την κατηγορία ότι απέτυχε στον έλεγχο των στρατιωτών που κακομεταχειρίζονταν κρατούμενους στη φυλακή, αλλά καταδικάστηκε για την κατηγορία ότι παραβίασε την εντολή του προϊσταμένου του στρατηγού να μη μιλήσει για την έρευνα που διεξαγόταν!
Στη συνέχεια και αυτή η κατηγορία αποσύρθηκε και έτσι η υπόθεση του Αμπου Γκράιμπ μπήκε στο αρχείο.
Η ελληνική πλευρά
Εχουν, άραγε, όλα αυτά σχέση με τις «παρεκκλίσεις» από τις αρχές του κράτους δικαίου που διαπιστώθηκαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας με δικαιολογία (ή πρόσχημα) την τρομοκρατική απειλή; Απ' ό,τι φαίνεται, οι περιπτώσεις που μας απασχόλησαν ως σκάνδαλα και έχουν σχέση με τομείς ασφαλείας (υποκλοπές, απαγωγές Πακιστανών, πτήσεις της «Air-CIA») εμπίπτουν όλες σ' αυτή την περίπτωση.
Είναι, δηλαδή, εφαρμογές αυτής της «νομικής» ερμηνείας που επικράτησε στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, σύμφωνα με την οποία η υπεράσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου υποχωρεί μπροστά σε «υπέρτερα αγαθά» όπως είναι η απόκρουση του κινδύνου της τρομοκρατίας. Ακόμα και η ανεξιχνίαστη «αυτοκτονία» του Κώστα Τσαλικίδη μπορεί να είναι ένα οριακό σημάδι αυτής της θεσμικής «ανεκτικότητας» που θέριεψε στο όνομα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας.
Και, όπως φαίνεται, συνδετικός κρίκος για την εφαρμογή αυτής της πολιτικής σε συνεργασία με τις ΗΠΑ στην Ελλάδα στον τομέα των υποκλοπών υπήρξε η κυρία Τ. Αλλωστε, η κυρία Τ. συνδέεται ευθέως με το πρόγραμμα υποκλοπών συνδιαλέξεων χωρίς εισαγγελικό ένταλμα που αποφάσισε ο Μπους και οργανώθηκε από την ειδικευμένη μυστική υπηρεσία των NSA.
Ηταν και πάλι η κυρία Τ. εκείνη που «τόλμησε» να υπερασπιστεί το πρόγραμμα παρακολούθησης, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είχε αποτελέσματα («Los Angeles Times», 10/2/06).
Η άλλη σκοτεινή υπόθεση που απασχόλησε τη δημοσιότητα και παρέμεινε ανεξιχνίαστη, εξαιτίας της απροθυμίας της ελληνικής κυβέρνησης να δεχτεί οποιοδήποτε σχετικό έλεγχο, είναι η ιστορία με τις απαγωγές των Πακιστανών στην Αθήνα. Εχει, λοιπόν, ενδιαφέρον η είδηση που μετέδωσαν τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης (π.χ. NBC, 13/8/06), ότι οι αρχές των ΗΠΑ άσκησαν αφόρητες πιέσεις στις βρετανικές αρχές το καλοκαίρι του 2006 να συλλάβουν κάποιους πακιστανούς πολίτες που θεωρούνταν ύποπτοι.
Η υπόθεση -που έχει κάποιες ομοιότητες με την ελληνική- κατέληξε σε υποχώρηση των Βρετανών που πραγματοποίησαν τις συλλήψεις, τις οποίες οι ίδιοι θεωρούσαν άκαιρες. Και τότε βγήκε ένας εκπρόσωπος του κ. Μπους να διαψεύσει ότι σημειώθηκε διαφωνία μεταξύ των υπηρεσιών των ΗΠΑ και της Βρετανίας: «Πραγματοποιήθηκε μια άνευ προηγουμένου συνεργασία και συντονισμός μεταξύ των αρχών των ΗΠΑ, της Βρετανίας και του Πακιστάν και εργαστήκαμε μαζί για την προστασία των πολιτών μας, ενώ εξασφαλίσαμε την άντληση όσο πιο πολλών πληροφοριών ήταν δυνατό, έτσι ώστε να οδηγήσουμε τους συνωμότες στη δικαιοσύνη. Ουδέποτε σημειώθηκε διάσταση μεταξύ των αξιωματούχων των ΗΠΑ και της Βρετανίας».
Περιττό να αναφέρουμε το όνομα του εκπροσώπου του κ. Μπους που προέβη σ' αυτή την ανακοίνωση. Ηταν, βέβαια, η Φράνσις Φράγκος Τάουνσεντ, με την ιδιότητα της βοηθού του προέδρου σε ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας και τρομοκρατίας.